Λάθος. Λάθος έκανε ο ΓΑΠ. Η Ελλάδα δεν είναι Τιτανικός. Είναι Costa Concordia.
Στον Τιτανικό ο καπετάνιος δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γέφυρα. Έτσι, τουλάχιστον, μας λέει η κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας. Στο Costa Concordia οι καπεταναίοι την έκαναν πρώτοι και καλύτεροι. Ζήσε κι άσε τους άλλους να σκυλοπνιγούν. Και κάνε την Concordia (=ομόνοια) Discordia (=διχόνοια). Είμαστε στο σαπιοκάραβο (κρουαζιερόπλοιο δεν το λες με τίποτα) Costa Discordia, μ’ ένα ρήγμα να, με το συμπάθιο, κι οι καραβοκυραίοι, οι καπεταναίοι, οι επιβάτες της πρώτης θέσης, άντε και λίγοι της δεύτερης που έπιασαν γλείψιμο αυτούς της πρώτης, φεύγουν όπως-όπως με τις σωστικές λέμβους και μας παρατάνε καταμεσής στο πέλαγος, με εντεκάρι μποφόρ και τη θάλασσα σκέτη κατάψυξη.
Αυτοί οι ανεκδιήγητοι τύποι που καβαλάνε πανικόβλητοι κάθε μέσο διαφυγής, φορώντας τα χρυσαφικά τους, με pin και κωδικούς τραπεζικών λογαριασμών βαθιά κρυμμένα στις τσέπες των κουστουμιών τους, υποτίθεται ότι είναι η κορυφή της κοινωνικής μας πυραμίδας. Είναι η κρεμ ντε λα κρεμ, η ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας που διαχειρίστηκε, χωρίς κανείς να την εμποδίσει ιδιαίτερα, τις τύχες, τους φανταστικούς θριάμβους της και τα πραγματικά Βατερλό της.
Κάθε γκρίνια τους, κάθε αναιδής απαίτησή τους, κάθε εξοργιστικό καπρίτσιο τους έγινε «βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα». Τη μια τους έφταιγαν οι μισθοί, την άλλη το ακριβό κράτος. Τη μια τους βάραιναν οι ήδη ισχνοί φόροι στα κέρδη, την άλλη οι κλειστές αγορές. Τη μια ήθελαν επιδοτήσεις, την άλλη τους έφταιγε η γραφειοκρατία. Όλα δικά τους. Και η εξουσία, και οι κυβερνήσεις, και τα κόμματα, και τα Mέσα Eνημέρωσης, και το ίδιο το κράτος, άλλοτε οικειοθελώς προσφερόμενο κι άλλοτε φτηνά εξαγορασμένο, με χάντρες και καραμέλες. Στήσανε τις μικρές και μεγάλες επιχειρηματικές τους αυτοκρατορίες, τα μικρά βασίλεια ή τα παραμάγαζά τους χωρίς καν να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Κάθε ρίσκο εκ του ασφαλούς. Με την εγγύηση του κράτους και των τραπεζών τους. Και δεν τους έφτανε που ρούφηξαν, σαν στερημένα πρεζόνια, κάθε σταγόνα κοινωνικού πλούτου. Θέλαν και την ψυχή μας. Θέλαν και το μονοπώλιο του πατριωτισμού. Τη μια μας έσερναν στους κοσμοπολίτικους μικρομεγαλισμούς τους, την άλλη ζητούσαν προστασία από τους ανταγωνιστές. Τη μια θέλαν να γίνουν μικροϊμπεριαλιστές των Βαλκανίων, την άλλη φασονατζήδες των πολυεθνικών.
Δείτε τους τώρα. Τα παρατάνε όλα για να σώσουν τα τομάρια τους. Με κάθε μέσο διώχνουν τις παχυλές καβάντζες τους, τα λάφυρα της λεηλασίας στην οποία υπέβαλαν τη χώρα, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Θα βουλιάξει το Costa Discordia; Χεστήκαμε! Εμείς θα πάμε στα Κέιμαν, στο Βερολίνο, στο Λουξεμβούργο, στις Σεϊχέλες. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα.
Δείτε τους. Παρατούν τις επιχειρήσεις βυθισμένες στα χρέη, με τους μισθωτούς τους σκλάβους απλήρωτους, απολυμένους, ανέργους. Δηλώνουν χρεοκοπημένοι, ζητούν τον οίκτο και την κατανόησή μας, απαιτούν την ανοχή μας, «βάλτε πλάτη, αλλιώς βάζω λουκέτο και την κάνω», εκβιάζουν. Βάζουν πωλητήρια, δίνουν κοψοχρονιά όσα -έτσι κι αλλιώς- ποτέ δεν πλήρωσαν, όσα άφησε όρθια η απληστία τους. Σπέρνουν όλη τη χώρα επιχειρηματικά κουφάρια και γίνονται μπουχός.
Ιθύνουσα τάξη, σου λέει. Μπακάληδες, απατεωνίσκοι, μπαταχτσήδες, παράσιτα, τζαμπατζήδες, λαμόγια, αεριτζήδες, τυχοδιώκτες, κυνικοί, ανήθικοι, ανίκανοι, ψεύτες, αερολόγοι, αργόσχολοι, άπληστοι, δειλοί, άβουλοι, χέστηδες, τεμπέληδες, τζάμπα μάγκες, δολεροί, μιζαδόροι, άρπαγες… «Πόδια που θα τρέχανε στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους»*. Και θα ξανατρέξουν πίσω, με την πρώτη ευκαιρία, για να εισπράξουν τα λύτρα της ομηρίας μας στη χρεοκοπία. Ως απελευθερωτές, ως σωτήρες, ως επενδυτές…
Τους είχαμε υπερεκτιμήσει. Μας θάμπωσαν με τα λεφτά που τους δανείσαμε, με την ισχύ που τους εκχωρήσαμε, με τη λάμψη που τους δώσαμε. Ένα τίποτα είναι. Τον τόπο πιάνουν. Μπορούμε και χωρίς αυτούς. Μπορούμε;
Αυτοί οι ανεκδιήγητοι τύποι που καβαλάνε πανικόβλητοι κάθε μέσο διαφυγής, φορώντας τα χρυσαφικά τους, με pin και κωδικούς τραπεζικών λογαριασμών βαθιά κρυμμένα στις τσέπες των κουστουμιών τους, υποτίθεται ότι είναι η κορυφή της κοινωνικής μας πυραμίδας. Είναι η κρεμ ντε λα κρεμ, η ιθύνουσα τάξη αυτής της χώρας που διαχειρίστηκε, χωρίς κανείς να την εμποδίσει ιδιαίτερα, τις τύχες, τους φανταστικούς θριάμβους της και τα πραγματικά Βατερλό της.
Κάθε γκρίνια τους, κάθε αναιδής απαίτησή τους, κάθε εξοργιστικό καπρίτσιο τους έγινε «βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα». Τη μια τους έφταιγαν οι μισθοί, την άλλη το ακριβό κράτος. Τη μια τους βάραιναν οι ήδη ισχνοί φόροι στα κέρδη, την άλλη οι κλειστές αγορές. Τη μια ήθελαν επιδοτήσεις, την άλλη τους έφταιγε η γραφειοκρατία. Όλα δικά τους. Και η εξουσία, και οι κυβερνήσεις, και τα κόμματα, και τα Mέσα Eνημέρωσης, και το ίδιο το κράτος, άλλοτε οικειοθελώς προσφερόμενο κι άλλοτε φτηνά εξαγορασμένο, με χάντρες και καραμέλες. Στήσανε τις μικρές και μεγάλες επιχειρηματικές τους αυτοκρατορίες, τα μικρά βασίλεια ή τα παραμάγαζά τους χωρίς καν να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Κάθε ρίσκο εκ του ασφαλούς. Με την εγγύηση του κράτους και των τραπεζών τους. Και δεν τους έφτανε που ρούφηξαν, σαν στερημένα πρεζόνια, κάθε σταγόνα κοινωνικού πλούτου. Θέλαν και την ψυχή μας. Θέλαν και το μονοπώλιο του πατριωτισμού. Τη μια μας έσερναν στους κοσμοπολίτικους μικρομεγαλισμούς τους, την άλλη ζητούσαν προστασία από τους ανταγωνιστές. Τη μια θέλαν να γίνουν μικροϊμπεριαλιστές των Βαλκανίων, την άλλη φασονατζήδες των πολυεθνικών.
Δείτε τους τώρα. Τα παρατάνε όλα για να σώσουν τα τομάρια τους. Με κάθε μέσο διώχνουν τις παχυλές καβάντζες τους, τα λάφυρα της λεηλασίας στην οποία υπέβαλαν τη χώρα, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Θα βουλιάξει το Costa Discordia; Χεστήκαμε! Εμείς θα πάμε στα Κέιμαν, στο Βερολίνο, στο Λουξεμβούργο, στις Σεϊχέλες. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα.
Δείτε τους. Παρατούν τις επιχειρήσεις βυθισμένες στα χρέη, με τους μισθωτούς τους σκλάβους απλήρωτους, απολυμένους, ανέργους. Δηλώνουν χρεοκοπημένοι, ζητούν τον οίκτο και την κατανόησή μας, απαιτούν την ανοχή μας, «βάλτε πλάτη, αλλιώς βάζω λουκέτο και την κάνω», εκβιάζουν. Βάζουν πωλητήρια, δίνουν κοψοχρονιά όσα -έτσι κι αλλιώς- ποτέ δεν πλήρωσαν, όσα άφησε όρθια η απληστία τους. Σπέρνουν όλη τη χώρα επιχειρηματικά κουφάρια και γίνονται μπουχός.
Ιθύνουσα τάξη, σου λέει. Μπακάληδες, απατεωνίσκοι, μπαταχτσήδες, παράσιτα, τζαμπατζήδες, λαμόγια, αεριτζήδες, τυχοδιώκτες, κυνικοί, ανήθικοι, ανίκανοι, ψεύτες, αερολόγοι, αργόσχολοι, άπληστοι, δειλοί, άβουλοι, χέστηδες, τεμπέληδες, τζάμπα μάγκες, δολεροί, μιζαδόροι, άρπαγες… «Πόδια που θα τρέχανε στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους»*. Και θα ξανατρέξουν πίσω, με την πρώτη ευκαιρία, για να εισπράξουν τα λύτρα της ομηρίας μας στη χρεοκοπία. Ως απελευθερωτές, ως σωτήρες, ως επενδυτές…
Τους είχαμε υπερεκτιμήσει. Μας θάμπωσαν με τα λεφτά που τους δανείσαμε, με την ισχύ που τους εκχωρήσαμε, με τη λάμψη που τους δώσαμε. Ένα τίποτα είναι. Τον τόπο πιάνουν. Μπορούμε και χωρίς αυτούς. Μπορούμε;
ΚΙΜΠΙ
[email protected]
[email protected]
* (Γ. Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός)
Σχόλια