του Γιάννη Σχίζα
Η ιδιωτικοποίηση είναι πλειοψηφικό ρεύμα στην εποχή μας, στον δυτικό χρόνο και χώρο, όμως αυτό δεν είναι ό,τι χειρότερο: Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει μια μεγάλης κλίμακας ιδεολογικοπολιτική αντεπίθεση, μια «επιθετική ανάδειξη» της έννοιας της δημόσιας χρήσης, του δημόσιου συμφέροντος, της συλλογικής νομής αγαθών και υπηρεσιών. Οι αγώνες για το δημόσιο συμφέρον είναι αποτρεπτικοί, αμυντικοί, συχνά περιορισμένοι στην «ηθική άποψη» του ζητήματος –δηλαδή στο γεγονός ότι κάποιος «βάζει χέρι» στη δημόσια περιουσία– και δεν εκθέτουν τις δυσλειτουργίες, τη λογική του κέρδους και την υποβάθμιση που δημιουργεί η ιδιωτική διαχείριση. Εξάλλου οι τυχόν δυσλειτουργίες του δημόσιου τομέα προτάσσονται ως εγγενή και ανεπίδεκτα βελτίωσης μειονεκτήματα, χωρίς να επιχειρείται κάποια συγκριτική και «ολιστική» αξιολόγηση των δύο τομέων.
Η ιδιωτικοποίηση είναι ένας κοινωνικός πολύποδας, καρκινικός οπωσδήποτε, που αναπτύσσεται στα πλέον ετερόκλιτα πεδία. Και πριν απ’ όλα στις μεταφορές: Όπου η θέσπιση διαδικασιών ελέγχου όλων των μεταφορικών πρακτικών από τον δημόσιο τομέα, είναι μια κατάσταση που μπορεί να μεγιστοποιήσει την ασφάλεια. Ειδικά στις εναέριες μεταφορές, η θέσπιση όρων πτήσης και περιορισμών μπορεί να κάνει τις πτήσεις ασφαλέστερες και πλέον ευχάριστες. Βέβαια, τα θύματα των αεροπορικών ατυχημάτων έχουν δραστικά μειωθεί, δεν ξεπερνούν τους 500 ανθρώπους ετησίως, αλλά η ιδέα της παραχώρησης του τομέα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας σε ιδιώτες είναι πραγματικά ανατριχιαστική: Εκεί που χρειάζεται προσωπικό και μάλιστα προσωπικό από κέρβερους, ανεξέλεγκτο και ανεπηρέαστο από την ιδιωτική πρωτοβουλία, θεσμοθετείται ή τείνει να θεσμοθετηθεί η ανεξέλεγκτη λειτουργία του επιχειρηματία. Τώρα αναφορικά με τις επίγειες μεταφορές, εκεί προέχει ο δημόσιος χαρακτήρας του ασκούμενου ελέγχου γιατί ακριβώς τα θύματα είναι περισσότερα αν και τμηματικά, παρ’ όλο που δεν παρουσιάζουν εκείνα τα θεαματικά χαρακτηριστικά των αεροπορικών ατυχημάτων… Το είδαμε στην περίπτωση των Τεμπών, όπου «η γραμμή Αθήνας-Θεσσαλονίκης δεν βρισκόταν στην εποχή του Τρικούπη. Που είχε φτάσει από το 2019 στον 21ο αιώνα και χρειαζόταν ένα τελευταίο βήμα για να μπει οριστικά σε αυτόν. Τα έργα της υποδομής των γραμμών και της ενέργειας είχαν τελειώσει. Το δημόσιο έργο τηλεδιοίκησης και φωτοσήμανσης, που ακολουθούσε, έμεινε στη μέση. Όπως εκατοντάδες άλλα δημόσια έργα εγκαταλείφθηκαν στη συνέχεια έτσι και αυτό αφέθηκε βορά στα χέρια κερδοσκόπων» (Νίκος Μπελαβίλας). Το έχουμε δει και στην περίπτωση ναυτικών ατυχημάτων, όπως στην περίπτωση του ναυαγίου του «Σάμινα» το 2000 με τα 81 θύματα, όπου η αφερεγγυότητα της επιλογής προσώπων σε καίριες διευθυντικές θέσεις αποδείχθηκε καταστρεπτική.
Άλλες περιπτώσεις
Παλιότερα οι εταιρείες σεκιούριτι διεκδικούσαν την πυρασφάλεια περιοχών της Αττικής στην περίοδο του καλοκαιριού – για να αντιμετωπίσουν κάποιες «περίεργες» πυρκαγιές, που «κατά σύμπτωση» ξέσπαγαν σε περιοχές όπου είχαν κάνει περαντζάδα οι εν λόγω σεκιούριτι… Τότε ήταν που μια δήμαρχος των «βορείων προαστίων» αναφερόταν στη σύναψη συμβολαίου πολλών κατοίκων με ιδιωτική εταιρεία, για την προστασία από την εγκληματικότητα. Αυτό βεβαίως σημαίνει υποκατάσταση της δημόσιας αστυνομίας από την ιδιωτική, σημαίνει παροχή υπερπροστασίας σε ορισμένους προνομιούχους και μικρότερη φροντίδα για τους άλλους. Πίσω από την ιδιωτικοποίηση, κρύβεται μια νέα μορφή ανισότητας και μάλιστα αυτοτροφοδοτούμενης.
Η ιδιωτικοποίηση της υγείας με τον τρόπο και στον βαθμό που συντελείται, ανοίγει τον δρόμο για πρακτικές ιδιοτελείς, για «θεραπείες» που παρατείνουν την αρρώστια και την εξάρτηση από τον γιατρό. Στις Ινδίες η ιδιωτική παροχή ιατρικών υπηρεσιών έχει φτάσει στο σημείο να μπαίνει κανείς στο νοσοκομείο για αμυγδαλές και να του κάνουν εγχείρηση στα μάτια! Στη δεκαετία του ’70 ο Ιβάν Ίλιτς (καμία σχέση με τον Λένιν…) ανέλυε την «ιατρικοποίηση της υγείας» και την υπερεξάρτηση από το ιατρικό σύστημα, που προσέδιδε καθαρά κατασταλτικό χαρακτήρα στην ιατρική. Ο λόγος του, όπως και ο λόγος των άλλων κριτικών της ιατρικής πρακτικής, δεν έτεινε στην υποστήριξη του πρωτογονισμού, αλλά σε μια νέα θεώρηση της ίασης, της υγείας, των σχέσεων γιατρού και ασθενή. Σε μια εποχή απενοχοποίησης της ιδιοτέλειας, ο λόγος αυτός είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρος και αναγκαίος.
Η ιδιωτικοποίηση είναι ένας κοινωνικός πολύποδας, καρκινικός οπωσδήποτε, που αναπτύσσεται στα πλέον ετερόκλιτα πεδία. Και πριν απ’ όλα στις μεταφορές
Στην Παιδεία τα ιδιωτικά σχολεία και η φροντιστηριακή παραπαιδεία θεωρούνται ως αναγκαίο κακό, καθώς η εκπαιδευτική διαδικασία εκλαμβάνεται ως διαδικασία παθητικής προσαρμογής στις επιταγές της οικονομίας και της αγοράς. Το σύστημα πρέπει να παράγει «επιτυχημένους», δηλαδή γνώστες των κατεστημένων δεξιοτήτων, και όχι άτομα με ευρύτερη κριτική αντίληψη – που είναι και η μόνη ικανή για υπερβάσεις και αναπλάσεις της υπάρχουσας κοινωνίας. Το ιδιωτικό σχολείο τελικά δυναστεύει το εσώτερο κριτικό πνεύμα της νέας γενιάς και την υποτάσσει στις επιλογές της παλιότερης.
Η ιδιωτικοποίηση του χώρου είναι επίσης μια ευρύτερη και βαθύτερη διαδικασία, που δεν προκαλεί μια αντεπίθεση αντίστοιχης κλίμακας. Η απόλαυση του ανοικτού τοπίου, η ομορφιά του ανέγγιχτου δάσους και της ελεύθερης παραλίας, δεν ορθώνεται ενάντια σε κάθε κτητικό Νεάντερνταλ, που χτίζει για το θεαθήναι και το ακουσθήναι του. Οι μεγαλοδιανοούμενοι της χώρας κάνουν συστηματικά το κορόιδο μπροστά στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, καθώς τα νομικά τερτίπια της εργολαβικής τάξης πραγμάτων και προεχόντως η διαρκής επιθυμία της αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος δεν πυροδοτούν μια δραστική κριτική της κατεστημένης αθλιότητας. Κι από κοντά έρχονται οι μικροϊδιωτικοποιήσεις που διαφεύγουν της προσοχής εξειδικευμένων και ανειδίκευτων διανοουμένων: Να πούμε για τις συστάδες εξοχικών στην ανατολική Αττική, που κολλημένα μεταξύ τους καταλαμβάνουν τον ενδιάμεσο χώρο (πεζοδρόμια) και περιορίζουν την κίνηση των πολιτών μόνο στους δρόμους; Να πούμε για τις καταλήψεις πεζοδρομίων που οι καλοθελητές φυτεύουν και μετατρέπουν σε ιδιωτικούς κήπους; Να πούμε για τις παρανομίες και τις χορηγίες αδειών για οικοδομή, να πούμε για τα «ελάχιστα» των κτισμάτων που δεν τηρούνται;
Οι καταγγελίες, «αποκαλύψεις», οι πολεμικές επαναφοράς στην προτέρα τάξη, βρίσκονται σε κατάσταση overdose – κοινώς υπερχορηγήθηκαν. Εδώ αυτό που χρειάζεται είναι μια εύρωστη και μαχητική υποστήριξη του δημόσιου, του συλλογικού, του κοινόχρηστου. Κατά πως έγραφε ο οικοφιλόσοφος Σουμάχερ στο έργο του «Το μικρό είναι όμορφο»: να πούμε κι εμείς ότι «το συλλογικό είναι όμορφο». Ότι το δημόσιο είναι ή μπορεί να γίνει ωραιότερο από το ιδιωτικό…