«Η εποχή Τραμπ τελειώνει κι εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου διαφορετικά» έγραψε η Abigail Weinberg. Και είναι πολύ θλιβερή η ρεαλιστική διαπίστωση της νεαρής συνεργάτριας του περιοδικού Mother Jones. Μα, τόσος αγώνας και τόση αγωνία για να μην νιώθει κάποια άξια λόγου διαφορά μια καλλιεργημένη λευκή Αμερικανίδα;
Η απάντηση δεν είναι τόσο δύσκολη και έχει ήδη δοθεί σε πολλά επίπεδα από δημοσιογράφους και διανοούμενους που είναι ακτιβιστές.
Ο Τραμπ ασχολήθηκε με την πολιτική με ανορθόδοξο για το κυβερνητικό πρωτόκολλο των ΗΠΑ τρόπο και, εκούσια και ακούσια, άνοιξε τρύπες και φεγγίτες, έφερε στην επιφάνεια, τράνταξε και έδειξε τα σώψυχα ενός συστήματος και μιας εξουσίας που έμαθε να ζει έχοντας δεσπόζουσα θέση στα πάντα επί γης, αλλά να κρατάει και τα οικογενειακά της υπό έλεγχο, για να μην χάσει την καλή της φήμη που είναι συστατικό στοιχείο της ισχύος της προς τα μέσα στο πόπολο και προς τα έξω στους υποτελείς, τους συμμάχους και τους εχθρούς της.
Ο Τραμπ ερέθισε πολλές αντιθέσεις να εκδηλωθούν. Ήταν ίσως ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ, στα τελευταία τουλάχιστον εκατό χρόνια, που άσκησε πολιτική, τόσο προσωπική, δηλαδή όπως την αντιλαμβανόταν ο ίδιος, ξεχειλώνοντας στα άκρα τα επιτρεπτά όρια που έχει ο πρώτος πολίτης της χώρας, υπερβαίνοντάς τα κιόλας σε ορισμένες περιπτώσεις. Και, βέβαια, έτσι φάνηκαν οι αδυναμίες, οι ελλείψεις και οι αποτυχίες του συστήματος, τις οποίες, όπως διαπιστώνει τώρα και ο ίδιος, πέρα από να τις υπογραμμίσει, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά πράγματα για να τις επιδιορθώσει, για υποκειμενικούς και για πέρα απ’ αυτόν λόγους. Ακόμα και οι πιο επιφανείς από τους συνεργάτες που επέλεξε, Μπάνον, Μπόλτον κ.ά., ή δεν τον κατάλαβαν ή τον πούλησαν. Και, όπως φάνηκε, σημαντικό τμήμα από το βαθύ κράτος, από τα ισχυρά μέσα ενημέρωσης (CNN, ABC, The New York Times κ.λπ.) μέχρι το FBI, στάθηκε από την αρχή επιφυλακτικά ή εχθρικά απέναντί του.
Ο Τραμπ πέρασε από την προεδρία, αλλά δεν είναι περαστικός από την αμερικάνικη πολιτική και κοινωνική ζωή. Κανένας άλλος πρόεδρος δεν έχει καταγραφεί στην Ιστορία με το λαϊκό έρεισμα που είχε και έχει. Αντιθέτως, ο Μπάιντεν είναι κοινότυπος, ισόβιος θεράπων της κρατικής μηχανής. Αλλά και κανένας ίσως άλλος πρόεδρος δεν απέκτησε τόσους πολλούς εχθρούς, γιατί ο Τραμπ δεν περιορίστηκε στο να βγάλει στη φορά τις κατηφορικές τάσεις και τις δυσλειτουργίες των ΗΠΑ προσπαθώντας, χωρίς σχέδιο και συνεννόηση, να αναπληρώσει τα κενά που άφησε η προβληματική πολιτική των προηγούμενων προέδρων. Υπερασπίστηκε και υποσχέθηκε να επαναφέρει μια Αμερική που αποτελεί παρελθόν. Μια Αμερική ευημερούσα, ισχυρή, λευκή και αυτοσυγκεντρωμένη. Και μ’ αυτή την έννοια, τελειώνει η εποχή Τραμπ. Αλλά ο Τραμπ παραμένει, γιατί ακόμα κι αν κλειστεί στο ιδιωτικό του γκολφ, οι 72.423.337 (47,4%) πολίτες που τον ψήφισαν «δαγκωτό» δεν έχουν κανένα ράντσο, νησί ή έπαυλη για να αποσυρθούν άνετοι κι ωραίοι. Το ό,τι κάποιοι είναι οπλισμένοι με χάι-τεκ κουμπούρια δεν είναι ανάξιο προσοχής, αλλά είναι μάλλον δευτερεύον σε σχέση μ’ αυτό που αισθάνονται και πιστεύουν πάρα πολύ δυνατά. Οι ευχές του Μπάιντεν για συμφιλίωση όλων των Αμερικάνων ακούγονται ευχάριστα από τους πιο ουδέτερους, εξοργίζουν, όμως, περισσότερο τους δυσαρεστημένους από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν από όλους τους προηγούμενους προέδρους, των ρεπουμπλικανών συμπεριλαμβανομένων.
Ανισόρροπο Κέντρο
Ξεπερνώντας το ό,τι ούτε ο Τραμπ θα μπορούσε, ακόμα κι αν ήταν ικανότερος και είχε τους πάντες με το μέρος του, να επαναφέρει την Αμερική σε μια προηγούμενη κατάσταση που οι οι οπαδοί του θεωρούν ότι ήταν καλύτερη από τη σημερινή, ο Μπάιντεν πιθανότατα δεν θα μπορέσει να κάνει ούτε αυτά τα λίγα που γενικόλογα εξήγγειλε. Όχι επειδή, όπως κατά κόρον λέχθηκε, κι από τον Τραμπ υπερτονίστηκε συχνά με εντελώς άκομψο τρόπο, δεν έχει πια τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις για να το καταφέρει. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα είναι πιο βαθύ, πιο εγγενές. Είναι πρόβλημα του Δημοκρατικού Κόμματος. Ένα πρόβλημα που έχει η λεγόμενη μετριοπαθής Δεξιά. Δηλαδή, αυτό που στην πολιτική ορολογία αποκαλούμε «Κέντρο». Χωρίς να αγνοούμε ότι η πολιτική ορολογία στις ΗΠΑ είναι αρκετά διαφορετική από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, νομίζω ότι μπορούμε σε επίπεδο γενικών προσανατολισμών να μιλήσουμε για «Κέντρο». Και το λέω αυτό, γιατί ο Τραμπ και οι δικοί του αποκαλούν τον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς αριστερούς που επιδιώκουν να κάνουν τις ΗΠΑ σοσιαλιστική χώρα!
Στην αστική δημοκρατία, αυτό το «Κέντρο» είχε μια λογική θέση στο πολιτικό φάσμα. Ο ρόλος του ήταν να κρατάει μια ισορροπία ανάμεσα στα άκρα, στη σκληρή Δεξιά και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Κάτω από την επήρεια των σοσιαλιστικών ιδεών, το Κέντρο ταυτίστηκε με τον ήπιο καπιταλισμό και με το κοινωνικό κράτος, υιοθετώντας και μερικές από τις πιο προοδευτικές ιδέες που αναφύονταν και συνδέονταν μ’ αυτή τη μετριοπαθή και ταυτόχρονα προοδευτική μεταρρυθμιστική θέση. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο ρόλος του Κέντρου στις δυτικές κοινωνίες ήταν ρυθμιστικός, καθοριστικός. Η επιρροή του ήταν τόσο έντονη που διαχύθηκε και μέσα στα παραδοσιακά κόμματα της Δεξιάς, αλλά και της Αριστεράς. Έτσι, και πολλοί πολιτικοί από τη Δεξιά και την Αριστερά πέρασαν στο χώρο δράσης του Κέντρου. Το είδαμε αυτό και στην Ελλάδα.
Όμως, αυτό –καθ’ οδόν– παρουσίασε, μεταξύ άλλων, δύο σοβαρά προβλήματα. Το ένα ήταν ότι σταδιακά το Κέντρο απορροφήθηκε από το σύστημα το οποίο μεταρρύθμιζε. Και το άλλο ήταν ότι σε κάθε κρίση, σε κάθε ζόρι, ξεπηδούσε και επικρατούσε αυτό που κουβαλούσε μέσα του, από την αφετηρία του, και είχε να κάνει με το ό,τι στην αντίληψη του Κέντρου η διάκριση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς είναι θέμα διαχειριστικό. Ότι οι διαφορές ανάμεσα στους έχοντες και μη έχοντες, κατά την πιο ήπια ορολογία, μπορούν να κρατιούνται σε ανεκτά επίπεδα και η ψαλίδα να μην ανοίγει απεριόριστα. Έτσι ώστε οι φτωχοί να έχουν μια σχετικά αξιοπρεπή ζωή, να μην εξαθλιώνονται και, πολύ βασικό, να μην οδηγούνται σε ανεξέλεγκτες εξεγέρσεις που θέτουν σε έμπρακτη αμφισβήτηση την ταξική ειρήνη και συνύπαρξη. Εν ολίγοις, να μην απειλούν το ίδιο το σύστημα.
Όσο ίσχυσε αυτό, με διαβαθμίσεις από χώρα σε χώρα, η ηγεμονία του Κέντρου ήταν εδραιωμένη. Αλλά αυτό δεν ήταν εγγενώς συμβατό με το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που εμπεριέχει ως βασικό συστατικό το διαχωρισμό ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς. Ήταν δυνατό για μια ολόκληρη φάση λόγω ειδικών συνθηκών που το ενίσχυαν και το διατηρούσαν, αλλά όχι στο διηνεκές.
Καθεστώς ανασφάλειας
Με την ολοένα αυξανόμενη αφομοίωση από τη «φιλοσοφία» της οικονομίας της αγοράς, με την εξαφάνιση των αντίρροπων παραγόντων που συγκρατούσαν δια του υποδείγματος τη διολίσθηση, όπως το φιλεργατικό και εξισωτικό σοσιαλιστικό μπλοκ, με την εμφάνιση μεγάλων ανταγωνιστικών δυνάμεων και τη δυσκολότερη πρόσβαση σε φυσικούς πόρους και ανερχόμενες αγορές, το Κέντρο έχανε σημαντικό μέρος των πλεονεκτημάτων του και η πολιτική του ταυτιζόταν αναπόφευκτα με τη σκληρή πολιτική της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς που ξανάβρισκε τον εαυτό της στην απορρύθμιση, την ιδιωτικοποίηση και την υπερσυγκέντρωση του παραγόμενου πλούτου σε ένα όλο και πιο μικρό κομμάτι της κοινωνίας.
Κατά την ίδια περίοδο, τη μεταπολεμική, το Κέντρο αφενός υιοθετούσε όλο και πιο συχνά πολιτικές λιτότητας που προστάτευαν βασικά τους πλούσιους και αφετέρου γινόταν όλο και πιο φιλοπόλεμο εγκαταλείποντας τον φιλειρηνισμό που το διέκρινε πολιτικά, με πισωγυρίσματα, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο.
Σήμερα πια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Κέντρο μπορεί να επιδιορθωθεί και να αποκατασταθεί ως γνήσιο Κέντρο. Γιατί δεν φαίνεται να υπάρχουν οι προϋποθέσεις. Δεν άλλαξε μόνο το Κέντρο προσεγγίζοντας τη Δεξιά, αλλάζουν δυναμικά και οι συντεταγμένες του κόσμου.
Στις δυτικές κοινωνίες, μεγαλώνουν διαρκώς οι ανισότητες, ακόμα και στις πιο «κεντρώες» αστικές δημοκρατίες, Και, μάλιστα σε εποχές λιτότητας. Η ανασφάλεια εντείνεται παντού, αφού η διαβίωση των ανθρώπων γίνεται πιο οριακή, πιο εύθραυστη. Η ασφάλεια που ένιωθαν μεταπολεμικά οι πολίτες, τόσο στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης όσο και στις χώρες της Ανατολικής, έχει κλονιστεί. Το Κέντρο, έχοντας χάσει αισθητά την αίγλη του, αμφισβητείται από τη συντηρητική εθνικιστική Δεξιά που ευδοκιμεί στο κενό που δημιουργείται, επωφελούμενη από την απουσία μιας χυμώδους Αριστεράς και ενός καθαρού Κέντρου, δίνοντας υποσχέσεις για οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ασφάλεια στους πολίτες, κλείνοντας τα σύνορα και περιορίζοντας τις ελευθερίες. Χωρίς το αντίβαρο της Αριστεράς και την κοινωνική πολιτική του Κέντρου, οι κοινωνίες κλυδωνίζονται και πιέζονται από φορείς ξεπερασμένων και αναχρονιστικών αντιλήψεων που έχουν το πλεονέκτημα να δημιουργούν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας.
Γεράκια
Στην Αμερική, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει απολέσει την επαφή του με την κοινωνία, όπως ομολογούν αρκετοί διανοούμενοι, αναλυτές και δημοσιογράφοι που το υποστηρίζουν. Κέρδισε τις εκλογές γιατί ήταν τελικά περισσότεροι, κατά 3,4%!, αυτοί που ήθελαν να φύγει ο Τραμπ. Ακόμα και η επιλογή του Μπάιντεν, σε βάρος καμιά εικοσαριά νεότερων υποψηφίων, για το χρίσμα, υπερήλικα, άχρωμου, άοσμου, χωρίς κάποια σημαντική διάκριση στη μακρόχρονη παρουσία του στη Γερουσία και δις αποτυχημένου σε παρόμοιο εγχείρημα, δείχνει, πανθομολογούμενα, την ανθρωποκεντρική ένδεια του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ελλείψει αμιγώς αριστερού κομματικού φορέα στις ΗΠΑ, το Δημοκρατικό Κόμμα που εκπροσωπεί το Κέντρο στην αμερικάνικη πολιτική αρένα και το οποίο, στις εκλογές αποσπάει συνήθως και τις ψήφους των αριστερών πολιτών, δεν παύει -ακόμα και με τα σημερινά ευρωπαϊκά κριτήρια- να είναι ένα γνήσιο δεξιό κόμμα. Η οικονομική του πολιτική είναι καθαρά νεοφιλελεύθερη. Επί Ομπάμα αυξήθηκαν αισθητά οι ανισότητες, καθώς οι πλούσιοι έγιναν με επιτάχυνση πλουσιότεροι. Επί Ομπάμα, όχι μόνο δεν σταμάτησαν οι πόλεμοι που διεξάγουν οι Αμερικάνοι και οι σύμμαχοί τους στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, αλλά άνοιξαν κι άλλα μέτωπα. Επί Ομπάμα μετέτρεψαν τη Λιβύη σε ανοιχτό πεδίο βολής και έριξαν στον πάτο της δυστυχίας έναν ολόκληρο λαό 6,7 εκατομμυρίων. Τα ίδια προσπάθησαν να κάνουν στη Συρία και υποστήριξαν με όπλα την ισλαμοφασιστική Σαουδική Αραβία στη γενοκτονία των Υεμενιτών. Επί Ομπάμα δεκαπλασιάστηκαν οι από αέρος προληπτικές δολοφονίες χιλιάδων ανθρώπων, αγνώστων στοιχείων, από το Πακιστάν ως τη Σομαλία και το Σουδάν. Επί Ομπάμα, αποπειράθηκαν με κάθε αντιδημοκρατικό μέσο να ανατρέψουν τον εκλεγμένο πρόεδρο Τσάβες και να διαλύσουν τη Βενεζουέλα. Επί Ομπάμα συνέχισε να λειτουργεί «εκτός νόμους» το κάτεργο στο Γκουαντάναμο. Επί Ομπάμα, στο πλαίσιο της επιθετικότητάς τους έναντι της Ρωσίας, ανέτρεψαν τον εκλεγμένο πρόεδρο της Ουκρανίας και στήριξαν τις φασιστικές παραστρατιωτικές δυνάμεις, με αναπόφευκτη συνέπεια την απώλεια της Κριμαίας και την αυτονόμηση του νοτιοανατολικού μέρους της χώρας. Η λίστα είναι πολύ μεγάλη και δεν επιβεβαιώνει καθόλου την σκανδαλωδώς προκαταβολική απονομή στον Ομπάμα του Βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη!
Ποια είναι, λοιπόν, η θετική αντιπαροχή από τη στενή σχέση του Μπάιντεν με τον Ομπάμα όταν οι Medea Benjamin και Nicolas J.S. Davies δημοσιεύουν στο Counterpunch τα ονόματα των «γερακιών» της εξωτερικής πολιτικής του πρώην προέδρου που συμβούλευαν τον επόμενο πρόεδρο στη φάση της προεκλογικής εκστρατείας του;
Άνισες ψήφοι
Τα θετικά πεπραγμένα του Δημοκρατικού Κόμματος σε μια περίοδο οκτώ ετών (2008-2016) δεν είναι τόσο σημαντικά για να οδηγήσουν σε ένα συνολικά θετικό απολογισμό. Ούτε ο εμπεδωμένος ρατσισμός υποχώρησε, ούτε τα σαράντα πέντε εκατομμύρια φτωχοί που τρέφονται με κουπόνια λιγόστεψαν, ούτε οι μη νόμιμοι μετανάστες είχαν καλύτερη τύχη. Κι αν το Δημοκρατικό Κόμμα έχασε τις εκλογές το 2016 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ότι κατέβασε ως υποψήφια την υπουργό Εξωτερικών του Ομπάμα Χίλαρι Κλίντον, την άκρως διαπλεκόμενη και πολεμοχαρή πρώην «πρώτη κυρία» που πανηγύριζε όταν έβλεπε στην τηλεόραση το λιντσάρισμα του Καντάφι.
Αναμφίβολα, το Δημοκρατικό Κόμμα έχει καλύτερες θέσεις σε σοβαρά και κρίσιμα κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως είναι η –έστω μερική– δημόσια παροχή υπηρεσιών υγείας, το δικαίωμα στην άμβλωση, η λήψη μέτρων για την κλιματική αλλαγή κ.λπ. Όμως, δεν αγγίζει τη δομή του σκληρού οικονομικού συστήματος, δεν υπερασπίζεται με σθένος και σε επίπεδο αρχής την ειρήνη, στηρίζει εξίσου με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα τις επεμβάσεις, τα πραξικοπήματα και τους πολέμους σε βάρος ανεξαρτήτων χωρών σε όλο τον κόσμο και πολλά άλλα ειδεχθή που χαρακτηρίζουν το αμερικανικό σύστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμα και η συμμετοχή στις εκλογές τρίτου κόμματος έχει πρακτικά αποδειχτεί αδύνατη και μόνο από το γεγονός ότι απαιτούνται πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Μάλιστα, επί θητείας Ομπάμα, με δικαστικές αποφάσεις που προκλήθηκαν από γκρουπ οργανωμένων συμφερόντων, νομιμοποιήθηκαν τα αποκαλούμενα «Super PACs» τα οποία μπορούν να συγκεντρώσουν απεριόριστου ύψους ποσά από ιδιώτες, συνδικάτα, ενώσεις και εταιρίες για να υποστηρίξουν τα κόμματα και τους υποψήφιους βουλευτές και γερουσιαστές. Δηλαδή, οι εκλογές εξαρτιούνται βασικά από τους πλούσιους οι οποίοι με τα κεφάλαιά τους καθορίζουν την εκλογή της μεγάλης πλειονότητας των μελών των δύο νομοθετικών σωμάτων νοθεύοντας με νόμιμο τρόπο την αστική δημοκρατία. Όμως, οι δημοκρατικοί δεν καταγγέλλουν ούτε το εκλογικό σύστημα με τους εκλέκτορες και τους γερουσιαστές που είναι κατάλοιπο από την εποχή της δουλείας και της προνομιακής μεταχείρισης των μεγαλοϊδιοκτητών γης. Όπως επισημαίνει το περιοδικό Atlantic, για παράδειγμα, «η Καλιφόρνια με 40 εκατ. κατοίκους εκλέγει 2 γερουσιαστές και το Wyoming με 600 χιλιάδες κατοίκους εκλέγει επίσης δύο! Δηλαδή, η ισχύς μιας ψήφου στο Wyoming ισοδυναμεί με την ισχύ 67 ψήφων στην Καλιφόρνια!» Γι’ αυτό ο Τραμπ με πέντε εκατομμύρια λιγότερες ψήφους διεκδικεί ακόμα τη νίκη!
Σιδερένια λαβή
Με βάση αυτή την πραγματικότητα θα κινηθεί κι ο νέος πρόεδρος. Με δεδομένο δε ότι ποτέ δεν αντιτάχθηκε στο σύστημα, ούτε στα ζητήματα της φτώχειας και της ανισότητας (η λέξη «ανισότητα», σημειώνει ο David Rosen, απουσιάζει από τους λόγους του Μπάιντεν), ούτε στα ζητήματα της ειρήνης και των πολέμων (να θυμηθούμε πόσο έξαλλα φώναζε για να βομβαρδιστεί η Γιουγκοσλαβία), αλλά και με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ έχουν δομηθεί και εξαρτήσει την εσωτερική ευμάρεια και την παγκόσμια κυριαρχία τους με βάση την ανισότητα και τον πόλεμο, δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά από τον Μπάιντεν.
Εάν, μάλιστα, δεν κερδίσει το Δημοκρατικό Κόμμα τις δύο έδρες που εκκρεμούν για τη Γερουσία οι οποίες θα κριθούν στις κάλπες τον Ιανουάριο, ο Μπάιντεν, χωρίς την αναγκαία πλειοψηφία στη Γερουσία, θα έχει μια δικαιολογία για όσα δεν θα θα κάνει σε σχέση με τις προσδοκίες των 77.690.649 (50,8%) πολιτών που τον ψήφισαν.
Περιθώρια αισιοδοξίας όχι για ανατροπές, αλλά για ενστάλαξη περισσότερης δικαιοσύνης, δημιουργούν τα μεγάλα κινήματα των μαύρων και των γυναικών και τα ισχυρά ρεύματα των μορφωμένων κυρίως νέων που καθόρισαν αποφασιστικά με τη στήριξή τους το εκλογικό αποτέλεσμα και τα οποία ενδεχομένως θα ασκήσουν κάποια επιρροή και στην πολιτική που θα εφαρμόσει ο Τζο Μπάιντεν. Όλοι αυτοί που άκουγαν με ελπίδα τις εκφωνήσεις του Μπέρνι Σάντερς, του μοναδικού από τους υποψήφιους για το χρίσμα με μεγάλη απήχηση στους νέους, περί σοσιαλισμού, μιας λέξης που είναι απαγορευμένη από το κατεστημένο των ΗΠΑ το οποίο ποτέ δεν θα άφηνε τον παλαίμαχο γερουσιαστή να πάρει το χρίσμα, αφού, όπως γράφει ο Pete Dolack, «οι βιομήχανοι και οι χρηματιστές κρατούν με σιδερένια λαβή την πολιτική στις ΗΠΑ»!