Πόσο μοιάζουν οι εποχές! Του Μάρκου Δεληγιάννη

Hταν τότε που οι φαιές ερπύστριες διαλαλούσαν τον όλεθρο. Η βία, ο θάνατος, η ασχήμια, ήταν τα εμβλήματά τους. Οι αιματόχρωμες ανταύγειες της φωτιάς, που άναψαν μια νύχτα στο Βερολίνο, «οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και τ’ άχυρο στα μαλλιά», πυρπολώντας το Ράιχστάγ, το γερμανικό κοινοβούλιο, ήταν το έναυσμα. Ύστερα η πυρκαγιά γιγάντωσε, απλώθηκε πέρα απ’ τα σύνορα του Γ΄ Ράιχ. Το πρελούδιο του δράματος, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μόλις είχε αρχίσει. Εκτελεστές, οι αναμορφωτές του νέου πολιτισμού, η νέα τάξη πραγμάτων. Κοντά τους και οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που γυρίζουν το βράδυ σπίτι τους ικανοποιημένοι και λένε: Δόξα σοι ο Θεός! Δεν αντέδρασαν. Δεν άκουσαν άραγε την κραυγή του δολοφονημένου ποιητή στην Γρανάδα; Ούτε τη φλογερή φωνή της θρυλικής Πασιονάρια όταν βροντοφώναζε: No passaran; Ούτε αφουγκράστηκαν το στεναγμό του εξόριστου πατριώτη; Ούτε είδανε το γείτονα ή τον συνάδελφο στη δουλειά, όταν τον οδηγούσαν στα κολαστήρια του θανάτου οι άνθρωποι χωρίς πρόσωπο;
Όχι! Γιατί πάντα θα υπάρχουν καλοπληρωμένοι ρήτορες έτοιμοι να πλημμυρίσουν τις ανοχύρωτες πόλεις και με λόγια ηχηρά, τέτοια που τους πολλούς συγκινούνε, τον ερχομό να διαλαλήσουν ενός νέου κόσμου, χωρίς φυλετικά μιάσματα. Μπορεί οι μέρες οι σημερινές να ’ναι δύσκολες, όμως δόξα και μεγαλείο προσμένουν τη γερμανική φυλή. Τι κι αν οι σημερινές ημέρες είναι δύσκολες. Τι κι αν τα στομάχια είναι αδειανά, ο πόλεμος, το καταφύγιο του φανατισμού προσμένει. Και το σφαγείο άρχισε να δουλεύει ακατάπαυστα. Στις πλατείες καίγεται η ανθρώπινη υπόσταση. Οι στρατιές της μισαλλοδοξίας εφορμούν ενάντια στον έρωτα, την ομορφιά, τη γνώση, στην τέχνη, την αξιοπρέπεια. Θύματα, η διαφορετικότητα, η λεύτερη σκέψη. Η ζωή, ένα απέραντο στρατόπεδο. Έγκλειστοι δεν είναι μόνο οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, οι κομμουνιστές, αλλά η ανθρωπιά.
Κι εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο το πληρώσαμε ακριβά. Οι υπάνθρωποι με τις καμπαρντίνες, τα χαμηλωμένα καπέλα, χωρίς πρόσωπο, άθλιοι μιμητές των ναζί, σκόρπισαν τον όλεθρο, το μίσος ανάμεσά μας κι η ψυχή της Ελλάδας «την κάθε αυγή ντουφεκιζόταν». Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά και το πλοίο «Αγωνία 937», έτσι το ονόμασε ο ποιητής που το ναυπήγησε, συνεχίζει το ταξίδι του, από λιμάνι σε λιμάνι, παλεύοντας με τα κύματα. Οι ναύτες, όμως, κουράστηκαν να προσμένουν το λιμάνι του προορισμού. Άλλωστε οι χάρτες που τους έδωσαν ήταν ψεύτικοι. Ύστερα ήρθανε αλλεπάλληλοι σεισμοί. Κομμάτιασαν τ’ αγάλματά μας. Ό,τι διασώθηκε καταχωνιάστηκε όπως-όπως σε δημόσιες αποθήκες. Γρήγορα ξεχάστηκαν όσοι φύλαξαν Θερμοπύλες. Τον ερχομό του εφιάλτη όσοι δεν υπολόγισαν, όσοι στάθηκαν κατάντικρυ με τη βαθύτερη ανθρώπινη αλήθεια στα έρημα σταυροδρόμια, όλοι αυτοί που στάθηκαν αδιάφοροι μπροστά στην επερχόμενη ήττα και σάλπιζαν ολομέτωπη επίθεση ενάντια στη σιγή, ξεχάστηκαν, εξορίστηκαν, δολοφονήθηκαν παρέα με το μύθο που έτρεφε τις ψυχές μας. Οι βάρβαροι, βέβαια εύκολα βρίσκουν τους δρόμους που οδηγούν στις κερκόπορτες. Ύστερα ξέρουν καλά πόσο εύκολα θαμπώνουν τους πολλούς, τα φανταχτερά στολίδια, τα κούφια λόγια. Πόσο εύκολα οι λαοί ξεχνούν τα τραγούδια τους! Κι έπειτα πάντα υπάρχουν οι ξεδιάντροποι σαράφηδες αυτοί που αγοράζουν απ’ το χρηματιστήριο των λέξεων τετράστιχα για να διαβαστούν σ’ ανούσιες επετείους. Τα θραύσματα μνήμης να προσκρούουν στην πανοπλία της αδιαφορίας που έσπευσαν οι φοβισμένοι πολίτες να φορέσουν.
Η τρεμάμενη φλόγα της θύμησης αγωνίζεται να μείνει ζωντανή. Αλίμονο, ο ναζισμός τρύπωσε ανάμεσά μας και καθώς η οικονομική κρίση καλπάζει ξέφρενα, ο ισοπεδωτικός αέρας του ολοκληρωτισμού φυσομανάει. Ο φοβισμένος ανθρωπάκος με τις φαντασιώσεις του, εύκολη λεία. Για όλα φταίνε οι ξένοι με το σκούρο δέρμα κι οι διεφθαρμένοι πολιτικοί που τους μάζεψαν εδώ. Και οι ορδές των βαρβάρων και πάλι επιτίθενται. Πόσο μοιάζουν οι εποχές! Τότε ήταν οι Εβραίοι, σήμερα οι φτωχοδιάβολοι απ’ το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Πακιστάν, που ξεσπίτωσαν οι πειρατές του ΝΑΤΟ. Στην ουσία όμως ο εχθρός είναι η γνώση, η ομορφιά, η νιότη, ο έρωτας, η τέχνη, ο άνθρωπος.
Περικυκλώνουν και πάλι τα θέατρα, αλυχτούν, σκυλιά λυσσασμένα, «Αίμα και τιμή». Ένοχοι, οι αντίχριστοι οι αριστεροί, όπως και τότε.
Οι υπόνομοι ξεχείλισαν. Η ομίχλη μας τύλιξε κι οι μικροί πάντα ζητούν εύκολο στόχο και πάνω του ξεσπούν.
Φίλοι μου, εύκολη η σπορά της φρίκης, αποτρόπαια η θέα του καρπού. Καιρός να μιλήσουμε στους φοβισμένους, όχι με λόγια υβριστικά. Τη φλόγα της μνήμης να διατηρήσουμε. Ανεξάρτητα από τι λογής δέρμα καλύπτει τα σπλάχνα και τους μύες μας, ο κάθε άνθρωπος είναι μια σπαρταριστή, μοναδική οντότητα, που θέλει να ζήσει, ν’ αγαπήσει, να μισήσει, να γελάσει, να κλάψει όπως εσύ, όπως εγώ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!