Του Μάρκου Δελληγιάννη. Ημέρα απεργίας σήμερα. Περπάτησα όλο το δρόμο. Όμως όλα ήταν τόσο καθημερινά, τόσο συνηθισμένα.
Τα μαγαζιά ορθάνοιχτα. Οι βιτρίνες διαλαλούσαν προσφορές ανείπωτες. Η αλίευση πελατών όλο και πιο δύσκολη. Αλλά, οι πόρτες παραμένουν διάπλατες. Οι εσπρέσο κοσμούν τα τραπέζια των καφέ. Οι ηλικιωμένοι πελάτες παρατηρούν του τσιγάρου το κάψιμο, θυσία στο βωμό της μοναξιάς, ενώ παράλληλα θρηνωδούν για τον επερχόμενο θάνατο.
Οι εφορείες ανοιχτές προσμένουν την πελατεία τους. Δεν καρδιοχτυπούν. Τα κέρδη σίγουρα. Οι τράπεζες, οι ναοί του χρήματος, συναλλάσσονται όπως πάντα. Το χρήμα πρέπει να καταλήγει σε ασφαλείς τσέπες. Τα σχολεία λειτουργούν κανονικά. Οι αποθήκες της γνώσης είναι έτοιμες να ξεφορτώσουν τις πραμάτειες τους. Οι ζητιάνοι στο πόστο τους, έξω από την εκκλησία, κραδαίνουν σαν πανό, μια κακογραμμένη χαρτονένια ταμπελίτσα: Πεινάω! Βουβή διαμαρτυρία στο λίπος που έχει στρατοπεδεύσει στο υπογάστριό μας. Οι τηλεοράσεις αναμεταδίδουν τις υστερικές φωνές μόνιμων θαμώνων των καναλιών. Στο δρόμο οι οδηγοί, βιαστικοί, κορνάρουν εκνευρισμένοι, μασώντας νευρικά το τσιγάρο τους.
Φαίνεται πως «κάποιος χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ, μεγάλα και υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη. Κανείς, όμως, βέβαια δεν άκουσε κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον έξω κόσμο».
Ημέρα απεργίας. Ο δρόμος ο γνωστός, που τόσες φορές διαβήκαμε με τις γροθιές σφιγμένες, μας προσμένει. Οι ρήτορες και πάλι θα διαπράξουν το αμάρτημα της επανάληψης. Εμείς όμως και πάλι θα πορευτούμε ανάμεσα σε τύμπανα, σε συνθήματα, σε σημαίες, υπακούοντας στης καρδιάς μας την εναγώνια παρόρμηση: Καιρός της άρνησης. Αν όχι τώρα, πότε; Αν αυτοί είναι λύκοι, είναι γιατί εμείς είμαστε πρόβατα. Ώς εδώ. Καιρός να ξεδιπλώσουμε τις θυμωμένες σημαίες.
Σε λίγες ώρες η σύναξη των τριών συνεταίρων στην επιχείρηση εκποίησης των πάντων, θ’ αποφασίσει, ελαφρά τη καρδία, για το μέλλον μας. Ένα εύλογο ερώτημα ξεπηδάει. Άραγε, υπάρχει κάποιος από αυτό το μπουλούκι που διαθέτει όραση και νουν; Άραγε έχουν αντιληφθεί δυο απλά πραγματάκια, τούτη τη δεδομένη στιγμή; Η δίψα της εξουσίας και του πλούτου, αλίμονο, τους τυφλώνει. Αλλά, φίλτατοι, καιρός ακόμη υπάρχει. Φύγετε! Αθόρυβα, σεμνά, ίσως έτσι περισώσετε ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή: Την αξιοπρέπεια!
Αλλάξτε φορεσιά. Ντυθείτε γρήγορα με ρούχα απλά και εξαφανισθείτε. Η παράσταση τέλειωσε. Ούτε ο επιτήδειος καιροσκόπος, ούτε ο κοντόφθαλμος πολιτικάντης, που θυσιάζει τη χώρα, ούτε ο τυχοδιώκτης που επωφελείται φανερά και ξεδιάντροπα από τη δυστυχία των καιρών, ούτε όσοι αναμασούν ένα βιβλικό ρητό ταχτοποιώντας τη συνείδησή τους και χοντραίνοντας το πορτοφόλι τους, έχουν θέση ανάμεσά μας. Σε λίγο, εκλαμπρότατοι, δεν θα σας φιλοξενούν ούτε οι στήλες των ευθυμογράφων. Εσείς, βέβαια, ποτέ δεν θ’ ακούσετε «τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου» που διαλαλούν τον ερχομό του τέλους. Η ακοή σας έχει αμβλυνθεί.
Την περασμένη εβδομάδα οι ορδές των βαρβάρων ανάγκασαν ένα θίασο να ματαιώσει τις παραστάσεις που είχε προγραμματίσει για την τρέχουσα σεζόν. Οι λογοκριτές αποφάσισαν ανενόχλητοι και ανενόχλητοι υλοποίησαν την απόφαση τους. Προηγήθηκε το λιντσάρισμα των σκουρόχρωμων. Σε λίγο, μην εκπλαγείτε, θα πυρπολούνται βιβλία στις πλατείες. Κι ύστερα -γιατί όχι;- και κάποιοι από εμάς, από εσάς. Νομίζετε πως εσείς, οι συνετοί και υπεύθυνοι αριστεροί της κατάφασης δεν διατρέχετε κίνδυνο; Ότι οι μαύρες φτερούγες των ορνέων δεν θα πετάξουνε πάνω απ’ τις επηρμένες κεφαλές σας; Έτσι νομίζετε; Ξεπουλάτε ό,τι μπορεί να εκποιηθεί προβάλλοντας γελοίες δικαιολογίες. Καλλιεργείτε το φόβο στις ψυχές του λαού. Προσπαθείτε να τον πείσετε πως είναι σκλάβος. Τον παροτρύνετε να δεχθεί, να ενστερνιστεί, την υποταγή, τη δουλεία.
Και εμείς πάλι στο δρόμο τον γνωστό πορευόμαστε, σκόρπιοι. Τώρα που γκρεμίστηκαν οι θεοί δεν ξέρει κανείς κατά πού να στρίψει. Κάποιοι γρήγορα προσαρμόστηκαν. Βάλανε τα κατάλληλα ρούχα, κατεβαίνουν στο παζάρι, συζητούν και εμπορεύονται.
Κάποιοι, όμως, κι είναι αρκετοί, περιμένουν, δυσανασχετούν, διαμαρτύρονται, ονειρεύονται, ελπίζουν. Κι όμως, φίλοι μου, μια είναι η συνταγή για να απαλλαγούμε από τους πραίτορες και τους υπάτους και από της Ρώμης την εποπτεία. Την έχει πει ο Βάρναλης και δεν θα κουραζόμαστε να τη λέμε και να την ξαναλέμε: «Πώς εδώθε να βγούμε; Όχι ένας-ένας! Όλοι μαζί και μοναχός κανένας! Σα φτάσ’ η έσχατη ανάγκη να σωθείς, ενωμένος ο Λαός θα σηκωθείς».
Οι εφορείες ανοιχτές προσμένουν την πελατεία τους. Δεν καρδιοχτυπούν. Τα κέρδη σίγουρα. Οι τράπεζες, οι ναοί του χρήματος, συναλλάσσονται όπως πάντα. Το χρήμα πρέπει να καταλήγει σε ασφαλείς τσέπες. Τα σχολεία λειτουργούν κανονικά. Οι αποθήκες της γνώσης είναι έτοιμες να ξεφορτώσουν τις πραμάτειες τους. Οι ζητιάνοι στο πόστο τους, έξω από την εκκλησία, κραδαίνουν σαν πανό, μια κακογραμμένη χαρτονένια ταμπελίτσα: Πεινάω! Βουβή διαμαρτυρία στο λίπος που έχει στρατοπεδεύσει στο υπογάστριό μας. Οι τηλεοράσεις αναμεταδίδουν τις υστερικές φωνές μόνιμων θαμώνων των καναλιών. Στο δρόμο οι οδηγοί, βιαστικοί, κορνάρουν εκνευρισμένοι, μασώντας νευρικά το τσιγάρο τους.
Φαίνεται πως «κάποιος χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ, μεγάλα και υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη. Κανείς, όμως, βέβαια δεν άκουσε κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον έξω κόσμο».
Ημέρα απεργίας. Ο δρόμος ο γνωστός, που τόσες φορές διαβήκαμε με τις γροθιές σφιγμένες, μας προσμένει. Οι ρήτορες και πάλι θα διαπράξουν το αμάρτημα της επανάληψης. Εμείς όμως και πάλι θα πορευτούμε ανάμεσα σε τύμπανα, σε συνθήματα, σε σημαίες, υπακούοντας στης καρδιάς μας την εναγώνια παρόρμηση: Καιρός της άρνησης. Αν όχι τώρα, πότε; Αν αυτοί είναι λύκοι, είναι γιατί εμείς είμαστε πρόβατα. Ώς εδώ. Καιρός να ξεδιπλώσουμε τις θυμωμένες σημαίες.
Σε λίγες ώρες η σύναξη των τριών συνεταίρων στην επιχείρηση εκποίησης των πάντων, θ’ αποφασίσει, ελαφρά τη καρδία, για το μέλλον μας. Ένα εύλογο ερώτημα ξεπηδάει. Άραγε, υπάρχει κάποιος από αυτό το μπουλούκι που διαθέτει όραση και νουν; Άραγε έχουν αντιληφθεί δυο απλά πραγματάκια, τούτη τη δεδομένη στιγμή; Η δίψα της εξουσίας και του πλούτου, αλίμονο, τους τυφλώνει. Αλλά, φίλτατοι, καιρός ακόμη υπάρχει. Φύγετε! Αθόρυβα, σεμνά, ίσως έτσι περισώσετε ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή: Την αξιοπρέπεια!
Αλλάξτε φορεσιά. Ντυθείτε γρήγορα με ρούχα απλά και εξαφανισθείτε. Η παράσταση τέλειωσε. Ούτε ο επιτήδειος καιροσκόπος, ούτε ο κοντόφθαλμος πολιτικάντης, που θυσιάζει τη χώρα, ούτε ο τυχοδιώκτης που επωφελείται φανερά και ξεδιάντροπα από τη δυστυχία των καιρών, ούτε όσοι αναμασούν ένα βιβλικό ρητό ταχτοποιώντας τη συνείδησή τους και χοντραίνοντας το πορτοφόλι τους, έχουν θέση ανάμεσά μας. Σε λίγο, εκλαμπρότατοι, δεν θα σας φιλοξενούν ούτε οι στήλες των ευθυμογράφων. Εσείς, βέβαια, ποτέ δεν θ’ ακούσετε «τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου» που διαλαλούν τον ερχομό του τέλους. Η ακοή σας έχει αμβλυνθεί.
Την περασμένη εβδομάδα οι ορδές των βαρβάρων ανάγκασαν ένα θίασο να ματαιώσει τις παραστάσεις που είχε προγραμματίσει για την τρέχουσα σεζόν. Οι λογοκριτές αποφάσισαν ανενόχλητοι και ανενόχλητοι υλοποίησαν την απόφαση τους. Προηγήθηκε το λιντσάρισμα των σκουρόχρωμων. Σε λίγο, μην εκπλαγείτε, θα πυρπολούνται βιβλία στις πλατείες. Κι ύστερα -γιατί όχι;- και κάποιοι από εμάς, από εσάς. Νομίζετε πως εσείς, οι συνετοί και υπεύθυνοι αριστεροί της κατάφασης δεν διατρέχετε κίνδυνο; Ότι οι μαύρες φτερούγες των ορνέων δεν θα πετάξουνε πάνω απ’ τις επηρμένες κεφαλές σας; Έτσι νομίζετε; Ξεπουλάτε ό,τι μπορεί να εκποιηθεί προβάλλοντας γελοίες δικαιολογίες. Καλλιεργείτε το φόβο στις ψυχές του λαού. Προσπαθείτε να τον πείσετε πως είναι σκλάβος. Τον παροτρύνετε να δεχθεί, να ενστερνιστεί, την υποταγή, τη δουλεία.
Και εμείς πάλι στο δρόμο τον γνωστό πορευόμαστε, σκόρπιοι. Τώρα που γκρεμίστηκαν οι θεοί δεν ξέρει κανείς κατά πού να στρίψει. Κάποιοι γρήγορα προσαρμόστηκαν. Βάλανε τα κατάλληλα ρούχα, κατεβαίνουν στο παζάρι, συζητούν και εμπορεύονται.
Κάποιοι, όμως, κι είναι αρκετοί, περιμένουν, δυσανασχετούν, διαμαρτύρονται, ονειρεύονται, ελπίζουν. Κι όμως, φίλοι μου, μια είναι η συνταγή για να απαλλαγούμε από τους πραίτορες και τους υπάτους και από της Ρώμης την εποπτεία. Την έχει πει ο Βάρναλης και δεν θα κουραζόμαστε να τη λέμε και να την ξαναλέμε: «Πώς εδώθε να βγούμε; Όχι ένας-ένας! Όλοι μαζί και μοναχός κανένας! Σα φτάσ’ η έσχατη ανάγκη να σωθείς, ενωμένος ο Λαός θα σηκωθείς».
Σχόλια