Η τελετή αποχαιρετισμού του Μίκη Θεοδωράκη στη Μητρόπολη την Τετάρτη, με τον τρόπο που διοργανώθηκε, ήταν δυστυχώς κατώτερη των περιστάσεων.
Θα μπορούσαν να τον αποχαιρετίσουν με λίγα και μεστά λόγια, παλιοί και νέοι καλλιτέχνες που ταυτίστηκαν με τη μουσική του, άλλα πρόσωπα που συνδέονται με το έργο του (θα αναφέρω τον Γαβρά απλώς ως παράδειγμα), άνθρωποι που ήταν δίπλα του τα τελευταία χρόνια, οποιοσδήποτε είχε κάτι αληθινό και ουσιαστικό να πει. Κυρίως, να δινόταν χώρος ώστε να εκφραστεί με κάθε τρόπο το συναίσθημα των απλών ανθρώπων.
Αντιθέτως, είχαμε μια συμπαραγωγή και συνδιοργάνωση επίσημου κράτους και ΚΚΕ με αποτέλεσμα έναν πλήρως αποστειρωμένο αποχαιρετισμό. Με τους δύο εκπροσώπους και μοναδικούς ομιλητές, την ΠτΔ και τον Γ.Γ., να δίνουν τον τόνο. Από κοντά, βέβαια, όλος ο επίσημος πολιτικός θίασος, προκλητικός με τις κουστωδίες και τους παρατρεχάμενούς του.
Η μακροσκελής ομιλία Κουτσούμπα, εξόφθαλμα κομματική και στο βάθος της αυτοαναφορική. Σε μεγάλο μέρος της, ο ομιλητής φανερά πάσχιζε να δείξει ότι ο Μίκης ήταν «δικός μας» και τίποτα άλλο. Μέχρι πότε έβαλε υποψήφιος δήμαρχος με το ΚΚΕ στην Αθήνα ακούσαμε (η απάντηση ότι «είναι κι αυτό στο βιογραφικό του» δεν πείθει, γιατί τότε θα έπρεπε να αναφερθούν κι άλλα).
Επιλεκτικές και εκκωφαντικές ήταν όμως και οι σιωπές, ιδίως για την τελευταία δεκαετία. Για την ιδιαίτερη στάση του Θεοδωράκη, δηλαδή, κατά την περίοδο των μνημονίων αλλά και απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών (για αυτά, όμως, υπάρχουν εκτενέστερες αναφορές στο σχετικό αφιέρωμα του παρόντος φύλλου).
Όσο για ένα «οργανωμένο» μέρος του κοινού, αυτό –όπως κι ο Γραμματέας– νόμιζε πως βρίσκεται σε φεστιβάλ της ΚΝΕ, δεν υπήρχε καμιά διαφορά. Στον περισσότερο κόσμο, όμως, κυριαρχούσε μια αμηχανία για το πού ακριβώς έχει βρεθεί, χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει με τη στιγμή, να εκφραστεί, να σκεφτεί, να συγκινηθεί, να σιγοτραγουδήσει. Όποιος παρατηρούσε λίγο πιο προσεκτικά, μπορούσε να το διακρίνει.
Βέβαια οι περισσότεροι, είτε επειδή αντιλήφθηκαν τι θα γίνει είτε για άλλους λόγους, προτίμησαν να χαιρετίσουν τον τεράστιο Μίκη στο τριήμερο του προσκυνήματος, από όπου υπολογίζεται ότι πέρασαν πάρα πολλές χιλιάδες άνθρωποι. Εκεί, στην ατελείωτη ουρά για το τελευταίο αντίο του λαού, ανταλλάχτηκαν πολύ πιο ουσιαστικές κουβέντες από αυτές που ακούστηκαν από τα μικρόφωνα των επισήμων. Το ίδιο και η κηδεία στον Γαλατά, είχε ένα άλλο χρώμα (και πολλές νότες) διαφορετικό από το τελετουργικό έξω από τη Μητρόπολή.
Είναι εντυπωσιακή πάντως η «έκσταση» της ενωμένης οικογένειας της Αριστεράς για την ομιλία του Δ. Κουτσούμπα. Σε ένα κοινό, αρκεί κανείς να πει τις λέξεις «Δεκέμβρης», «φασίστες» ή «βραβείο Λένιν» για να το κερδίσει. Δυστυχώς, κάθε άλλο κριτήριο φαίνεται να απουσιάζει.
Ψιλά γράμματα μπροστά στο «μεγάλο», στον τρόπο με τον οποίο ο πολύς κόσμος, με τον δικό του και συχνά σοφό τρόπο, μετράει την ιστορία και τα σύμβολά του, κάνει τους λογαριασμούς του.