του Θανάση Μουσόπουλου*

Το 1880 αποτελεί ουσιαστική –ολιστική θα έλεγα– τομή του νεοελληνικού πολιτισμού. Ήδη αναφερθήκαμε στην ποίηση, στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε την πεζογραφία. Όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης «η μεταβολή του 1880 ευνοεί τη γέννηση ενός νέου πεζογραφικού είδους, του ηθογραφικού διηγήματος».

Θα δώσουμε τον λόγο στον Παναγιώτη Μουλλά (1935-2010) από τη νεότερη γενιά των μελετητών της λογοτεχνίας μας, που γράφει σχετικά:

«Το ηθογραφικό διήγημα θα γεννιόταν με τη συμβολή μιας σειράς παραγόντων (λαογραφία, νατουραλισμός, εμπειρισμός, σημασιοδότηση της παρατήρησης και της μνήμης, στροφή προς το παρόν, αναζήτηση της εθνικής ιδιοτυπίας κλπ.), παραγόντων που, ποιος λίγο ποιος πολύ, άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά, θα συντελούσαν ώστε ν’ ανοιχτεί, σε μια ορισμένη στιγμή, ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ας μη λησμονούμε ωστόσο το ρόλο των συγκεκριμένων προσώπων. Μιλήσαμε κιόλας για το Βικέλα. Μια άλλη φυσιογνωμία, πολύ πιο σημαντική και, κάποτε, αρκετά διακριτική ως προς το ρόλο της στα λογοτεχνικά πράγματα, προσανατολίζει αποφασιστικά τη γενιά του ’80 σε μια ορισμένη «μελέτη επί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων». Πρόκειται για τον Νικόλαο Πολίτη. Δε λείπει, συνάμα, και το κατάλληλο όργανο που θα βοηθήσει την εκκόλαψη του νέου διηγήματος: είναι το περιοδικό που δημοσίεψε τον Λουκή Λάρα, η Εστία. […] Όλοι οι νέοι πεζογράφοι που θ’ ακολουθήσουν λίγο ή πολύ τα χνάρια της ηθογραφίας, θα πρωτοσυναντηθούν εδώ σ’ ένα κοινό προσκλητήριο: Βικέλας, Βιζυηνός, Δροσίνης, Παλαμάς, Μητσάκης, Κουρτίδης, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας κ.ά. Μιλάμε πάντα, φυσικά, για την περίοδο ως το 1887».

***

Στη σειρά των κειμένων μας θα ξεκινήσουμε από τον Γεώργιο Βιζυηνό, για το έργο του οποίου έχουμε αναφερθεί παλιότερα («Ανανεωμένη ματιά για τη θέση του Γ. Βιζυηνού στη νεοελληνική λογοτεχνία», 21 και 29 Σεπτεμβρίου 2021).

Θα αναφέρουμε σύντομα τη ζωή και το έργο του. Στα παλαιότερα άρθρα μου στον Δρόμο αναφέρονται περισσότερα σχόλια.

Σε ηλεκτρονικό δημοσίευμα του ΕΚΠΑ διαβάζουμε:

«Ὁ Γεώργιος Βιζυηνὸς γεννήθηκε στὴ Βιζύη τῆς Ἀν. Θρᾴκης τὸ 1848. Σὲ πολὺ νεαρὰ ἡλικία τὸν στείλανε στὴν Κωνσταντινούπολι κοντὰ σ᾿ ἕνα θεῖο του, γιὰ νὰ μάθῃ ραφτική, αὐτὸς ὅμως κατώρθωσε νὰ εἰσαχθῇ σπουδαστὴς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ὅπου μεταξὺ τῶν καθηγητῶν του εἶχε καὶ τὸν ποιητὴ Ἠλία Τανταλίδη. Ὁ τυφλὸς Κωνσταντινουπολίτης καθηγητὴς διέκρινε στὸ νεαρὸ σπουδαστὴ ἰδιοφυΐα καὶ τὸν σύστησε στὸν ἐθνικὸ εὐεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη· μὲ δαπάνες αὐτοῦ ὁ Βιζυηνὸς κατέβηκε στὰς Ἀθήνας, ὅπου σπούδασε φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο, κατόπιν ἐπῆγε στὴ Γερμανία, κι᾿ ὅταν ἀνηγορεύθη διδάκτωρ, κατέβηκε πάλι στὰς Ἀθήνας καὶ διωρίσθη καθηγητὴς τοῦ δραματικοῦ τμήματος στὸ Ὠδεῖο Ἀθηνῶν. Τὸ 1892 προσεβλήθη ἀπὸ φρενικὴ νόσο καὶ μετὰ τέσσαρα ἔτη ἀπέθανε στὸ Δρομοκαΐτειο φρενοκομεῖο».

Ο Γ. Βιζυηνός, εκτός από τα ποιήματα, τα άρθρα, τις φιλοσοφικές και ψυχολογικές μελέτες, τα παιδικά ποιήματα και αφηγήματα, ξεχωρίζει για τα διηγήματά του. Ο Μουλλάς στο βιβλίο του «Γ. Μ. Βιζυηνός, “Νεοελληνικά διηγήματα” (εισαγωγή, κείμενα, κρίσεις)», Ερμής 1980 • Εστία, 1994, αναφέρεται στα περίφημα και πρωτοπόρα διηγήματά του γραμμένα σε μικρό χρονικό διάστημα:

  • Το αμάρτημα της μητρός μου, 1883
  • Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, 1883
  • Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, 1883
  • Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, 1884
  • Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, 1884
  • Ο Μοσκώβ-Σελήμ, 1885

Τρία αφηγήματά του επιλέξαμε να προσεγγίσουμε:

Το αμάρτημα της μητρός μου

Η μητέρα του ενήλικα αφηγητή αποκαλύπτει ότι στα νιάτα της, χωρίς να το καταλάβει, καταπλάκωσε και σκότωσε το μικρό της κοριτσάκι. Αυτό το είχε βάρος μια ολόκληρη ζωή. Ο αφηγητής την οδηγεί στον Πατριάρχη όπου εξομολογείται. Καταλήγει το διήγημα:

«Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τό κατάλυμά της, ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κόλπου της ἕνα σταυρόν, δῶρον τῆς Παναγιότητός του, τόν ἐφίλησε καί ἤρχισε νά τόν περιεργάζεται, βυθιζομένη ὀλίγον κατ’ ὀλίγον εἰς σκέψεις.

— Καλός ἄνθρωπος, τῇ εἶπον, αὐτός ὁ Πατριάρχης. Ὁρίστε; Τώρα πιά πιστεύω, ὅτι ἦλθεν ἡ καρδιά σου στόν τόπον της.

Ἡ μήτηρ μου δέν ἀπεκρίθη.

— Δέν λέγεις τίποτε, μητέρα; τήν ἠρώτησα μετά τίνος δισταγμοῦ.

— Τί νά σέ πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθώς ἦτον· ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφός καί ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καί τά θελήματα τοῦ Θεοῦ, καί συγχωρνᾷ ταῖς ἁμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νά σέ πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δέν ἔκαμε παιδιά, γιά νά μπορῇ νά γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τό νά σκοτώσῃ κανείς τό ἴδιο τό παιδί του!

Οἱ ὀφθαλμοί της ἐπληρώθησαν δακρύων καί ἐγώ ἐσιώπησα».

Το μόνον της ζωής του ταξείδιον

Ο εγγονός συζητά με τον παππού για τα ταξίδια που μια ζωή έκανε και γνώρισε πράματα και θάματα. Είναι αποκαλυπτικό το τέλος της αφήγησης:

«Ποτέ δεν αμφέβαλον ότι ο παππούς μου ήτο πολύπειρος, κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Αλλ’ οπωσδήποτε επέστρεφον και εγώ από το μακρότερον ―μετά τον Άγιον Τάφον― ταξείδιον, από την Πόλιν. Είχον ιδεί τόσα και τόσα πράγματα. Ενόμιζον λοιπόν, ότι έφερον μετ’ εμαυτού αφηγητικήν ύλην, ικανήν να ενασχολήση επί τινας τουλάχιστον ημέρας την προσοχήν, αν ουχί τον θαυμασμόν του γέροντος. […]

― Πολλά ταξείδια θα έκαμες εις την ζωήν σου! τω είπον. Και επρόφερα τας λέξεις μετά θαυμασμού, πολλής μετέχοντος της κολακείας.

Ο παππούς εξαφανίσθη. Προφανώς η ερώτησις τω ήλθεν απροσδόκητος. Επί τινας στιγμάς με ητένισεν ως άνθρωπος σιγηλά διαμαρτυρόμενος κατά τινος συκοφαντίας. Είτα, ― Εγώ; είπεν, Εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα!».

Την επόμενη μέρα ο παππούς πεθαίνει και έτσι πραγματοποιεί αληθινά «το μόνον της ζωής του ταξείδιον».

Ο Μοσκώβ-Σελήμ

Θεωρείται το αριστούργημα του Βιζυηνού, δημοσιεύθηκε ενώ ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Αναφέρεται σε έναν Τούρκο της Θράκης που συμπαθεί τους Ρώσους, τον θεωρούν τρελό και τον φωνάζουν Μοσκώβ Σελήμ. Στο τέλος όμως, μετά από πολλές περιπέτειες, πεθαίνει ως Τούρκος.

«Κει συγκεντρώσας τας ασθενείς αυτού δυνάμεις, εξηκολούθησεν ο Τούρκος λαλών με την κλαυθμηρώς εκλείπουσαν φωνήν του, με το αλγεινώς μελαγχολικόν αυτού βλέμμα προσηλωμένον επί των οφθαλμών μου.

— Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήσαν ισλάμ… Εγώ κι όλοι οι οσμανλήδες κτήμα του Σουλτάνου… Το αίμα καμιά φορά νερό γίνεται;… Πώς ν’ αρνηθώ το αίμα μου!… Να προδώσω τον αφέντη μου!… Να πάγω με της Ρούσους!… Αυτή η φοβερή ιδέα μ’ εβασάνισε μια νύχτα, όλη νύχτα… Μια νύχτα, όλη νύχτα επάλευεν ο νους με την καρδιά μου… Επάνω στα ξημερώματα… από την λύπη μου, από τη συλλογή μου, μ’ αποφάνηκε…».

Τρομάζει ότι ήρθαν οι Ρώσοι. Ο γιατρός τον διαβεβαιώνει ότι αυτό είναι ψέμα. Πέθανε από τη χαρά του.

«Δευτέρα προσβολή της νόσου έθηκε πέρας εις τας βασάνους του γηραιού στρατιώτου και: ο Τούρκος έμεινε Τούρκος».

Θα συνεχίσουμε με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το πλούσιο έργο του.

* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!