Δύσκολες σπαζοκεφαλιές έχει να επιλύσει το πολιτικό σύστημα

του Ερρίκου Φινάλη

 

Οι πολίτες του ισπανικού κράτους προσήλθαν μαζικά στις κάλπες την περασμένη Κυριακή, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρείται σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, να αυξάνεται η αποχή και η «απορριπτική» ψήφος του άκυρου-λευκού. Ήταν αναμενόμενο αφού πολλοί ένιωθαν ότι κάτι παίζεται πραγματικά σ’ αυτές τις εκλογές. Και το αποτέλεσμα δεν τους διέψευσε, έστω και αν δεν επαναλήφθηκε ο σεισμός των ελληνικών εκλογών του 2012, όταν μία από τις δύο συνιστώσες του παλιού δικομματισμού κυριολεκτικά κατέρρευσε.

 

Οι συστημικές δυνάμεις λαβώθηκαν βαριά, αλλά ζουν

Στην ισπανική περίπτωση, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του απερχόμενου πρωθυπουργού Ραχόι παραμένει στην πρώτη θέση αλλά με βαρύτατες απώλειες. Οι σοσιαλιστές, «ανακαινισμένοι» υπό τον φέρελπι νέο ηγέτη τους, τον Σάντσες, παραμένουν δεύτεροι – αλλά με μόλις 22%, το χειρότερο ποσοστό στην ιστορία τους. Τους διέσωσε, έστω και προσωρινά, η αδυναμία των πολιτικών ρευμάτων που επαγγέλλονται την αλλαγή να συγκλίνουν και να προβάλουν μια ρεαλιστική και ταυτόχρονα ριζοσπαστική, εναλλακτική λύση. Ακόμη κι έτσι όμως οι δύο πυλώνες του παραδοσιακού και ένοχου ισπανικού πολιτικού συστήματος μετά βίας ξεπερνούν μαζί το 50% όσων ψήφισαν (που μεταφράστηκε στο… 61% των εδρών χάρη στο εκλογικό σύστημα που δίνει μπόνους στα δύο πρώτα κόμματα).

Η πολύπλευρη κρίση που σοβεί εδώ και χρόνια, την οποία ξόρκιζαν με τη βιτρίνα μιας επίπλαστης πολιτικής σταθερότητας, ξανάρχεται δυναμικά στην επιφάνεια. Οι Ciudadanos του γκλάμορους νεαρού Ριβέρα κατάφεραν να κάνουν εν μέρει μόνο τη δουλειά που τους είχαν αναθέσει τα συστημικά κέντρα, διεθνή και εγχώρια: Ναι μεν εγκλώβισαν 3.500.000 ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν τον παλιό δικομματισμό, αλλά δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την είσοδο του ισπανικού κράτους σε νέα περίοδο πολιτικής τρικυμίας και ρευστότητας. Την τελευταία εβδομάδα πριν τις εκλογές γενικευόταν η αίσθηση ότι τους τελείωσαν τα δανεικά καύσιμα και οι δημοσκοπικές ενέσεις, πράγμα που επιβεβαιώθηκε στις κάλπες: με 14% και 40 βουλευτές δεν μπορούν να προσφέρουν στο σύστημα τη σταθερότητα που λαχταρούσε.

 

spain pinakas

 

Όσοι επαγγέλλονται την αλλαγή ενισχύθηκαν, αλλά όχι αρκετά

Και οι Podemos; Αν συνυπολογίσουμε και τις τρεις περιφερειακές συμμαχίες τους με δυνάμεις της Πατριωτικής Αριστεράς και της Ενωμένης Αριστεράς (που πρόσφεραν ένα επιπλέον 8% και 27 βουλευτές σε «εθνικό» επίπεδο), ξεπέρασαν το 20% και απέσπασαν συνολικά 69 έδρες. Αυτό τους επιτρέπει, αν το θελήσουν, να μπλοκάρουν τις συστημικές «διεξόδους» και να διεκδικήσουν σπουδαίο ρόλο σε νέες εξελίξεις. Το αν θα το κάνουν, είναι άλλο ζήτημα. Οι δυνατότητες υπάρχουν, παρόλο που «προσγειώθηκαν» οι περσινές ελπίδες για μια βαθιά αλλαγή – τότε που ακόμη κι οι στημένες δημοσκοπήσεις δεν μπορούσαν να κρύψουν πως οι Podemos αποτελούσαν την πρώτη πολιτική δύναμη στη Ισπανία.

Επίσης, διαφάνηκε για μια ακόμη φορά ότι το κράτος της Μαδρίτης δεν είναι θελκτικό για τους «περιφερειακούς» υπηκόους του: αυτό ισχύει άσχετα από τις φαινομενικά αντιφατικές τάσεις από περιοχή σε περιοχή (για παράδειγμα η καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά εκτοξεύθηκε στο μεγαλύτερο ποσοστό της σε «ισπανικές» εκλογές εδώ και σαράντα χρόνια, ενώ η βασκική Πατριωτική Αριστερά υπέστη ήττα από τους ντόπιους Podemos, που επίσης τάσσονται υπέρ της αυτοδιάθεσης). Όσο κι αν προσπαθούν οι ισπανικές συστημικές δυνάμεις να το κρύψουν κάτω από το χαλί, αυτό το μεγάλο ζήτημα θα τους ταλαιπωρεί μέχρι να το πάρουν απόφαση ότι δεν λύνεται με καταστολή. Οι 26 βουλευτές των αυτονομιστικών κομμάτων θα βρίσκονται εκεί για να τους το υπενθυμίζουν.

Τέλος, η Ενωμένη Αριστερά-Λαϊκή Ενότητα, που το 2011 είχε προσεγγίσει το 7% και είχε εκλέξει 11 βουλευτές, περιορίστηκε στο 3,7% και επιπλέον μακελεύτηκε από τον εκλογικό νόμο, βγάζοντας μόλις 2 βουλευτές. Ο επίσης νεαρός ηγέτης της Γκαρθόν (έχει ενδιαφέρον ότι όλο το πολιτικό φάσμα, πλην της παραδοσιακής Δεξιάς, νόμισε ότι με νεαρά πρόσωπα μπορεί να απαντήσει στο βαθύτερο αίτημα για αλλαγή…) δεν κατάφερε να σώσει τη ζημιά που έγινε μετά τις ευρωεκλογές του 2014, όταν ο γραφειοκρατικός μηχανισμός της ισπανικής Αριστεράς αντιμετώπισε με αλαζονεία τους «απολίτικους» Podemos.

 

Ο Ραχόι μάλλον δεν περίμενε πολύ καλύτερο αποτέλεσμα για το κόμμα του. Έλπιζε όμως ότι θα διασωθεί χάρη στους Ciudadanos, οι οποίοι δεν τα κατάφεραν. Τα δύο πιο αξιόπιστα «χαρτιά» του βαθέος ισπανικού κράτους και της ευρωκρατίας τσαλακώθηκαν αρκετά σ’ αυτές τις εκλογές.
Ο Ραχόι μάλλον δεν περίμενε πολύ καλύτερο αποτέλεσμα για το κόμμα του. Έλπιζε όμως ότι θα διασωθεί χάρη στους Ciudadanos, οι οποίοι δεν τα κατάφεραν. Τα δύο πιο αξιόπιστα «χαρτιά» του βαθέος ισπανικού κράτους και της ευρωκρατίας τσαλακώθηκαν αρκετά σ’ αυτές τις εκλογές.

 

Η τρικυμία θα συνεχιστεί, δίχως εύκολη σανίδα σωτηρίας

Σε κάθε περίπτωση, το ισπανικό πολιτικό σύστημα βρίσκεται τώρα μπροστά σε μια δυσεπίλυτη εξίσωση. Επιπλέον, απειλείται από ικανό τμήμα μιας κοινωνίας που υποφέρει και προσδοκά αλλαγές. Οποιαδήποτε «διέξοδος» αναζητηθεί δεν φαίνεται βιώσιμη για πολύ. Αφότου η λαϊκή ψήφος γκρέμισε την ελπίδα του συστήματος για μια συγκυβέρνηση Δεξιάς-Ciudadanos, άρχισε η πίεση της ευρωκρατίας για ένα «μεγάλο συνασπισμό» της Δεξιάς με τους σοσιαλιστές (που όμως θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία για τον Σάντσες). Δεν αποκλείεται βέβαια, αφού ο ηγέτης των σοσιαλιστών κατέστησε μεν σαφές ότι δεν πρόκειται να στηρίξει κυβέρνηση υπό τον Ραχόι, αλλά άφησε αναπάντητο το ερώτημα του τι θα έκανε αν ο Ραχόι παραχωρούσε τη θέση του σε κάποιον άλλο…

Οι αστειότητες που αναπαράχθηκαν και στην Ελλάδα, όπου κάποιοι βάφτισαν «ευρύτερη Αριστερά»(!) τους σοσιαλιστές και τους Ciudadanos προσπαθώντας να ανακαλύψουν κυβερνητικό σχήμα στο οποίο να χωρούν οι Podemos, δύσκολα μπορούν να ζωντανέψουν έστω και προσωρινά. Η πραγματικότητα βέβαια ξεπερνά τη φαντασία εάν βασική επιδίωξη είναι η συμμετοχή στην κυβερνητική εξουσία πάση θυσία, αλλά μια τέτοια συνεργασία θα είναι πραγματικά βραχύβια – και θα πληρωθεί τοις μετρητοίς. Το ίδιο απίθανο φαίνεται και το ενδεχόμενο κάποια από τα αυτονομιστικά κόμματα να στηρίξουν ένα συνασπισμό στον οποίο θα συμμετέχει είτε το Λαϊκό είτε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, όπως και οι Ciudadanos, δηλαδή οι πιο αδιάλλακτες συστημικές και «ισπανικές» δυνάμεις. Άρα δεν αποκλείεται να ξαναγίνουν σύντομα εκλογές.

 

Τελικά, πόσες ψήφους πήραν οι Podemos;

Το κόμμα Podemos παρουσίασε ψηφοδέλτια σε όλο το ισπανικό κράτος, πλην τριών περιφερειών (Καταλονία, Βαλένθια, Γαλικία) όπου συμμετείχε σε συμμαχίες. Το «εθνικό» ψηφοδέλτιο συγκέντρωσε 12,67%. Στην πραγματικότητα είναι εσφαλμένη η άθροιση σε αυτό το ποσοστό και των ψήφων των τριών «περιφερειακών» συμμαχικών σχημάτων στα οποία συμμετείχε, για δύο λόγους:

α) Τυπικά, επειδή είναι αυτόνομα σχήματα. Οι βουλευτές τους (αρκετοί από τους οποίους δεν ανήκουν στους Podemos, αλλά είτε στην Πατριωτική Αριστερά είτε στην Ενωμένη Αριστερά) ακολουθούν τις αποφάσεις της συγκεκριμένης συμμαχίας που τους εξέλεξε, και όχι της κεντρικής ηγεσίας των Podemos. Γι’ αυτό και καταγράφηκαν ξεχωριστά.

β) Ουσιαστικά, επειδή στο ποσοστό της κάθε συμμαχίας δεν συνεισέφεραν μόνο οι Podemos. Π.χ. στη Γαλικία η συμμαχία En Marea πήρε 25,04% και εξέλεξε 6 βουλευτές. Σε αυτή συμμετέχει το μεγαλύτερο τμήμα της γαλικιανής Πατριωτικής Αριστεράς (Anova), που αποσπάστηκε από το Εθνικό Γαλικιανό Μπλοκ (BNG) – το οποίο το 2011 είχε πάρει 11,18% και είχε εκλέξει 2 βουλευτές. Τώρα οι περισσότεροι ψήφοι του μεταφέρθηκαν στη συμμαχία En Marea (το BNG περιορίστηκε στο 4,32% και δεν εξέλεξε βουλευτή). Επίσης, στη συμμαχία συμμετέχει η Ενωμένη Αριστερά, που το 2011 είχε κατεβεί αυτόνομα στις εκλογές και είχε πάρει 4,12%. Το γεγονός αυτό αντανακλάται και στη σύνθεση των 6 βουλευτών που εξέλεξε τώρα η συμμαχία En Marea: 2 είναι Podemos, 2 είναι Anova, 1 είναι Ενωμένη Αριστερά και 1 είναι ανένταχτη.

edres

Πώς εξηγείται η «περίεργη» κατανομή εδρών

Το ισπανικό εκλογικό σύστημα είναι περίπλοκο:

α) Δίνει μπόνους στα δύο πρώτα κόμματα σε εθνικό επίπεδο. Έτσι το Λαϊκό Κόμμα, με 28,72%, καταλαμβάνει το 35,14% των βουλευτικών εδρών. Και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με 22,01%, καταλαμβάνει το 25,71% των βουλευτικών εδρών. Οι έδρες που δίνονται ως μπόνους στα δύο πρώτα κόμματα αφαιρούνται από τα υπόλοιπα κόμματα που παρουσιάζουν συνδυασμούς σε όλο το ισπανικό κράτος, κι όχι από τα «περιφερειακά».

β) Έτσι επιτρέπει την εκλογή βουλευτών από «περιφερειακά» κόμματα όταν συγκεντρώνουν υψηλά ποσοστά στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια, ακόμη κι αν η αναγωγή σε «εθνικό» επίπεδο μεταφράζεται σε χαμηλό ποσοστό. Π.χ. η καταλανική Ρεπουμπλικανική Αριστερά, με ποσοστό 15,98% στην Καταλονία αλλά μόνο 2,39% σε εθνικό επίπεδο, εκλέγει 9 βουλευτές.

Ακόμη κι έτσι, η περιπλοκότητα του συστήματος κατανομής των εδρών προκαλεί περίεργα φαινόμενα: π.χ. στη Χώρα των Βάσκων το πρώτο κόμμα (Podemos με 25,97%) εκλέγει μόνο 5 βουλευτές, ενώ το δεύτερο (Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα με 24,75%) εκλέγει 6. Και το τρίτο κόμμα (Πατριωτική Αριστερά με 15,07%) εκλέγει μόνο 2 βουλευτές, ενώ το τέταρτο (Σοσιαλιστικό κόμμα με 13,25%) εκλέγει 3.

Σε κάθε περίπτωση, το πιο «περίεργο» φαινόμενο του ισπανικού εκλογικού συστήματος είναι το εξής: Το Λαϊκό Κόμμα, π.χ., χρειάστηκε 58.665 ψήφους για κάθε βουλευτή που έβγαλε. Ενώ η Ενωμένη Αριστερά χρειάστηκε… 461.566 ψήφους για κάθε βουλευτή της! Δηλαδή τους οκταπλάσιους. Τα σχόλια περιττεύουν.

 

Αριστερά ο επικεφαλής των Ciudadanos Ριβέρα, ο σοσιαλιστής Σάντσες στο κέντρο, και δεξιά ο Ιγκλέσιας των Podemos. Μια… χαρούμενη και συναινετική φωτογραφία που οι περισσότεροι ψηφοφόροι των Podemos (αλλά και της Ενωμένης Αριστεράς και της Πατριωτικής Αριστεράς) ελπίζουν να μην έχει συνέχεια!
Αριστερά ο επικεφαλής των Ciudadanos Ριβέρα, ο σοσιαλιστής Σάντσες στο κέντρο, και δεξιά ο Ιγκλέσιας των Podemos. Μια… χαρούμενη και συναινετική φωτογραφία που οι περισσότεροι ψηφοφόροι των Podemos (αλλά και της Ενωμένης Αριστεράς και της Πατριωτικής Αριστεράς) ελπίζουν να μην έχει συνέχεια!

 

Πού πήγε το μέτωπο των λαών του Νότου;

Στον ευρωπαϊκό Νότο συσσωρεύθηκαν τα τελευταία χρόνια οι όροι για τη σύμπηξη ενός μετώπου των λαών που θα αποτίνασσε την καταστροφική πολιτική «διαχείρισης» της πολύπλευρης κρίσης και θα προωθούσε μια πραγματική δημοκρατική επανάσταση. Ενός μετώπου ενάντια στην αποπνικτική γερμανική ηγεμονία και τον ολοκληρωτισμό των αγορών που ανατινάζουν χώρες και κοινωνίες. Οι όροι υπήρξαν, αλλά ο στόχος αποσύρθηκε πριν καλά-καλά εκφωνηθεί.

Ο λαϊκός ριζοσπαστισμός στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, έδειξε ξανά και ξανά ότι μπορεί να αποτελέσει το βασικό όπλο σε έναν δύσκολο αλλά ελπιδοφόρο πόλεμο. Όμως οι πολιτικές δυνάμεις που φούσκωσαν πάνω σ’ αυτό το κύμα γρήγορα τρόμαξαν από τις απειλές του αντιπάλου (που έγιναν και πράξη για πρώτη φορά στην Κύπρο) και απορροφήθηκαν από τον κυβερνητισμό. Έτσι πρότειναν στο ριζοσπαστισμό έναν πιο εύκολο δρόμο, που φυσικά δεν υπήρχε, και τελικά κατέληξαν να υπόσχονται μια «πιο μαλακή διαχείριση». Αλλά, όπως δείχνει η ελληνική περίπτωση, ούτε καν αυτό δεν είναι ρεαλιστικό…

Ο περιορισμός του διακηρυττόμενου στόχου στην καταπολέμηση της λιτότητας, που μοιάζει ταξικός αλλά καταλήγει να είναι πρόσχημα, αγνοεί τις ανάγκες των λαών να ζουν με αξιοπρέπεια και σεβασμό της βούλησής τους σε κυρίαρχες χώρες, κι όχι ως άβουλοι και φτωχοποιημένοι υπήκοοι του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Τα καθεστώτα των μνημονίων σημαίνουν κάτι πολύ περισσότερο από λιτότητα. Και το σάπιο, διαπλεκόμενο σύστημα που τα υπηρετεί, μαζί με το πολιτικό προσωπικό του, δεν μπορεί να είναι πιθανός σύμμαχος όσων διακήρυτταν ριζοσπαστικές αλλαγές. Είναι απορίας άξιον πώς όλοι αυτοί δεν κατάλαβαν κάτι που έστω και διαισθητικά αντιλήφθηκαν οι «πλατείες» του Νότου.

Ακόμη κι έτσι, οι λαοί είτε κατέστρεψαν είτε πλήγωσαν θανάσιμα τα παλιά πολιτικά συστήματα των χωρών τους. Διέλυσαν για τα καλά τον παραδοσιακό δικομματισμό Κεντροδεξιάς-Κεντροαριστεράς, που για δεκαετίες εναλλάσσονταν στις κυβερνήσεις και συγκέντρωναν ποσοστά 80% και 90%. Αλλά τώρα βρίσκονται μπροστά σε μια νέα τάση που προσπαθεί να επιβάλει η ευρωκρατία από τη στιγμή που οι «ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις» μας άφησαν χρόνους: τη δημιουργία ευρύτερων συνασπισμών που περικλείουν πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές δυνάμεις και ευθυγραμμίζονται με τις μνημονιακές πολιτικές.

Αυτό το σχέδιο μπορεί για κάποιο διάστημα να εγκλωβίζει μάζες, να χειρίζεται το ριζοσπαστισμό, να απομακρύνει τα λαϊκά ξεσπάσματα. Αλλά δεν μπορεί να λύσει κανένα πραγματικό πρόβλημα, ούτε να αποτρέπει εσαεί τις προσπάθειες να βρεθεί μια πραγματική διέξοδος. Το ισπανικό κράτος δεν θα αποτελέσει εξαίρεση, ιδίως τώρα που οι ψηφοφόροι «πέτυχαν» να το φορτώσουν με μια επιπλέον σπαζοκεφαλιά. Και να δώσουν άλλη μια ευκαιρία σε όλους όσοι επαγγέλλονται την αλλαγή να κριθούν για το πόσο το εννοούν, βρίσκοντας τον τρόπο να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!