Με τον Τάσο ήμασταν δια βίου φίλοι και συνεργοί, αλλά επειδή ο Τάσος ήταν πολύ δεμένος με τον Γρηγόρη και έστησαν μαζί από την αρχή το Pop 11 στη Σκουφά και στη συνέχεια τη δισκογραφική τους με την επωνυμία «Αφοί Φαληρέα», όλα τα χρόνια των κοινών μας δράσεων η επαφή με τον Γρηγόρη ήταν δεδομένη και διαρκής. Συζητήσεις ατελείωτες, διαφωνίες, αλλά και αλληλοϋποστήριξη, νυχτερινές εξορμήσεις, μαγαζιά και πανηγύρια μέχρι πρωίας, μακρινές περιηγήσεις με τις μοτοσικλέτες μας, ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις με πολύ τζαρτζάρισμα, θρίαμβοι, αλλά και απογοητεύσεις, ζημιές και καταστροφές.

Δεν ήταν εύκολο αυτό που κάναμε, τελικά. Αλλά ήταν υπέροχο, ζωντανό και μνημειώδες, θα έλεγα. Αυτό που κάναμε με τη μεγάλη μας παρέα, ίσως τη μεγαλύτερη και μακροβιότερη στην ιστορία∙ ναι, είναι γεγονός αυτό. Θα το εξηγήσω αναλυτικά άλλη φορά. Με την αυτοτέλεια του καθενός που συμμετείχε, από λίγο ώς πολύ, ακέραιη. Ο Γρηγόρης έχει μεγάλη συνεισφορά σ’ αυτό, χωρίς να είναι στη θέση του Τάσου.

Διαφορετικοί χαρακτήρες τα δύο αδέρφια είχαν συνδέσει με πολλά νήματα τις μοίρες τους, από τη δουλειά και τα οικογενειακά τους μέχρι το μπάσκετ! Αποστασιοποιούνταν και κοντραρίζονταν συχνά και έντονα στο μαγαζί ή κάτω από τις μπασκέτες, αλλά βάδιζαν μαζί και στις παχιές και στις ισχνές εποχές. Δουλευταράδες, με άποψη και μαχητικοί, άφησαν, ο καθένας με τον χαρακτήρα και τα γούστα του, εμφανή ίχνη στη δισκογραφία. Ο Τάσος  ανοίχτηκε σε περισσότερα πεδία και άσκησε μεγάλη –αν και διακριτική– επιρροή στους ανθρώπους που κινούνταν στα σύγχρονα ρεύματα του πολιτισμού, από τη μουσική μέχρι το σινεμά και τη λογοτεχνία. Ο Γρηγόρης επικεντρώθηκε στη δισκογραφία, ταξίδευε ποικιλοτρόπως, και έφτιαξε ένα μεγάλο και αξιόλογο κατάλογο δίσκων που περιλάμβανε από «Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα» και τον βιολιστή Γιώργο Κόρο μέχρι το τζαζ γκρουπ Sphinx, αλλά και τις προσεγμένες επανεκδόσεις ρεμπέτικων τραγουδιών του Γιοβάν Τσαούς, του Αντώνη Νταλγκά και του Μάρκου Μελκόν. Και το θαυμάσιο СD του Μάρκου Βαμβακάρη που δεν πρόλαβε να μου στείλει άλλο ένα αντίτυπο που του ζήτησα σε αντικατάσταση αυτού που έχασα πριν από λίγο καιρό.

Κάποιες φορές ερχόταν ο Γρηγόρης μαζί μας όταν γυρίζαμε σαν λαγωνικά να ανακαλύψουμε στα μπουζουξίδικα και να απολαύσουμε καινούργιες φωνές και στα πανηγύρια να ακούσουμε τα καλά κλαρίνα και τα σπουδαία βιολιά παρασύροντας με την παρέα μας κι άλλους «περίεργους» και «παράξενους» σαν τον Τζίμη Πανούση και τον Μανώλη Ρασούλη. Αγέρωχος πίσω από τον πάγκο του δισκάδικου που υπήρξε μοναδικό πανελληνίως για το ρόλο του, είχε την τολμηρή φαντασία ότι θα αλλάξει τη δισκογραφία και την αισθητική των ανθρώπων. Τελικά, περισσότερο αισιόδοξος από τον Τάσο που ήξερε από μέσα τη βιομηχανία του δίσκου, έπεσε έξω στην εκτίμησή του ότι θα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τους εταιριάρχες με τους δικούς του όρους. Ανοίχτηκε, ανοίχτηκε, μέχρι που τσουρουφλίστηκε για τα καλά. Στα υπέρ του αυτό. Ευγενές το πάθος του με τη μουσική. Καθόταν μπροστά στον Γιώργο Μάγκα και απολάμβανε εκστατικά το κλαρίνο του τσιγγάνου, αναρχικό και φανταιζί, που όχι μόνο το ηχογραφούσε και το κυκλοφορούσε σε δίσκους, αλλά έκανε και μεγάλο αγώνα για να το κοινοποιήσει και να το διαδώσει.

Τα τελευταία χρόνια, είχαμε επανασυνδεθεί, καθώς ερχόταν στη Λέσχη Φιλίας και Πολιτισμού, στην πλατεία Βικτωρίας, όταν τον ενδιέφερε το θέμα των συναντήσεών μας, πολιτικό, φιλοσοφικό ή μουσικό.

Πολύ εύστοχα, ο γιος του, ο Λύσσανδρος, μιλώντας και εξ ονόματος του αδελφού του Ορέστη (αμφότεροι Imam Baildi) και των κοριτσιών του Τάσου, της Έλενας και της Ζαΐρας, στο Α΄ Νεκροταφείο, επισήμανε ότι «η μουσική ήταν το σταθερό και μόνιμό του κίνητρο, το οποίο ήταν ένα όραμα γι’ αυτόν, ένα όραμα που ακολούθησε με την ουτοπική κατεύθυνση των ανθρώπων της δεκαετίας του ’60,  και το οποίο διατήρησε όταν όλα άλλαξαν γύρω του και κάπως στις επόμενες δεκαετίες πέρασαν στο ρεαλισμό και την ιδιοτέλεια κι όχι στην ουτοπία…».

Στο ξεκίνημά τους, στη Σκουφά, στη γωνία περίπου με τη Μασσαλίας, πλαγίως συνέπραξα δημιουργώντας ένα μικρό βιβλιοπωλείο σ’ ένα από τα μέσα δωμάτια του δισκάδικου. Πολλές φορές, μετά από τις θυελλώδεις συνελεύσεις στη Νομική Σχολή, υποδεχόμασταν στο μερικά σκαλοπάτια προς τα κάτω ισόγειο κατάστημα, όσους αναζητούσαν ένα προσωρινό καταφύγιο μέχρι να εκτονωθούν οι εντάσεις και να αποσυρθούν οι ασφαλίτες της χούντας από την περιοχή. Στο πικάπ υπήρχε πάντα ένας καλός ροκ δίσκος εισαγωγής και οι πιο τακτικοί, που αργότερα έγιναν ντι-τζέι, παραγωγοί ραδιοφώνου, κινηματογραφιστές, ηθοποιοί ή στελέχη των εταιριών, συγγραφείς βιβλίων  και γραφιάδες των περιοδικών, έκαναν φροντιστήριο στο Pop Eleven με μουσικές σπάνιες και πρωτάκουστες τότε, από Hendrix και Van Morrison μέχρι Frank Zappa και Captain Beefheart! Κι όταν οι εντάσεις οι πολιτικές ανέβαιναν στα πέριξ, τα βιβλιαράκια με τα ποιήματα του Ρίτσου και του Λειβαδίτη γίνονταν ανάρπαστα.

Κάτι επίσης ευδιάκριτο που είχαν τα δύο αδέρφια ήταν ότι έσμιξαν με εξαίρετες γυναίκες και μεγάλωσαν θαυμάσια παιδιά, δύο κορίτσια ο Τάσος, δύο αγόρια ο Γρηγόρης. Παρ’ όλες τις διαφορές και τις διακυμάνσεις, σ’ αυτό το σημείο η ισορροπία μεταξύ τους αποκαταστάθηκε πλήρως.

Τάσος και Γρηγόρης, οι αδελφοί Φαληρέα, ξεχωριστά και μαζί, συμμετείχαν και πρωταγωνίστησαν, αν μη τι άλλο, στη δυναμική και πολύχρωμη διαμόρφωση του σάουντρακ μιας μοναδικής και ανεπανάληπτης εποχής. Κι αυτό είναι ανεξίτηλο!

«Γεμάτος έρωτες, παρέες και ιστορίες με φίλους, αλλά κι ένας μοναχικός καβαλάρης, ένας ρεαλιστής, αλλά κι ένας Δον Κιχώτης. Eίναι ένα ερώτημα, τι μένει, που είναι γεμάτο αναμνήσεις: το Pop 11, η κόκκινη BMW, το “ντέφι” του Στέλιου, Τα παιδιά απ’ την Πάτρα, ο Διονύσης, πολλοί ακόμα που δεν αναφέρω και συγγνώμη, το καταμαράν που ναυαγούσε, αλλά τέλος πάντων έβγαινε χωρίς απώλειες στην ακτή, οι γυναίκες της ζωής του…» και πολλά ακόμα που αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση από το γεμάτο ήχους, άλματα, πτώσεις, και τρίποντα πέρασμα του Γρηγόρη από τον κόσμο μας.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!