Η περίοδος που βιώνουμε έχει ταχύτητες που δημιουργούν σάστισμα. Το ένα «πρωτάκουστο» διαδέχεται το άλλο, δυσκολεύοντας πολύ τη δυνατότητα να δούμε καθαρά τα πράγματα. Ας αρχίσουμε με δύο σκέψεις:
1. Ο Τραμπ δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία». Τα όσα ξεδιπλώνονται σε άμεση συσχέτιση με τις πρωτοβουλίες του ίδιου και του περιβάλλοντός του, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά αν δεν τα δούμε ιστορικά, αν δεν δούμε πώς έφτασαν τα πράγματα μέχρις εδώ. Το υπόβαθρό τους είναι μια κατάσταση κρίσης και χρεωκοπίας –που πλέον έχει εκδηλωθεί με ανοικτό τρόπο– των πιο θεμελιακών πλευρών του τρόπου αναπαραγωγής και συνέχισης της οργάνωσης του παγκόσμιου συστήματος υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ και της Δύσης. Το πράγμα δεν εξαντλείται ούτε στις κινήσεις Τραμπ ούτε στα πεπραγμένα Μπάιντεν: πρέπει να ιχνηλατηθεί σε μια μακρά πορεία δεκαετιών – όταν το σαράκι δούλευε, ενώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναγορευόταν σε «πλανητάρχη»(!) και η Δύση κόμπαζε ότι είχε ελέγξει την Ιστορία και τον τρόπο που αυτή γραφόταν.
Μια σημαντική πλευρά με την οποία εμφανίζεται αυτή η κρισιακή κατάσταση, είναι η ιδιόμορφη συνύφανση της ισχύος με την αδυναμία. Έχει προϋπάρξει μια μακρά περίοδος «προετοιμασίας του σήμερα» όπου η τεράστια αμερικανική ισχύς (στρατιωτική και οικονομική, ικανή να «εκμηδενίσει τον πλανήτη», εκμηδενίζοντας όμως ταυτόχρονα και τις βάσεις ύπαρξης των ΗΠΑ) συμπορεύεται με την επαναλαμβανόμενη «επιδεικνυόμενη αδυναμία» τους να επιβάλουν τη θέλησή τους χρησιμοποιώντας «μεσαία» επίπεδα ισχύος και κλιμάκωσης σε μια σειρά περιφερειακούς πολέμους (Βιετνάμ, Ιράκ, Αφγανιστάν, και πιο πρόσφατα Ουκρανία). Σήμερα αυτή η διάσταση εκδηλώνεται ολοκληρωμένα και παράφορα: απειλές εκμηδενισμού-καθυπόταξης των πάντων οι οποίες, και μόνο που διατυπώνονται, κλονίζουν το ίδιο το αμερικανικό κέντρο. Στη συνέχεια σπασμωδικές αναδιπλώσεις, και εν τέλει όλο και πιο ευδιάκριτη αδυναμία αναπροσαρμογής των ΗΠΑ στους νέους συσχετισμούς δυνάμεων που διαμορφώνονται.
2. Το φαινόμενο Τραμπ δεν είναι η διαμορφωμένη έκφραση μιας νέας φάσης. Δεν είναι για παράδειγμα κάτι αντίστοιχο της εποχής Θάτσερ-Ρήγκαν και της επιβολής του νεοφιλελευθερισμού ως τρόπου οργάνωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Είναι, πολύ περισσότερο, ο προθάλαμος άδηλων ακόμη επόμενων σταδίων βίαιων μεταλλάξεων. Υπάρχει ένα πολύ ισχυρό στοιχείο κατεδάφισης στα όσα προωθούνται, που μάλιστα συνδέει εξελίξεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ με τις κινήσεις τους στο εξωτερικό. Η επίθεση στο σύστημα εκπαίδευσης, ιδιαίτερα σε μια σειρά πανεπιστημιακών ιδρυμάτων καίριων για την αναπαραγωγή των ελίτ στις ΗΠΑ και των μηχανισμών εξουσίας τους, αλλά και οι απόπειρες βίαιου ξηλώματος νευραλγικών τμημάτων της ομοσπονδιακής γραφειοκρατίας, είναι θέμα που αξίζει πολύ μεγαλύτερης προσοχής από την ανάγνωσή του με όρους συγκυρίας και καπρίτσιων της διοίκησης Τραμπ. Εδώ θα σταθούμε σε τρεις πλευρές που πάνε να αποκτήσουν τεράστια σημασία:
- Πρώτον, έρχονται στην επιφάνεια οι αμερικανικές πτυχές μιας επί μακρόν εκκολαπτόμενης κρίσης των λειτουργιών και των θεσμικών πλαισίων αναπαραγωγής της γνώσης και της εκπαίδευσης. Το θέμα συνδέεται με τον πρωταρχικό ρόλο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, και με βαθύτατες εντάσεις και αντιφάσεις εντός του.
- Δεύτερον, η δυνατότητα του κράτους, στις ΗΠΑ αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης (τουλάχιστον), να τιθασεύει και να συγκρατεί σε μια κοινή πορεία τις φυγόκεντρες δυνάμεις των επιμέρους ανταγωνιστικών μερίδων του κεφαλαίου και των θεσμών της εξουσίας τους, τίθεται πλέον σε άμεση, υπαρξιακή δοκιμασία.
- Και τρίτον, σχετιζόμενο με τα προηγούμενα, φαίνεται να παίρνει πολύ πιο ολοκληρωμένες μορφές μια διαδικασία απογύμνωσης της κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης της εξουσίας. Ουσιαστικό επιχείρημα γίνεται η σκέτη και απροσχημάτιστη προβολή ισχύος. Βεβαίως και ως προς αυτό ο τραμπισμός δεν είναι κάποια προσωρινή ανορθογραφία. Όμως με σύνθετους τρόπους έρχεται να συμβάλει στην απενοχοποίηση μιας (προετοιμαζόμενης ήδη από αρκετό διάστημα) αντιδημοκρατικής-τεχνοαπολυταρχικής στροφής.
Πολλαπλές γραμμές αντιπαράθεσης που τροφοδοτούν τη ροπή προς πόλεμο
Χοντρικά μιλώντας, κυριαρχούν δύο μεγάλες γραμμές αντιπαράθεσης: Δύση εναντίον ανερχομένων δυνάμεων της Ευρασίας (Κίνας-Ρωσίας), αλλά και ένα όλο και πιο οξυμένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσα στη Δύση (με επίκεντρο την Ευρώπη). Οι δύο αυτές γραμμές διαπλέκονται και αλληλοεπηρεάζονται. Επιπλέον, το στρατιωτικό μέρος της αντιπαράθεσης δεν μπορεί να εξετάζεται αποκομμένα από το οικονομικό επίπεδο εκδήλωσης αδυσώπητων ανταγωνισμών (δασμοί, αλλά και συμφωνία για τις πρώτες ύλες της Ουκρανίας). Μέσα στο τοπίο που διαμορφώνεται, τα πράγματα δεν εξηγούνται αποκλειστικά με όρους ισχύος των επιμέρους χωρών-μεγάλων δυνάμεων που αντιπαρατίθενται. Η Ευρώπη ή, με μεγαλύτερη ακρίβεια, οι γεωπολιτικές πλάκες που συναρθρώνουν την «Ευρώπη», γίνεται ο χώρος συγκέντρωσης της ισχύος μιας ολόκληρης διατλαντικής πτέρυγας συμφερόντων εντός Δύσης (αυτή συμπεριλαμβάνει κέντρα ισχύος των ΗΠΑ, διάφορες πτέρυγες εντός Ευρώπης, αλλά και τον Καναδά και ίσως την Αυστραλία).
Η διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη ούτε απρόσκοπτη. Σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών (στις πρώτες θέσεις η Γερμανία, η Γαλλία, αλλά και η Βρετανία με πιο υπόκωφο τρόπο) η πολιτική κρίση και ο κλονισμός της νομιμοποίησης των πολιτικών συστημάτων είναι πρωτοφανής. Πιο πρόσφατο παράδειγμα, το ηχηρότατο μήνυμα της αποτυχίας Μερτς κατά την πρώτη ψηφοφορία για την εκλογή του στη θέση του καγκελάριου. Περιστατικό που λέει πολλά για τις συγκρούσεις που μαίνονται εντός των γερμανικών ελίτ και τις αντιδράσεις που γεννούν συγκεκριμένες επιλογές που είχε σπεύσει να προωθήσει ο Μερτς ήδη πριν αναλάβει τη θέση (η παράκαμψη του φρένου χρέους για στρατιωτικές δαπάνες φαίνεται να είναι η αιχμή που συμπυκνώνει πολύ βαθύτερες δυσφορίες). Και αναμένεται να δούμε πολλά ακόμη.
Σ’ ένα άλλο επίπεδο, είναι χαρακτηριστική η μεγάλη αντιπαράθεση γραμμών που μορφοποιείται μέσα στο ίδιο το επιτελείο του Τραμπ, ο οποίος για την ώρα μετεωρίζεται ελισσόμενος ανάμεσά τους. Ένα ισχυρό μπλοκ νεοσυντηρητικών (σε θέσεις κλειδιά ο ΥΠΕΞ Ρούμπιο, ο Κέλογκ, ο κύκλος γερουσιαστών της επιρροής του Λίντσεϊ Γκράχαμ) ωθεί προς τον πόλεμο σε διαφορετικά κομβικά μέτωπα (Ουκρανία αλλά και Ιράν). Η άλλη πλευρά –όπου πρώτο βιολί φαίνεται να είναι ο προεδρικός σύμβουλος Γουίτκοφ– κινείται σε μια γραμμή διευθετήσεων μετώπων και προώθησης αρχιτεκτονικών ασφαλείας στη βάση μεγάλων σχεδιασμών μπίζνες. Άρα πάγωμα(;) / κλείσιμο(;) κρίσιμων μετώπων –Ουκρανία, Ιράν– που φαίνονται ασύμφορα και επικίνδυνα για σημαντικά κέντρα εντός ΗΠΑ, και για τις προτεραιότητές τους προς τον Ινδοειρηνικό και την αντιπαράθεση με την Κίνα. Η πορεία που προκύπτει, έχει πολλά μπρος-πίσω και φέρνει στο προσκήνιο μεσοβέζικες λύσεις προσωρινής ισορροπίας, του τύπου της πρόσφατης συμφωνίας Ουάσιγκτον-Κιέβου για το «ταμείο ανοικοδόμησης» και την εκμετάλλευση-καταλήστευση των πρώτων υλών της Ουκρανίας.
Η πραγματικότητα που διαμορφώνεται, εκτός από μεγάλες ευχέρειες για την αποδιοργάνωση της εργασίας και την επιβολή ακραία ιεραρχικών σχημάτων καταμερισμού της, περικλείει και ευρύτατες, ανεξερεύνητες δυνατότητες κοινωνικής απελευθέρωσης
Μια ακόμα πλευρά αντιπαραθέσεων και κλονισμών
Η πολιτική Τραμπ με τους δασμούς είναι μια άλλη όψη αυτών των γενικευμένων αντιπαραθέσεων, των οποίων κεντρική κινούσα αιτία είναι η προσπάθεια ανάσχεσης των μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων που υποσκάπτουν τη συνέχιση της οικονομικής ηγεμονίας των ΗΠΑ. Τριπλή στόχευση αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα, που δίνουν μηνύματα για τα σημερινά όρια των δυνατοτήτων των ΗΠΑ:
– Περιχαράκωση της Κίνας με άσκηση εκβιασμού στις χώρες που τείνει να προσελκύσει στην τροχιά της, ή επιζητούν να τηρήσουν μια ενδιάμεση στάση.
– Έλεγχος της Ευρώπης και επωφελής για τα αμερικανικά συμφέροντα πρόσδεσή της. Αυτό το εγχείρημα αναμένεται με πρωτόγνωρες αναταράξεις, παρενέργειες και απροσδιόριστη κατάληξη – άλλωστε οι πλευρές που αντιπαρατίθενται δεν είναι καθόλου ευανάγνωστες.
– Και σε συνάφεια με τα προηγούμενα, προσπάθεια συγκέντρωσης κεφαλαίων στις ΗΠΑ και τόνωση της μεταποιητικής βάσης τους σε κρίσιμους τομείς, όπου πλέον το αδυνάτισμά τους έχει χτυπήσει καμπανάκια κινδύνου.
Ανάμεσα στα άλλα, βγαίνει στην επιφάνεια με ένταση το αδιέξοδο ενός τρόπου ηγεμονίας όπου το κέντρο της βασίζεται στο «άυλο», τις υπηρεσίες και την υπερχρηματιστικοποίηση. Το μέχρι πρότινος παγκόσμιο σύστημα στο οποίο πρωταγωνίστησαν οι ΗΠΑ τις προηγούμενες δεκαετίες –η «παγκοσμιοποίηση»– δεν φαίνεται να είναι τώρα κατά βούληση αναστρέψιμο. Η αναπαραγωγή του έχει βρεθεί πλέον αντιμέτωπη με αξεπέραστα αδιέξοδα, με τις κινήσεις κεφαλαίου και παραγωγικών δραστηριοτήτων προς την «Ανατολή» και τις ιδιαίτερα απλωμένες αλυσίδες αξίας του. Οι επιχειρούμενες αναπροσαρμογές του βγάζουν παρενέργειες που έχουν αρχίσει να υπερθερμαίνουν τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μεγάλα Δυτικά κλαδικά κεφαλαιακά μπλοκ, και επιπλέον μπορούν να καταλήξουν να κλονίσουν τη θέση του δολαρίου. Δηλαδή τη βάση πάνω στην οποία οι ΗΠΑ μπορούν να αναχρηματοδοτούν τα μεγεθυνόμενα εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματά τους, και αντίστοιχα την κάλυψη του διευρυνόμενου, δυσθεώρητου χρέους τους.
Απανωτά κύματα αναδιαρθρώσεων, εκ βάθρων, του κόσμου του κεφαλαίου
Ενώ εύλογα η προσοχή είναι περισσότερο στραμμένη προς τους γεωπολιτικούς κινδύνους και τα διάφορα είδη πολέμων που δεν παύουν να ξεσπούν, το μεγάλο κύμα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη μάλλον θα αποδειχθεί κατά πολύ επιδραστικότερο και με πολύ βαθύτερες κοινωνικές συνέπειες.
Μια αναγκαία προκαταρκτική παρατήρηση: Κάθε μεγάλη καπιταλιστική αναδιάρθρωση σημαίνει καταρχήν βαθιά και πλατιά διατάραξη του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων σε βάρος των εργαζομένων, βίαιη «αφαίρεση του εδάφους κάτω από τα πόδια των υποτελών τάξεων». Μόνιμο κίνητρό της –ουσιώδης πλευρά του ευρύτερου κινήτρου ριζικού/επαναστατικού ξεπεράσματος των εμποδίων που αντιμετωπίζει η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου– είναι η «απάντηση» του κεφαλαίου στις δυνατότητες και τους ευνοϊκούς όρους που έχει ιστορικά στη διάθεσή του ο κόσμος της εργασίας. Για να εκτιμήσουμε όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής μας, πρέπει να μιλήσουμε για δύο ζητήματα:
1. Πρώτα απ’ όλα, από τη δεκαετία του 1970 τα κύματα τεράστιων αναδιαρθρώσεων είναι απανωτά. Συμβατικά διακρίνονται σε δύο μεγάλες ομάδες (με τη δεύτερη να βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη). Αυτές οι πολύ επιδραστικές «απαντήσεις» που έχει δώσει το κεφάλαιο μετά την εμφάνιση του πρώτου παγκόσμιου κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης και των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και εθνικοαπελευθερωτικών εγχειρημάτων του 20ού αιώνα, είναι οι βαθύτεροι παράγοντες πίσω από τον σημερινό (και ήδη για δεκαετίες παραμένοντα) πολύ δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος των λαϊκών πλειοψηφιών σε παγκόσμια κλίμακα. Βέβαια η πραγματικότητα που διαμορφώνεται, εκτός από μεγάλες ευχέρειες για την αποδιοργάνωση της εργασίας και την επιβολή ακραία ιεραρχικών σχημάτων καταμερισμού της, περικλείει και ευρύτατες, ανεξερεύνητες δυνατότητες κοινωνικής απελευθέρωσης: εξάπλωση της προλεταριοποίησης, πρωτοφανές προχώρημα των παραγωγικών δυνάμεων και των υλικών όρων εν γένει που προϋποθέτει μια μετάβαση «πέραν του κεφαλαίου» σε παγκόσμια κλίμακα.
Πάντως –και το θέμα γίνεται πολύ επίκαιρο, ιδίως αυτήν την περίοδο των 80 χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου– ο 20ός και ο 21ος αιώνας, οι συστημικές κρίσεις τους και τα είδη αντιθέσεων και συγκρούσεων που προέκυψαν στο πλαίσιό τους, έχουν πολύ χτυπητές διαφορές. Καθόλου τυχαία, οι συνθήκες που ορίζουν τη σημερινή κρίση κάνουν τις αντιθέσεις να εκδηλώνονται κυρίως σαν συγκρούσεις ανάμεσα σε ισχυρά κρατικά-γεωπολιτικά και καπιταλιστικά κέντρα στον ένα πιο ενεργητικό πόλο, και σε μια εντυπωσιακά αυξανόμενη απόσυρση της κοινωνικής συναίνεσης στον πόλο των υποτελών τάξεων. Αυτή όμως παραμένει ανέκφραστη κοινωνικοπολιτικά, και σε μεγάλο βαθμό «αόρατη» ή ετεροκαθοριζόμενη (όλο το ζήτημα της σημερινής «ακροδεξιάς» / «νεοδεξιάς»).
Η διαφορά με τον 20ό αιώνα, με το τότε ειδικό βάρος του λαϊκού παράγοντα και τα πολύ διαφορετικά προβλήματα που έμπαιναν στην ημερήσια διάταξη (δεν χωρούν εδώ ειδυλλιακές αναπολήσεις) είναι απόλυτα εμφανής. Αυτό που είναι λιγότερο εμφανές είναι το ιδιόμορφο πέρασμα των χρεώσεων του 20ού αιώνα στον 21ο, οι έμμεσες, τεθλασμένες συνέχειες και ασυνέχειες των αξιώσεων αυτοτέλειας της παγκόσμιας περιφέρειας (βλ. μεταλλάξεις της Κίνας, της Ρωσίας και μιας σειράς άλλων κέντρων και καταστάσεων), αλλά και η πανταχού παρούσα αλλά «αόρατη» απώλεια της «αθωότητας της πρώτης φοράς».
2. Το δεύτερο ζήτημα που θέλουμε να θίξουμε εδώ αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τωρινής αναδιάρθρωσης. Πρώτα απ’ όλα, αντιμετωπίζουμε ένα ολόκληρο πλέγμα τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών που δεν εξαντλούνται στην Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά μαζί μ’ αυτήν αφορούν τις δικτυώσεις, τους αισθητήρες (την αισθητηριακότητα), τεράστια προχωρήματα στον τομέα των υλικών και των βιοτεχνολογιών και πολλά άλλα – που πρέπει να τα συλλαμβάνουμε στο σύνολό τους για να εκτιμήσουμε τις σημερινές «απαντήσεις του κεφαλαίου στην κρίση του». Όλα αυτά προχωράνε σε πρωτοφανές βάθος και με πρωτοφανή επιτάχυνση έναν μετασχηματισμό όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής. Η αλλοτριωτική «υπαγωγή του ανθρώπου στη μηχανή» παίρνει ριζικές διαστάσεις, και θέτει σε ιστορική κρίση το περιεχόμενο της νοημοσύνης, του κύρους της γνώσης και της αλήθειας, της εργασίας, των θεμελιακών κοινωνικών αναπαραστάσεων και της συγκρότησης εαυτού. Οι κώδωνες κινδύνου ηχούν ήδη για τεχνοδεσποτικές καταστάσεις, αλλά και για καταστροφισμούς που θέτουν εν αμφιβόλω συνολικά την κοινωνική αναπαραγωγή υπό τους όρους του κεφαλαίου. Η συζήτηση για την ώρα γίνεται με όρους που, παρά την κάποια αύξηση της επίγνωσης, λειτουργούν εν πολλοίς παραλυτικά.
***
Εμείς, μέρος ενός εν δυνάμει (αν και για την ώρα αποδιαρθρωμένου) παγκόσμιου υποκειμένου που ασφυκτιά κάτω από την αλλοτριωτική εξουσία του κεφαλαίου, πρέπει να ξεκινάμε με μια διπλή επίγνωση:
α) Επίγνωση του τόπου. Ελλάδα, μια χώρα ανάμεσα σε κέντρο και περιφέρεια, κάτω από ειδικό καθεστώς εξάρτησης αλλά και με την αντιστασιακή ιδιοσυστασία του λαού της, που στις σημερινές συνθήκες θεμελιακών αλλαγών (γεωπολιτικών αναδασμών και των αναδιαρθρώσεων που αναφέραμε) βρίσκεται χωρίς πυξίδα και υπό υπαρξιακή διακινδύνευση. Η προσπάθεια συμβολής στα προβλήματα που σκιαγραφήσαμε παραπάνω δεν είναι καθόλου μια μάταιη «δονκιχωτική» πολυτέλεια.
β) Επίγνωση του χρόνου. Οι νέες, απελευθερωτικές ιδέες φυτρώνουν εκεί που υπάρχει η επιδίωξη χειραφετητικής πράξης πάνω στα κομβικά προβλήματα του καιρού, με πρόθεση συμβολής σε εγχειρήματα μαζικής κοινωνικής κινητοποίησης.