Με μια πολύ ενδιαφέρουσα και αρκετά άγνωστη πτυχή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας καταπιάνεται στο νέο της μυθιστόρημα η Ιφιγένεια Τέκου.
Το «Δεξί κίτρινο λουστρίνι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, διαδραματίζεται στην Κάλυμνο κατά την εποχή της Ιταλοκρατίας, αλλά και στη νότια Γαλλία, όπου βρέθηκαν πολλοί Δωδεκανήσιοι –κυρίως Καλύμνιοι– δουλεύοντας σκληρά στις αλυκές της περιοχής του Καμάργκ.
Κεντρικά πρόσωπα δυο φίλες, η Θεμελίνα και η Χριστίνα που ενηλικιώνονται μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. Γίνονται μάρτυρες του αποτρόπαιου εγκλήματος ενός φασίστα Ιταλού αξιωματούχου, ζουν την απώλεια αγαπημένων προσώπων και χάνουν η μία την άλλη μέσα στη δίνη των γεγονότων.
Συναρπαστική αφήγηση και σασπένς σε ένα μυθιστόρημα που σέβεται τα γεγονότα και την Ιστορία, αναδεικνύει τη σημασία της Αντίστασης, στέκεται στους εργατικούς αγώνες, παρουσιάζει τους ανθρώπους της δουλειάς και του μεροκάματου, παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο τους τόπους, τους ανθρώπους και την εποχή. Από τη σκληρή ζωή των σφουγγαράδων, ως τους εργάτες των αλυκών, στους ανθρώπους που αγωνίζονται συλλογικά για μια καλύτερη ζωή.
Μέσα από την εξαιρετική γραφή, αξιοποιεί και την Καλύμνικη ντοπιολαλιά. Ως προς την ουσία, δίνει ένα σαφές μήνυμα πως κανένας αγώνας δεν είναι μάταιος. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται μέσα από τις αντιφάσεις τους. Ακόμα και το «τέρας»-Ιταλός αξιωματούχος που κακοποιεί παιδιά με τον πιο βάναυσο τρόπο. Ακόμη και οι «καλοί» έχουν τη σκοτεινή τους πλευρά.
Ο έρωτας και κυρίως η φιλία έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στην ιστορία, όπου και πάλι η συγγραφέας αποφεύγει τις ευκολίες. Είναι ένα μυθιστόρημα που δύσκολα αφήνεις από τα χέρια σου…
Τι είναι αυτό που σε έκανε να μεταφέρεις τη δράση του βιβλίου σου αρχικά στην περίοδο της Ιταλοκρατίας στην Κάλυμνο;
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν ο πρωταρχικός μου στόχος να ασχοληθώ με την ιταλική κατοχή στην Κάλυμνο, απλά έτυχε το θέμα που με ενδιέφερε κι είχε να κάνει με τη μετανάστευση των Καλύμνιων στον γαλλικό νότο, να συμπίπτει χρονικά με την πολυετή Ιταλοκρατία στα Δωδεκάνησα οπότε ασφαλώς και προσπάθησα να αποδώσω όσο πιο πιστά γίνεται τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Περνώντας αρκετές ώρες μέσα στη βιβλιοθήκη, έμαθα κάποιες άγνωστες σε μένα μέχρι εκείνη τη στιγμή πτυχές της σημαντικής αυτής ιστορικής περιόδου και γ’αυτό το λόγο πραγματικά χάρηκα όλη τη διαδρομή.
Οι ηρωίδες σου κινούνται σε διαφορετικές χώρες και περιβάλλοντα, ζουν κρίσιμες στιγμές της ιστορίας… Δεν σε δυσκόλεψε η αποτύπωση της εποχής και των τόπων;
Πράγματι η ιστορία των δύο βασικών ηρωίδων μου, της Θεμελίνας και της Χριστίνας, ξεκινά από την Κάλυμνο το 1934 όταν το νησί βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή και συνεχίζεται στον γαλλικό νότο αλλά και στο Παρίσι την περίοδο που επικρατεί μια γενικότερη αμφισβήτηση του εργασιακού καθεστώτος (1936). Με διαδηλώσεις και απεργίες, οι εργάτες των δύο εργοστασίων στο Σαλέν ντε Ζιρό στην Καμάργκ, θα απαιτήσουν λιγότερες ώρες εργασίας την εβδομάδα και θα υψώσουν τη φωνή και το ανάστημά τους μέσω των συνδικάτων επιτυγχάνοντας τη συµφωνία του Matignon που περιλάμβανε αυξήσεις, συλλογικές συµβάσεις εργασίας, δικαίωµα συνδικαλισµού και εκπροσώπηση του προσωπικού των επιχειρήσεων. Έπειτα ξέσπασε ο Β΄ Π.Π. και σε αυτό το κομμάτι ασχολήθηκα κυρίως με τις βίαιες μαζώξεις των Εβραίων και τη διαβίωσή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δύσκολη πράγματι η αποτύπωση τόσο σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Χρειάστηκε να συμβουλευτώ αρκετά βιβλία της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας, όμως αυτό είναι και το συναρπαστικό για έναν δημιουργό∙ ότι διαρκώς μαθαίνει.
Ποια θεωρείς ότι είναι η «καρδιά» του μυθιστορήματός σου;
Αυθόρμητα και χωρίς πολλή σκέψη θα έλεγα ότι «καρδιά» του μυθιστορήματος είναι η φιλία, όπως αυτή που δένει τη Θεμελίνα και τη Χριστίνα ή τη Νομική με τη Σεβαστή οι οποίες γίνονται μια γροθιά στα δύσκολα, όμως θα πω την αγάπη γιατί περικλείει και τη φιλία ως συναίσθημα και κατά κάποιον τρόπο απορρέει από αυτή. Η αγάπη λοιπόν κάνει τον κόσμο να γυρίζει στο μυθιστόρημά μου κι έχει πολλές μορφές. Είναι η αγάπη του ξεριζωμένου για τον τόπο του, των σφουγγαράδων για τη θάλασσα, η αγάπη που ωθεί τους Καλύμνιους να συμπαραστέκονται ο ένας στον άλλο σαν μέλη της ίδιας οικογένειας, η αγάπη με την οποία θα έπρεπε η χώρα υποδοχής να συμπεριφερθεί στους κατατρεγμένους νησιώτες, η αγάπη που δεν πήρε ο Ιταλός διοικητής όταν ήταν παιδί και η απουσία της τον αποκτήνωσε, η αγάπη των γονιών που έλειπε στα μικρά Εβραιόπουλα τα οποία κρύβονταν σε σπίτια φιλοξενίας για να γλιτώσουν το ανηλεές κυνηγητό από τους Ναζί και τέλος η ερωτική αγάπη που γεννιέται εν καιρώ πολέμου.
«Η αγάπη λοιπόν κάνει τον κόσμο να γυρίζει στο μυθιστόρημά μου κι έχει πολλές μορφές»
Με ποια από τις δυο βασικές ηρωίδες θεωρείς πως είσαι πιο κοντά και γιατί;
Νομίζω ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή ένιωσα πιο κοντά στην προσωπικότητα της Θεμελίνας και όταν το βιβλίο είχε πια ολοκληρωθεί τότε συνειδητοποίησα πως ασυναίσθητα της είχα δανείσει κάποια στοιχεία του χαρακτήρα μου. Κυρίως όσον αφορά τις αντιφάσεις που παρουσιάζει. Για παράδειγμα, ενώ στις πρώτες σελίδες του βιβλίου εμφανίζεται άτολμη και δειλή, στην πορεία αποδεικνύεται πως κρύβει μεγάλη δύναμη και κουράγιο μέσα της τα οποία ενεργοποιούνται όταν θα κληθεί να βοηθήσει τους συνανθρώπους της ρισκάροντας ακόμα και τη ζωή της.
Αυτά που πιστεύαμε πως έχουμε αφήσει πίσω μας, δυστυχώς τα τελευταία χρόνια φαίνεται να ξαναζωντανεύουν στην Ευρώπη και στη χώρα μας. Οι συγγραφείς έχουν άραγε μια παραπάνω ευθύνη για να φανεί το πρόσωπο του τέρατος;
Δυστυχώς η ξενοφοβία, αλλά και γενικότερα η μη ανοχή σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε διαφέρει από εμάς, δεν αποτελεί φαινόμενο της σύγχρονης καθημερινότητας. Ο σπόρος προϋπήρχε και από ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων καμία μόρφωση, παιδεία και κανένας πολιτισμός δεν στάθηκαν αρκετά και ικανά να τον ξεριζώσουν στις μετέπειτα δεκαετίες. Ξέρουμε όλοι πώς αντιμετώπισαν πολλοί Έλληνες τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη μετά την καταστροφή και πώς τους Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955 ή με τις απελάσεις περίπου δέκα χρόνια αργότερα. Γνωρίζουμε επίσης πόσοι Έλληνες αναγκάστηκαν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη στην Αμερική με τους ντόπιους να τους αποκαλούν βρωμοέλληνες. Αλλά και στη Γαλλία, όπως αναφέρω στο βιβλίο μου, οι Έλληνες κατηγορήθηκαν από τους γηγενείς ότι τους «κλέβουν» το ψωμί μέσα από το στόμα παίρνοντας τις δουλειές τους. Φυσικά κανείς δεν παραδέχτηκε ποτέ το αυτονόητο, ότι δηλαδή κανένας Γάλλος δεν θα πήγαινε να εργαστεί στις αλυκές όπου επικρατούσαν ανθυγιεινές συνθήκες και τα αφεντικά απειλούσαν του εργάτες με το λεγόμενο μπατόν. Ο συγγραφέας από την πλευρά του οφείλει να παρουσιάσει τα ιστορικά γεγονότα όσο πιο πιστά και αμερόληπτα μπορεί. Η ευθύνη του απέναντι στον αναγνώστη είναι μεγάλη και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να κρατά τις ισορροπίες.