Στην Ευρώπη η κρίση δημόσιου χρέους και οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί στη Λιβύη έχουν σκεπάσει γεγονότα του δυτικού ημισφαιρίου, τα οποία επιβεβαιώνουν σε μια κρίσιμης σημασίας περιοχή για τις ΗΠΑ την υποχώρηση της αμερικανικής υπερδύναμης που καταγράφεται διεθνώς.
Η πρόσφατη περιοδεία του Μπ. Ομπάμα στη Λ. Αμερική (τέλη Μαρτίου) έδειξε ότι η Ουάσιγκτον δίνει μια μάχη που είναι χαμένη, αναφέρει ο Μαρκ Γουάισμπροτ στον Guardian (11/4).
Επί μία δεκαετία και πλέον η στρατηγική των ΗΠΑ έναντι των πολιτικών αλλαγών στη η Νότια Αμερική συνοψίζεται σε ένα στόχο: αλλαγή καθεστώτος στη Βενεζουέλα. Πολλοί το αποδίδουν στο πετρέλαιο (500 δισ. βαρέλια αποθέματα, ίσως τα μεγαλύτερα στον κόσμο) αλλά και στον εριστικό και προσβλητικό τόνο του Ούγκο Τσάβες. Ο Γουάισμπροτ όμως -και ορθώς- υποστηρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι το πετρέλαιο. Στο κάτω-κάτω η Βενεζουέλα πουλάει 1 εκατ. βαρέλια την ημέρα στις ΗΠΑ και υπάρχει επίσης η διεθνής αγορά πετρελαίου, από όπου άνετα θα μπορούσαν να το προμηθευτούν. Ούτε βέβαια ο εκρηκτικός χαρακτήρας του Τσάβες. «Ακόμη και αν ο Τσάβες ήταν ο διπλωματικότερος των ηγετών, η αντιμετώπιση εκ μέρους των ΗΠΑ δεν θα ήταν διαφορετική».
Το ζήτημα είναι ότι μια χώρα που έχει τόσο πολύ πετρέλαιο ασκεί περιφερειακή επιρροή και οι «ΗΠΑ δεν θέλουν δοσοληψίες με κάποιον που ασκεί επιρροή και δεν ευθυγραμμίζεται μαζί τους». Ωστόσο, σ’ αυτή την «κόντρα» χάνουν έδαφος. Το μεγαλύτερο πλήγμα ήταν η αλλαγή στάση της Κολομβίας μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Χουάν Μανουέλ Σάντος. Ο Σάντος, υπουργός Εξωτερικών του προηγούμενου καθεστώτος Ουρίμπε, στενού συνεργάτη των ΗΠΑ, δεν είναι κανένας προοδευτικός πολιτικός. Στην Κολομβία όμως κοστίζει ακριβά η στρατηγική της έντασης με τη Βενεζουέλα που ακολουθούν οι ΗΠΑ. Π.χ. όταν η Βενεζουέλα διέκοψε τις εμπορικές σχέσεις με την Κολομβία (2009), λόγω της αμερικανικής στρατιωτικής επέκτασης στη χώρα αυτή, μιας επέκτασης που στόχευε στρατιωτικά τις «αντιαμερικανικές κυβερνήσεις» της περιοχής, οι κολομβιανές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 11%, ή 2,3 δισ. δολάρια σε προϊόντα ζωικής παραγωγής και κλωστοϋφαντουργικά για τα οποία δεν υπήρχαν εύκολα διαθέσιμες αγορές.
Φαίνεται ότι προ του διλήμματος ΗΠΑ/στρατιωτικοποίηση ή Νότια Αμερική/εμπόριο και επίλυση προβλημάτων με τους γείτονες, ακόμη και μια δεξιά κυβέρνηση φαίνεται να διαλέγει το δεύτερο. Εκτός από τη μη επικύρωση της συμφωνίας για ίδρυση 7 αμερικανικών βάσεων (Αύγουστος 2010), αρνείται να ευθυγραμμιστεί με τις αμερικανικές απαιτήσεις σε ποικίλα θέματα, ενώ αφήνει να εκκρεμεί η «συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ».
Αυτό δείχνει πόσο έχει μεταβληθεί το τοπίο στη Λ. Αμερική την τελευταία 15ετία, ύστερα από την ανάδειξη λαϊκών δημοκρατικών κυβερνήσεων και την οικονομική ολοκλήρωση στο πλαίσιο διαφόρων συνεργατικών πολυμερών θεσμών που έχουν πιο θετικά αποτελέσματα τόσο στις οικονομίες των συνεργαζόμενων εμπορικά χωρών όσο και στο γενικότερο κλίμα.