Της Έλενας Πατρικίου.

«Δωρικός» είναι, λογικά, όποιος έχει σχέση με τους Δωριείς. Δωρική είναι επομένως η διάλεκτος των Δωριέων, «δωρικός» είναι και ο αρχιτεκτονικός ρυθμός… Όταν στα τέλη του 18ου αιώνα οι Ευρωπαίοι περιηγητές ανακαλύπτουν τα αρχαιοελληνικά ερείπια της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, ο δωρικός ρυθμός των ναών τους αφήνει κομμάτι αμήχανους: αυτές οι κοντόχοντρες άχαρες κολώνες που περιβάλλουν τα χαλάσματα δεν συμπίπτουν ακριβώς με την ιδέα τους για το αρχαίο κάλλος και την αρχαιοελληνική αίσθηση των αναλογιών. Η κλασική τελειότητα, όπως την όρισε χωρίς να του χρειαστεί καν να την ατενίσει ο Βίνκελμαν, θα είναι το αποτέλεσμα της «εύρεσης» ενός άλλου ρυθμού, του ιωνικού, και κυρίως, θα είναι ο μεγαλοφυής συγκερασμός των δύο ρυθμών στο θαύμα του Παρθενώνα.
Όσο για την διάλεκτο, βεβαίως το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν, αλλά η δωρική διάλεκτος είχε μία μακρά και παραδοσιακή σχέση με την λυρική ποίηση, εξού και οι Αθηναίοι έγραφαν τα χορικά μέρη των εντελώς αττικών τραγωδιών τους στα δωρικά. Χωρίς ασφαλώς να θεωρούν ότι μερικά μακρά άλφα στην θέση των ιωνικών μακρών ήτα άλλαζαν το ήθος των ποιητικών τους πονημάτων.
Για λόγους που ανήκουν όχι στην ιστορία των αρχαιοελληνικών καλλιτεχνικών τρόπων, αλλά στην ιστορία των νεοελληνικών μυθοπλασιών αυτογνωσίας(;), το τίμιο αυτό προσδιοριστικό επίθετο «δωρικός» απέκτησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες χαρακτηριστικά που ούτε ο Λυκούργος, ούτε ο Αλκμάνας, ούτε τα 150 ζεύγη των τριακοσίων εν Θερμοπύλαις πεσόντων εραστών διανοήθηκαν ποτέ.
Αίφνης, συνώνυμο του «λιτού» (ίσως λόγω νεοελληνικής παρερμηνείας της σπαρτιατικής απόρριψης των καρυκευμάτων στην παρασκευή του μέλανος ζωμού), το επίθετο «δωρικός» βρέθηκε να συνοψίζει όχι απλώς την έλλειψη στυλοβατών, αστραγάλων ή κοχλιών στους κίονες, αλλά κάθε έλλειψη διακοσμητικού στοιχείου. Όλη η νεοελληνική καθημερινότητα, που γέμει περιττών «εξωραϊσμών», εστάλη εις το πυρ το εξώτερον ως «ανατολίτικη» ή (ταυτοχρόνως και χωρίς η αντίφαση να προκαλεί το παραμικρό ερρύθημα των παρειών μας) ως «ευρωπαϊκή», και η «δωρικότητα» ανεδείχθη ως απόλυτη αρετή του αναγεννηθέντος γένους.
Μα προφανώς απόλυτη αρετή, διότι, εμμέσως πλην σαφώς, η δωρικότητα είναι το πολεμικό και αισθητικό ψευδώνυμο της αρρενωπότητας. Διότι, αμέσως και σαφώς, το δωρικόν δεν είναι μόνο λιτόν, άρα το αισθητικό ισοδύναμο της πτωχής πλην τιμίας πατρίδος, είναι και στιβαρόν. Άρα είναι, αυτονοήτως, το αισθητικό ταυτόσημο της πτωχής πλην τιμίας αρρενωπότητος των νεοελλήνων. Ριγμένο στα Τάρταρα της καβαφικής σεξουαλικής αμφισημίας, το καϋμένο το «ιωνικό» σημαίνει κάθε τι το θηλυκό, το εκθηλυσμένο, το ανώριμο (ου μην αλλά και εφηβικό), το νωχελικά αισθησιακό, το ραχατλίδικα λάγνο, το περιττά διακοσμημένο. Τρομάζω να σκεφτώ τι είδους συνειρμούς μπορεί να προκαλούν σε πιο διεστραμμένα μυαλά τα αγκάθια των κορινθιακών κιονόκρανων…
Τι φταίει ο Δημήτρης Μητροπάνος για όλες αυτές τις εννοιολογικές διαστροφές; Ασφαλώς τίποτα. Ο Μητροπάνος είχε μία όντως λιτή φωνητική ποιότητα, η οποία, συνδυασμένη με μία αισθητική στιβαρότητα και μία γλυκύτατη ευαισθησία, έκαναν ανεκτή κάθε μέτρια έως θλιβερή στιχουργική παρασπονδία τραγούδησε τα τελευταία χρόνια. Αλλά η αρρενωπότητα της φωνής του Μητροπάνου και, πολύ περισσότερο, η αιθέρια αρρενωπότητα του ζεϊμπέκικου που χόρευε, ακίνητος σχεδόν, με τα χέρια ανοιγμένα σαν σπασμένες φτερούγες, δεν αρκούν για να εξωραΐσουν την ερζάτς «δωρικότητα» της «εθνικής μας μοναξιάς» και των άλλων «λαδάδικων» στα οποία αναζητά ματαίως καταφύγιο η νεοελληνική μας ασυναρτησία.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!