Φωτ: Το Μουσείο Κινηματογράφου στην Τεχεράνη. (φωτο Στ. Ελληνιάδη)
Διαβάστε: Μέρος Α Μέρος Β Μέρος Γ Μέρος Δ
Κινηματογράφος και πολιτική
Ο Αμπάς Κιαροστάμι έκανε ένα κλικ μέσα μου, με τη «Γεύση του κερασιού». Το θέμα της ταινίας και ο τρόπος κινηματογράφησης, η κουλτούρα που τη διαπερνούσε, μου άφησε ένα σημάδι χρόνιο. Κάποιες φορές ξεχνάω τον τίτλο της, αλλά ποτέ την υπόθεση του έργου. Από τότε πέρασαν είκοσι χρόνια και οι επιτυχίες του ιρανικού κινηματογράφου μετριούνται με εκατοντάδες βραβεύσεις παγκοσμίως, με πιο πρόσφατο το φετινό Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας στον Ασγάρ Φαραντί για την ταινία του «Ο Έμπορας». Αυτό το επίτευγμα δεν ήταν μια ένα φαινόμενο μικρής διάρκειας, αλλά ένα «φιλμ» πολύ μεγάλου μήκους.
Βέβαια, αυτή η «ιρανολατρεία» δεν οφείλεται μόνο στην ποιότητα των ταινιών. Ούτε εκτείνεται σε όλες τις τέχνες και τα επιτεύγματα του Ιράν, πράγμα επίσης καθόλου τυχαίο. Τα μεγάλα αφεντικά του Χόλιγουντ και των συγκροτημάτων που ελέγχουν τα ΜΜΕ, δεν είναι τόσο γαλαντόμα με τις χώρες που τοποθετούνται στον «άξονα του κακού». Όταν, όμως, μυριστούν ότι μπορούν να εμβολίσουν μία τέτοια χώρα προβάλλοντας κάποια θετική της πτυχή, το κάνουν γενναιόδωρα. Όποιος παρακολουθεί επισταμένα, έχει αντιληφθεί πόση αντιιρανική προπαγάνδα στοιχειοθετείται πάνω στην καμπούρα του ιρανικού σινεμά. Εάν πράγματι, η καθεστηκυία τάξη στις μητροπόλεις ενδιαφερόταν για την ελευθερία της έκφρασης δεν θα ήταν τόσο επιλεκτική στις στοχεύσεις της και, σίγουρα, θα ξεκινούσε από καθεστώτα σαν της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου και του Μπαχρέιν όπου εκεί δεν σου κόβουν λέξεις, αλλά το κεφάλι.
Υπάρχει, ευτυχώς, και η άλλη πλευρά στη Δύση. Ο άνθρωποι που επιλέγουν τις ιρανικές ταινίες στο διαδίκτυο, στα φεστιβάλ και τις κινηματογραφικές αίθουσες όχι για λόγους αντιιρανικής προπαγάνδας, αλλά για την καλλιτεχνική τους αξία. Αυτοί οι δεύτεροι συντάσσονται με τον Κιαροστάμι που αρνήθηκε να εγκαταλείψει το Ιράν για να ζήσει ως αυτοεξόριστος στη Δύση και με τον Φαραντί που, παρ’ όλη τη βράβευσή του με το βαρύτερο έπαθλο που απονέμει η αμερικάνικη βιομηχανία του κινηματογράφου, αρνήθηκε να παραστεί στην τελετή απονομής των Όσκαρ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την -με απόφαση του Τραμπ- απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ πολιτών από μουσουλμανικές χώρες, του Ιράν συμπεριλαμβανομένου. Μάλιστα, ο Φαραντί τάχθηκε υπέρ του μεταρρυθμιστή προέδρου Ρουχανί που επανεκλέχτηκε άνετα με 57% στις εκλογές του Μαΐου.
Μεγάλη παραγωγή
Το Μουσείο Κινηματογράφου στην Τεχεράνη στεγάζεται σε ένα μεγάλο ανακτορικό κτήριο μέσα σε ένα πολύ όμορφο και διάσημο κήπο, αφιερωμένο στον ποιητή Φερντοσί, με ωραία λουλούδια, συντριβάνια, επιβλητικές περίτεχνες σιδερένιες πύλες, καφετέρια κάτω από τα δέντρα και ένα καλόγουστο βιβλιοπωλείο σε ένα ξύλινο πολυγωνικό κιόσκι που σε υποδέχεται με μια συσκευή τηλεόρασης στην οθόνη της οποίας γράφει κάτι σαν «αντί να δεις τηλεόραση διάβασε ένα βιβλίο». Στις πολλές αίθουσες του μουσείου βλέπεις, εκτός από τους πολύ γνωστούς στη Δύση σκηνοθέτες, πολλά πρόσωπα που δεν είναι αναγνωρίσιμα ενώ καταλαβαίνεις ότι είναι σημαντικά στην εντόπια κοινωνία. Κι αυτό γιατί ο ιρανικός κινηματογράφος δεν εξαντλείται στους σκηνοθέτες και ηθοποιούς που βραβεύονται στα διεθνή φεστιβάλ. Οι περισσότερες από τις 100 ταινίες που παράγονται ετησίως, απευθύνονται στο ιρανικό κοινό που γεμίζει τις αίθουσες των 36 κινηματογράφων στην Τεχεράνη (υπάρχουν και θερινοί!), όπως και των άλλων πόλεων του Ιράν. Ταινίες που στο εξωτερικό κυκλοφορούν μόνο σε DVD για τους Ιρανούς της διασποράς.
Εκτός από τις ρομαντικές ιστορίες που σε κάθε χώρα υπερέχουν, πολλές ταινίες είναι ιστορικού περιεχομένου με ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο που αφορά τον δεκάχρονο αιματηρό πόλεμο Ιράκ-Ιράν.
Στο μουσείο βρίσκει κανείς ό,τι θα περίμενε από μία φροντισμένη συλλογή: κάμερες, μικρόφωνα, μαγνητόφωνα και μηχανές προβολής που χρησιμοποιήθηκαν στο ξεκίνημα των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άφθονο φωτογραφικό υλικό και αφίσες, κοστούμια, αντικείμενα από σκηνικά (μέχρι μια αναπαράσταση πολεμικής σκηνής) και πολλές βιτρίνες με βραβεία που έχουν απονεμηθεί σε ιρανούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς σε διάφορα διεθνή και εντόπια φεστιβάλ όπως το περίφημο Fajr Film Festival. Να σημειωθεί ότι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του κινηματογράφου είναι το ιρανικό κράτος.
Σήμερα, πάρα πολλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί διεθνούς εμβέλειας είναι γυναίκες, όπως οι: Marjane Satrapi, Samira και Hana Makhmalbaf, Tahmineh Milani, Crystal Simorgh, Rakhshan Bani Etemad, Marzieh Meshkini κ.ά. Ισάξιες δίπλα στους Jafar Panahi, Shahram Mokri, Babak Payami, Bahman Ghobadi, Majid Majid, Ali Mosaffai, Hossein Shahabi, Abdolreza Kahani κ.ά. Ο Kahani και η Meshkini έχουν βραβευτεί και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Μερικοί σκηνοθέτες ζουν στο εξωτερικό γιατί έχουν έρθει σε ρήξη με το καθεστώς, αλλά και ορισμένοι έχουν φάει άσχημη πόρτα στη Δύση, όπως ο Κιαροστάμι και ο Γκομπαντί που τους αρνήθηκαν βίζα στις ΗΠΑ, ενώ άλλους τους κυνήγησαν για να τους σκοτώσουν στο Αφγανιστάν.
Ταινίες με ποίηση
Αυτά που είδαμε στους κλασικούς πίνακες ζωγραφικής και στα χαλιά μοιάζουν με τα σκίτσα με τα οποία πολλοί σημαντικοί σκηνοθέτες και σεναριογράφοι σχεδιάζουν και μορφοποιούν σε πρώτη φάση τα έργα τους. Ακόμα κι όταν με το πέρασμα από τον Ζωροαστρισμό στον Ισλαμισμό οι οπτικές απεικονίσεις περιορίστηκαν ή απαγορεύτηκαν, π.χ. των ιερών προσώπων, του γυμνού κ.λπ., οι καλλιτέχνες δεν σταμάτησαν να ζωγραφίζουν πρόσωπα και τοπία ή να αφηγούνται ιστορίες πολέμων, ερώτων και στοχασμών, σε αλλεπάλληλα πλάνα. Ο κινηματογράφος ενυπήρχε σαν αντίληψη, σαν πλοκή, σαν σκηνοθεσία, σαν δράμα ή κωμωδία μέσα στην ποίηση, τη ζωγραφική και τη μουσική που ήταν αλληλένδετα στο Ιράν. Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτες ταινίες με ήχο που έγιναν από τον Αμπντόλ-Χοσεΐν Σεπαντά, από το 1933, έχουν θέματα από την ιστορία, από τη ζωή του πατέρα της ιρανικής ποίησης Φερντοσί και από τα επικά ποιήματα «Σιρίν και Φαρχάντ» και «Λαϊλί και Ματζνούν» που αποτελούν τη βάση της λαϊκής και έντεχνης λογοτεχνίας του Ιράν.
Ταινίες με ιστορία
Στο Ιράν, όλες τις ταινίες, ιρανικές και ξένες, μπορεί κανείς να τις βρει σε DVD. Ακόμα και τις απαγορευμένες, ενώ οι Ιρανοί που δεν υστερούν καθόλου σε τεχνολογία, μπορούν να κατεβάσουν όποια ταινία επιθυμούν από το διαδίκτυο. Και δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που βλέπουν ξένες ταινίες, όχι για λόγους πολιτικούς, αλλά για λόγους ειδικών προτιμήσεων. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ενός μεσήλικα ταξιτζή που πήραμε στο Ισφαχάν, ο οποίος μόλις κατάλαβε ότι είμαστε από την Ελλάδα άρχισε να μας λέει για τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Λεωνίδα.
Ο ταξιτζής δεν μιλούσε αγγλικά, ένας λαϊκός τύπος από τις συνοικίες του Ισφαχάν, αλλά ήταν καταχαρούμενος που άκουσε ότι είμαστε Έλληνες, Γιουνανί. «Μου αρέσει πολύ η αρχαία ιστορία», άρχισε να λέει. «Ψάχνω να βρω κινηματογραφικές ταινίες με υπόθεση από την αρχαιότητα και θέλω να μου πείτε εάν στην Ελλάδα γυρίζονται τέτοιες ταινίες, για τον Μαραθώνα, τους Αργοναύτες, τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Έχω δει όλες τις αμερικάνικες ταινίες που τα θέματά τους είναι παρμένα από την ιστορία. Οι καλύτερές μου είναι οι ταινίες «Μπεν Χουρ» και «Ελ Σιντ». Από τους παλιούς ηθοποιούς μού αρέσουν πολύ ο Κερκ Ντάγκλας και ο Τσάρλτον Ήστον». Υποθέτω ότι θα είδες και τους «300» του Λεωνίδα, του είπα. «Ναι, την είδαμε», παρενέβη η Ουρί που μας ξεναγούσε, «είναι εντυπωσιακή, αλλά έχει κάνει την ιστορία καρικατούρα». Εννοείς ότι παρουσιάζει τους Πέρσες σαν αφύσικα όντα, σαν τέρατα; «Βέβαια», μου απάντησε. «Οι Έλληνες ακόμα και σαν εχθρούς μάς σέβονταν και μας υπολόγιζαν για τον πολιτισμό μας».
Παράδοση και μοντερνισμός στο θέατρο
Το θέατρο στο Ιράν έχει δεχτεί πολλές επιρροές από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, αλλά σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του έπαιξαν οι τοπικές παραδόσεις και οι θρησκευτικές τελετουργίες. Μια νέα δημιουργική περίοδος άρχισε στον 19ο αιώνα, ιδίως από την εποχή του Νασρεντίν Σαχ, ο οποίος, σύμφωνα με τον Αρντεσίρ Σαλεχπούρ, «είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό, μιλούσε γαλλικά και ασχολιόταν με τη φωτογραφία, τη μουσική, τη ζωγραφική και την ποίηση. Οι ιρανικές τέχνες άνθισαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Τα πρώτα θεατρικά έργα ανεβαίνουν το 1886, αποκλειστικά από άντρες οι οποίοι υποδύονται και τους γυναικείους ρόλους, αλλά το σύγχρονο ιρανικό δραματικό θέατρο ξεκινάει το 1921 με τον Χασάν Μογαντάμ σηματοδοτώντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα».
Το θέατρο με θρησκευτικό περιεχόμενο, οι κωμωδίες (που παλιότερα παίζονταν μόνο στα ανάκτορα), το κουκλοθέατρο, το αφηγηματικό θέατρο και η ανάγνωση ποιημάτων συνυπάρχουν μέχρι σήμερα με τις σύγχρονες μορφές του θεάτρου, με την προσθήκη νέων τάσεων, όπως είναι το θέατρο που σχετίζεται με τις ανεξίτηλες επιπτώσεις του πολέμου που εξαπέλυσε το Ιράκ εναντίον του Ιράν.
«Το ιρανικό θέατρο βασίζεται κυρίως στο διάλογο. Έχουμε μια ισχυρή προφορική παράδοση που οφείλεται ιδίως στη λογοτεχνία και την ποίησή μας που είναι πάρα πολύ ενταγμένη στην καθημερινή μας ζωή και στη γλώσσα που χρησιμοποιούμε. Ιρανική τέχνη είναι η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική. Ιρανική τέχνη είναι το περσικό χαλί. Υπάρχει ένα χαλί σε κάθε σπίτι, ένα βιβλίο του Χαφέζ και ένα Κοράνι. Αυτοί οι παράγοντες επιδρούν στο θέατρο.»
Ανταπόκριση
Στην Τεχεράνη, λειτουργούν 6 μεγάλα δημόσια θέατρα και περίπου 35 ιδιωτικά. Στο κέντρο της πρωτεύουσας είναι το «Θέατρο της Πόλης», με πέντε σκηνές, βιβλιοθήκη, θεατρικό αρχείο και αίθουσα διαλέξεων. Ο Αρβάν και η Μαριόν, ηθοποιοί, μας είπαν ότι «η θεατρική σκηνή βρίσκεται σε έξαρση και το ίδιο συμβαίνει με τη μουσική, τη ζωγραφική και άλλες μορφές τέχνης. Υπάρχει μεγάλη προσφορά, δοκιμάζονται τα πάντα, στα σενάρια, τη σκηνοθεσία, την έκφραση και την τεχνολογία∙ η παράδοση παραμένει ισχυρή, αλλά κυριαρχεί ένα πνεύμα καινοτομίας και ανοίγματος στον έξω κόσμο».
Η θεματολογία είναι μεγάλη: πόλεμος, μετανάστευση και επαναπατρισμός, γυναικεία ζητήματα, φτώχεια και ανισότητα, ναρκωτικά και, βέβαια, ο συναισθηματικός κόσμος των ανθρώπων. Η λογοκρισία και οι απαγορεύσεις, που άλλες έχουν μια πολιτική διάσταση και άλλες μια ιστορική κοινωνική ρίζα, άλλοτε ξεπερνιούνται δημιουργικά και άλλοτε εμποδίζουν την αμεσότητα της έκφρασης. Αλλά τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει το ρεύμα δημιουργικότητας που χαρακτηρίζει το σύγχρονο Ιράν.
«Στο κοινό που έχει μεγαλώσει αισθητά, είναι αυξημένη η παρουσία των διανοουμένων και της μεσαίας τάξης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσοι παρακολουθούν θέατρο έχουν τον ίδιο βαθμό κατανόησης, γιατί παίζει ρόλο και η μόδα, η κοινωνική άνοδος και άλλοι παράγοντες. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι οι ηθοποιοί κερδίζουν αρκετά χρήματα για να ζήσουν, εξάλλου πολλά θέατρα είναι μικρά και μεσαία, αλλά σίγουρα κάνουν αυτό που νιώθουν κι αυτό που τους ευχαριστεί. Κι αυτό δεν είναι λίγο.»
Συζητώντας με την Αφσανέχ
Η Αφσανέχ Μαχιάν σκηνοθέτησε ένα έργο που γράφτηκε από την Μαχίν Σαντρί και θυμίζει ντοκιμαντέρ. Είχαν προηγηθεί άλλες δύο σκηνοθετικές εργασίες της, που είχαν αποσπάσει πολύ καλές κριτικές. Το Acclimatising το οποίο αναφέρεται σε τρεις γυναίκες που προσπαθούν να διαχειριστούν δύσκολα προβλήματα ύπαρξης και συνύπαρξης και το Three sessions of therapy που βασίζεται σε ένα βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι. Το έργο που παρουσιάστηκε 8 και 9 Ιουνίου στην Αθήνα, έχει τον τίτλο «Από το υπόγειο στην ταράτσα». Η ιστορία είναι αληθινή και αναφέρεται στα μέλη του ροκ συγκροτήματος «The Yellow Dogs» (Τα κίτρινα σκυλιά), το οποίο από την Τεχεράνη βρέθηκε στη Νέα Υόρκη. Ένα έργο που έχει σχέση με τη μετανάστευση, όχι άμεσα μ’ αυτή που συνδέεται με τους πολέμους, αλλά μ’ αυτή που προκύπτει επειδή οι νέοι αναζητούν μια καλύτερη ή απλά μια διαφορετική ζωή. Γι’ αυτό, το έργο θίγει την καταπίεση, τις αγωνίες των ανθρώπων, τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ένας νέος στην ίδια του τη χώρα, αλλά και στη χώρα υποδοχής και τις συγκρούσεις που προκαλούνται από τα προβλήματα αυτά, καταλήγοντας σε μια πραγματική τραγωδία. Τελικά, ο ένας από τους μουσικούς δολοφονεί τρία από τα μέλη του συγκροτήματος και αυτοκτονεί, ενώ ο μοναδικός επιζών αφηγείται την ιστορία όπως την έζησε. Ένα σύγχρονο δράμα που δεν τελειώνει με ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο, αλλά με ένα μακελειό στο Μπρούκλιν.
«Εδώ και μερικά χρόνια είναι πάρα πολύ ζωντανή η θεατρική κίνηση. Πάνω από 100 παραστάσεις παίζονται κάθε βράδυ μόνο στην Τεχεράνη», έλεγε με θέρμη η σκηνοθέτης Αφσανέχ Μαχιάν στη διάρκεια της συζήτησής μας στο «Κόκκινο 105,5». Η θεατρική ομάδα Shieveh ήρθε στην Αθήνα για να παρουσιάσει το έργο στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου μετά από πρόσκληση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και με τη συνδρομή της ελληνικής πρεσβείας στην Τεχεράνη. «Είναι η ιστορία μιας παρέας νέων που παίζουν μουσική underground στο Ιράν. Το «υπόγειο» συμβολίζει αυτό το είδος μουσικής και τους ανθρώπους που κινούνται κάπως «υπό» την κοινωνία. Και η «ταράτσα» συμβολίζει τη θέληση και την πορεία να ανεβούμε στην επιφάνεια, να φτάσουμε ψηλά. Οι νέοι ονειρεύονται μια καλύτερη, μια διαφορετική ζωή και γι’ αυτό μεταναστεύουν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πηγαίνουν στην Αμερική γιατί πιστεύουν ότι εκεί υπάρχει μεγάλο πεδίο για κάθε είδους μουσική και θα μπορέσουν να ζήσουν παίζοντας. Μόνο που η πραγματικότητα δεν είναι όπως την πλάθεις στο μυαλό σου. Με το που φτάνουν στην Αμερική στριμώχνονται οικονομικά και ψυχολογικά που οδηγούν σε προβλήματα μεταξύ τους.
Δυστυχώς, η εικόνα που προβάλλεται στο εξωτερικό για το Ιράν δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα του Ιράν. Το θέατρο είναι σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο, γίνονται πολλά φεστιβάλ με διεθνείς συμμετοχές, έχουμε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές δραματικές σχολές και ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο για τις θεατρικές σπουδές. Πηγαίνουμε κι εμείς στο εξωτερικό και γενικώς η θεατρική παραγωγή είναι πολύ μεγάλη. Δουλεύω 25 χρόνια στο θέατρο, έχω σπουδάσει υποκριτική και έχω ένα μάστερ σκηνοθεσίας από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, γι’ αυτό άλλοτε παίζω κι άλλοτε σκηνοθετώ.
Επίσης, η εντύπωση που υπάρχει για τη θέση της γυναίκας είναι λανθασμένη. Πάει πολύς καιρός που οι γυναίκες έχουν ένα όλο και πιο σημαντικό ρόλο σε πάρα πολλούς τομείς. Οι γυναίκες έχουν μπει μπροστά όχι μόνο στο θέατρο, το σινεμά και τις τέχνες γενικότερα, αλλά και στις επιστήμες, την παιδεία κ.λπ. Με ένα ταξίδι στο Ιράν το διαπιστώνει κανείς μάλλον εύκολα. Οι γυναίκες είναι πολύ περισσότερες στα πανεπιστήμια και, μάλιστα, δουλεύουν περισσότερες ώρες και πιο σκληρά από τους άνδρες!
Σπάνια στα δυτικά ΜΜΕ θα δεις μια εικόνα ή θα ακούσεις ένα σχόλιο για τον Ιράν που δεν θα είναι αρνητικό. Σαν να είμαστε διαρκώς σε πόλεμο και σε αιματοχυσία. Σαν να μην υπάρχει κανονική ζωή. Μόνο σε κάποια ντοκιμαντέρ είναι αλλιώς, αλλά κι αυτά συνήθως μεταδίδονται μετά τα μεσάνυχτα. Πρέπει οι πολίτες μόνοι τους να αναζητήσουν την αλήθεια για το Ιράν. Η νέα γενιά μας είναι εκπληκτική. Είναι δραστήριοι σε όλα τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά πεδία και κάνουν πάρα πολλά πράγματα επειδή έχουν πολλές ελπίδες για το μέλλον.»
(Συνεχίζεται)
Στέλιος Ελληνιάδης