του Ειδικού Ανταποκριτή
Υπήρχε μια εποχή που η Ιταλία είχε εξωτερική πολιτική. Αυτό συνέβαινε πολύ παλιά βέβαια, επί της χριστιανοδημοκρατίας του Φανφάνι και του Ιταλικού Κ.Κ. του Μπερλινγκουέρ, που ουσιαστικά συνδιαχειρίζονταν πολλά. Δεν είναι τυχαίο ότι στα πλαίσια του τότε «συμβιβασμού» πολλά ιταλικά νοσοκομεία είχαν μετατραπεί σε μετόπισθεν μιας σειράς εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, περιθάλποντας τους τραυματισμένους μαχητές τους. Αυτή η εποχή σήμερα μοιάζει εντελώς μακρινή: η Ιταλία σέρνεται πια πίσω από κάθε ισχυρό διεθνή παίκτη. Και ό,τι συμβαίνει με την εξωτερική πολιτική, ισχύει και στην εσωτερική: σύρσιμο πίσω από τον εκάστοτε ισχυρό, ή αυτόν που φαίνεται ισχυρότερος από τους άλλους. Με άλλα λόγια, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να καταλήξουμε να νοσταλγούμε την προ 4 και 5 δεκαετιών κατάσταση, που τότε μας θύμωνε και μας έβγαζε στους δρόμους!
Στη σημερινή εποχή της πολύμορφης κρίσης, της γενικευμένης αβεβαιότητας και των αλλεπάλληλων διαψεύσεων, το μόνο σίγουρο είναι αυτό που επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά και η πρόσφατη κυβερνητική κρίση (που προκλήθηκε με πρωτοβουλία του τυχοδιώκτη Ρέντσι και ακόμη δεν έχει επιλυθεί): η κατάσταση στην Ιταλία είναι δραματική, αλλά όχι σοβαρή. Οι Ιταλοί γερουσιαστές, που καλούνται να αποφασίσουν αν ο Κόντε θα παραμείνει πρωθυπουργός, ξαναβγήκαν στον αφρό του τραγέλαφου. Ιδίως αυτοί που στη διάρκεια μιας θητείας μπορεί να αλλάξουν κόμμα και τέσσερις και πέντε φορές. Μπορεί να σου πουν καλημέρα και να εννοούν καληνύχτα. Μπορεί να είναι αντιπολιτευόμενοι και να στηρίξουν την κυβέρνηση, ή συμπολιτευόμενοι και να τη ρίξουν. Και μετά απορούν που οι περισσότεροι Ιταλοί μουντζώνουν την «πολιτική» και τους «πολιτικούς»…
Η πίτα λιγοστεύει, η λαιμαργία μεγαλώνει
Εν πάση περιπτώσει, το τελευταίο επεισόδιο κυβερνητικής αστάθειας (αναμενόμενης, αφού συγκυβερνούσαν υπό τον Κόντε οι 5 Αστέρες, το Δημοκρατικό Κόμμα του Ζινγκαρέτι και η διάσπασή του υπό τον Ρέντσι) μας έδωσε την ευκαιρία να απολαύσουμε μια νέα επίδειξη κυβιστήσεων, αποσκιρτήσεων, επανευθυγραμμίσεων κ.ο.κ. Όλα ξεκινούν από το γεγονός ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός Κόντε παραμένει δημοφιλέστερος από τους αντιπάλους του (κάτι που δεν είναι περίεργο: στους τυφλούς βασιλεύουν πάντα οι μονόφθαλμοι). Από παλιά σε «διακριτικούς» και κομβικούς μηχανισμούς συνεύρεσης παραγόντων της πραγματικής εξουσίας, ο ισορροπιστής Κόντε έπαιζε και παίζει διαμεσολαβητικό ρόλο. Στα μάτια του κόσμου αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα σιγουριάς και σταθερότητας – εξ ου και η δημοφιλία του.
Αλλά η πίτα λιγοστεύει, και τα κομμάτια δεν αρκούν πια για όλους τους λαίμαργους. Η Κονφιντούστρια, που από τον περασμένο Μάιο έχει επικεφαλής τον «δυναμικό επιχειρηματία και μάνατζερ» Κάρλο Μπονόμι, τα θέλει όλα δικά της – δεν της αρκούν πια οι υποχωρήσεις που έκανε ο Κόντε στο πρώτο κύμα της πανδημίας, όταν αναγκάστηκε να αποδεχθεί τη συνέχιση της λειτουργίας των μεγάλων βιομηχανιών και επιχειρήσεων. Οι «παραγωγικές τάξεις» (βιομήχανοι, μεγαλέμποροι και αεριτζήδες) θέλουν να απαλλαγούν από τον Κόντε. Τον ίδιο στόχο υπηρετούν και όλα τα μεγάλα ΜΜΕ (από την Repubblica, τη Stampa και την Corriere della Sera ως τα μεγάλα ιδιωτικά κανάλια), που επίσης δυσφορούν με τη σημερινή σύνθεση της κυβέρνησης.
Τους συγκρατεί ο φόβος των εκλογών
Όλοι αυτοί μονότονα προτείνουν κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Δεν συμφωνούν όμως στη μοιρασιά. Και πάνω απ’ όλα φοβούνται όλοι (πλην της ακροδεξιάς Μελόνι) ένα «ατύχημα» που θα προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Κανείς δεν θέλει κάλπες. Ούτε καν ο Σαλβίνι, που απλά ζητά από τον πρόεδρο Ματαρέλα να τον διορίσει στη θέση του Κόντε. Πόσο μάλλον ο Ρέντσι ή ο Μπερλουσκόνι, που κινδυνεύουν να μην βρουν ούτε την ψήφο τους. Ούτε οι 5 Αστέρες θέλουν εκλογές, αφού έχουν χάσει πάνω από το 50% της απογοητευμένης βάσης τους, ενώ με την παρούσα κοινοβουλευτική δύναμή τους (έστω και μόνο αυτήν που παραμένει πιστή στην επίσημη γραμμή) μπορούν ακόμη να μπλοκάρουν τα σχέδια των υπόλοιπων. Για την ώρα οι Πεντάστεροι αντιστέκονται στις σειρήνες που τους καλούν σε «νέες συνθέσεις» οι οποίες θα περιλαμβάνουν και τμήμα της παλιάς χριστιανοδημοκρατίας – αυτό που βρίσκεται υπό έρευνα για τις σχέσεις του με την καλαβρέζικη μαφία!
Έτσι γινόμαστε μάρτυρες τραγελαφικών καταστάσεων, καθώς ο Κόντε ψάχνει παντού (και φυσικά βρίσκει) γερουσιαστές πρόθυμους να τον στηρίξουν. Στην προχθεσινή διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης –που τη… μισοκέρδισε, αφού του έλειψαν ελάχιστοι γερουσιαστές για την απόσπαση απόλυτης πλειοψηφίας– ακόμη και ο Μπερλουσκόνι του δάνεισε δύο δικούς του γερουσιαστές, θέλοντας να σιγουρευτεί ότι θα αποφευχθούν οι εκλογές! Κάποιοι του Ρέντσι, που είχαν λάβει οδηγία να καταψηφίσουν τον Κόντε, δεν υπάκουσαν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτουργεί: αν γίνονταν πρόωρες εκλογές, θα έβλεπαν το κτίριο της Γερουσίας με τα κιάλια. Ελεεινή στάση κρατά και η συγκυβερνώσα Κεντροαριστερά του Ζινγκαρέτι (Δημοκρατικό Κόμμα), που ζητά από τον Κόντε να βρει απόλυτη πλειοψηφία, αλλά δεν τολμά κινήσεις που θα προκαλέσουν εκλογές.
Εν ολίγοις, το μόνο που ξορκίζουν όλοι μαζί είναι οι κάλπες. Κατά τα άλλα, αβεβαιότητα, αφού στα υπόλοιπα δεν τα βρίσκουν. Κάπως έτσι παραμένουν άσφαιρα τα πυρά όλων εναντίον της… ανωμαλίας που εκπροσωπεί για το πολιτικό σύστημα ένας σχετικά αυτόνομος Κόντε στην πρωθυπουργία και μια συγκυβέρνηση με τους Πεντάστερους «λαϊκιστές». Όχι πως υιοθετούν φιλολαϊκά μέτρα – αποτελούν κι αυτά πλέον μια παλιά ιστορία. Αλλά είπαμε: οι Ιταλοί (ακριβέστερα, όσοι εξ αυτών δίνουν ακόμη σημασία στην «πολιτική») προτιμούν τον μονόφθαλμο.
Και όμως, κινείται!
Για να μην είμαστε άδικοι, το πολιτικό σύστημα ομονοεί σε κάτι ακόμη, πλην της αποφυγής εκλογών: στην προτροπή προς τους πολίτες να κλειστούν στα σπίτια τους και να μην ζητούν τίποτα. Χρησιμότατη αποδείχθηκε και στο πεδίο αυτό η πανδημία. Άλλωστε για να επιτευχθεί η ανοσία αγέλης είναι προϋπόθεση οι πολίτες να μετατραπούν σε μοιρολατρικό κοπάδι. Στην κατεύθυνση αυτή τους σπρώχνουν οι βιομήχανοι, οι… διανοούμενοι, τα ΜΜΕ και η πολιτική τάξη (εκεί τους σπρώχνει βέβαια και η πολιτική ανυπαρξία, πλέον, της πάλαι ποτέ ιταλικής Αριστεράς).
Όμως το σχέδιο κάπου σκαλώνει: το ιταλικό DNA ακόμη παράγει αντιστάσεις. Το πιο ελπιδοφόρο παράδειγμα είναι η άρνηση της σπουδάζουσας νεολαίας και μεγάλου μέρους των εκπαιδευτικών να αποδεχθούν το παράλογο λουκέτο στην εκπαίδευση. Διαμαρτύρονται, κάνουν υπαίθρια διδασκαλία, διαβάζουν τα μαθήματά τους έξω από τα σχολεία, κινητοποιούνται. Ούτε το λουκέτο στην κουλτούρα περνάει εύκολα. Τα πνεύματα αρχίζουν να βράζουν, καθώς χιλιάδες μικρομεσαίοι χρεοκοπούν και πυκνώνουν οι γραμμές των ανέργων. Οι όποιες βαλβίδες ασφαλείας μπορεί να μην αντέξουν την πίεση στα τέλη Μαρτίου: τότε λήγει η απαγόρευση των απολύσεων (την οποία έτσι κι αλλιώς αγνόησαν οι πολυεθνικές, που ήδη έχουν πετάξει στο δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους).
Στο μεταξύ και οι εκατόμβες της πανδημίας συνεχίζονται: μετράμε πάλι πάνω από 500 νεκρούς τη μέρα, συνολικά 85.000 ως τώρα. Η Ιταλία μοιράζεται (μαζί με την Τσεχία, τη Βρετανία και τη Βοσνία) την τρίτη θέση παγκοσμίως στην αναλογία θανάτων προς τον πληθυσμό της χώρας: περίπου 1.400 νεκροί ανά εκατομμύριο κατοίκων. Μονάχα το Βέλγιο και η γειτονική Σλοβενία την ξεπερνούν, με περίπου 1.800 και 1.600 νεκρούς/εκατομμύριο αντίστοιχα… Με δυο λόγια, η κατάσταση είναι δραματική – αλλά η πολιτική έκφραση του δράματος που ζούμε παραμένει επιεικώς γελοία.