του Ντάντε Μπαροντίνι
Το διεθνές Υπουργείο Προπαγάνδας αποτελεί την πιο πρόσφατη μορφή «δημόσιας διακυβέρνησης» σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τις ιδιωτικές πολυεθνικές εταιρίες. Αυτά που λένε κι αυτά που κάνουν απέχουν έτη φωτός μεταξύ τους. Ένα παράδειγμα; Εδώ και σαράντα χρόνια αφαιρούνται δικαιώματα και μισθοί από τους εργαζόμενους «κανονικής» απασχόλησης (που κάποτε σήμαινε: σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, 40 ώρες την εβδομάδα, μισθός αρκετός για να καλυφθούν τα έξοδα μιας οικογένειας, ένας μήνας διακοπών, κάλυψη εξόδων ασθενείας κ.λπ.) προκειμένου, λένε, να «ενισχυθούν οι νέοι». Η πραγματικότητα βγάζει μάτι: νεανική ανεργία σε ιστορικό υψηλό, μισθός στα όρια ενός άθλιου «ελάχιστου εισοδήματος», μηδενικά εργασιακά δικαιώματα, απεριόριστη δυνατότητα απολύσεων κ.ο.κ.
Αυτές τις μέρες το Υπουργείο Προπαγάνδας ξεφούρνισε ένα νέο εφεύρημα: τη φορολόγηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Με αυτό το θέμα ασχολήθηκε το G7, στο οποίο συμμετέχουν μόνο οι κύριες δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης Δύσης (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία), πετυχαίνοντας μια συμφωνία την οποία έσπευσε να χαρακτηρίσει «ιστορική». Η είδηση μιλά για μια πρόσθετη φορολογία σε σχέση με αυτή που καταβάλλεται στους λεγόμενους φορολογικούς παραδείσους, μέχρι το πολύ ένα 15%. Και μάλιστα σε ένα απροσδιόριστο, αλλά σίγουρα μακρινό μέλλον. Μεμιάς φανερώνεται η πρώτη κοροϊδία: στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες χώρες με ανάλογο σύστημα, η ελάχιστη φορολογία ενός εργαζόμενου ανέρχεται σε τουλάχιστον 23%. Αν έχει έναν στοιχειωδώς ικανοποιητικό μισθό, π.χ. σαν αυτόν ενός καθηγητή, ο φόρος εκτινάσσεται στο 38%. Πού βρίσκεται η «ισότητα» με τη φορολόγηση δισεκατομμυρίων κερδών, που κι όταν συμβεί –κάποτε στο μέλλον– θα είναι πολύ μικρότερη;
Το θέμα είναι φυσικά πως σήμερα αυτές ακριβώς οι πολυεθνικές, αξιοποιώντας τη χρηματιστική τους ισχύ αλλά και τον «ανταγωνισμό» μεταξύ των χωρών για προσέλκυση κεφαλαίων και επενδύσεων, μπορούν ελεύθερα να επιλέξουν πού θα πληρώνουν τους φόρους τους: στη χώρα που θα τους προσφέρει τη χαμηλότερη φορολόγηση. Και είναι γνωστό ότι μικρές χώρες γλυκοκοιτάζουν τη δυνατότητα άντλησης αναλογικά χαμηλών φόρων, που όμως για το μέγεθος τέτοιων χωρών είναι, σε απόλυτες τιμές, δελεαστικό έσοδο. Δεν αναφερόμαστε μόνο σε νησάκια της Καραϊβικής. Στη λίστα υπάρχουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και κράτη μέλη της Ε.Ε., όπως η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία (οι περίφημες «αδιάφορες με τη φτώχεια των άλλων» χώρες**). Μια συγκεκριμένη περίπτωση ήρθε στο φως τις τελευταίες εβδομάδες. Η ιρλανδική θυγατρική της Microsoft, «Round Island One Limited», μία από τις πολλές του Μπιλ Γκέιτς, με κέρδη 315 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δεν κατέβαλε ούτε ένα σεντ φόρου για το 2020. Η φορολογική έδρα της εταιρίας μεταφέρθηκε στο αρχιπέλαγος των Βερμούδων. Η εταιρία αυτή δεν έχει κανέναν υπάλληλο, παρά μόνο τρεις διαχειριστές – που όμως όλοι τους κατοικούν στις ΗΠΑ. Την εποχή του Αλ Καπόνε θα είχε παρέμβει το FBI…
Κερδισμένες θα βγουν κυρίως οι ΗΠΑ
Σε καιρούς πλανητικής κρίσης, όμως, η οποία ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από την πανδημία αλλά επιδεινώθηκε εξαιτίας της, αναγκάζοντας τα κράτη να χρεωθούν προκειμένου να στηρίξουν τις ασθμαίνουσες οικονομίες τους, κανένας πια δεν μπορεί εύκολα να απαρνηθεί πιθανά έσοδα από τα βασικά «θησαυροφυλάκια» του πλανήτη. Πέρα από ζητήματα «ισότητας», τελικά ακόμη και οι κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών δεν είναι δυνατόν να τα απαρνηθούν. Ούτε καν όταν τους υπουργικούς θώκους κατέχουν άτομα που πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε διοικητικά συμβούλια των πολυεθνικών και σε κρατικά αξιώματα.
Η ιδέα να σταματήσει το «κυνήγι των εκπτώσεων» στους φόρους επί του μεγάλου πλούτου και των πηγών κέρδους δεν είναι πρόσφατη. Συζητιέται εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, αλλά δεν έχει γίνει ούτε βήμα μπροστά. Ούτε σε καθαρά θεωρητικό, ούτε –φυσικά– και στο πρακτικό επίπεδο. Τώρα όμως στο Lancaster House***, όπου συνεδρίασε το G7, κατέληξαν σε μια γενική πρόταση η οποία στηρίζεται σε «δύο πυλώνες»: α) Ακόμη κι αν μια εταιρία μεταφέρει την έδρα της σε κάποιο φορολογικό παράδεισο, θα πρέπει να πληρώσει τη διαφορά, ως το 15% επί των κερδών της, στη χώρα όπου βρίσκονται τα γραφεία της μητρικής εταιρίας. β) Για τις «μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες πολυεθνικές», τουλάχιστον το 20% επί των κερδών τους πάνω από το 10% θα φορολογηθεί στη χώρα όπου οι εταιρίες πωλούν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους –κι όχι όπου βρίσκεται η «νόμιμη έδρα» τους– και θα «ανακατανεμηθεί» στη βάση ακόμη αδιευκρίνιστων μηχανισμών.
Στην Ιταλία ένας καθηγητής γυμνασίου φορολογείται με 38%. Πού βρίσκεται η «ισότητα» για την οποία μιλά το G7 επειδή οι πολυεθνικές θα φορολογούνται –κάποτε στο μέλλον– με… 15%;
Αυτός που θα επωφεληθεί κύρια από μια τέτοια πιθανή φορολόγηση θα είναι οπωσδήποτε οι ΗΠΑ («έδρα της μητρικής» των περισσότερων μεγάλων πολυεθνικών). Παράλληλα, αυτοί που θα υποστούν τις αρνητικές συνέπειες της τρέχουσας κατάστασης θα είναι οι ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον, ο «δεύτερος πυλώνας» καταργεί την ιδέα (και τις διατάξεις) του web tax [φόρος επί των διαδικτυακών πωλήσεων] που πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν εγκρίνει, αλλά έχει προκαλέσει την οργή των ΗΠΑ. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου άνευ σημασίας, αφού μερικές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, έχουν εγκρίνει το τελικό κείμενο «με επιφυλάξεις», διατηρώντας ωστόσο τον web tax (παρά τις ενστάσεις για τη σημασία και το ύψος του) μέχρι να προχωρήσει κάπως το θέμα αυτό.
Συμφωνούν και οι μεγάλες εταιρίες…
Πρέπει να τονίσουμε πως αυτό το G7 συγκλήθηκε από τις ΗΠΑ για να προωθηθεί η «νέα οικονομική πολιτική» της προεδρίας Μπάιντεν. Οι φαινομενικά δημόσιες επενδύσεις που αποφασίστηκαν προκειμένου να επανεκκινήσει η αμερικανική οικονομία (σχεδόν 6 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι στιγμής) θα αντληθούν μόνο εν μέρει από τις αγορές με την προσφορά νέων εκδόσεων κρατικών ομολόγων. Κατά ένα σημαντικό μέρος θα ανευρεθούν με την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης για τους πλουσιότερους πολίτες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια συνταγή πολύ διαφορετική από αυτή της Ε.Ε. (που ξεκινά από τώρα να προετοιμάζει την επιστροφή στη λιτότητα και τις περικοπές των δημοσίων εξόδων), η οποία όμως είναι δύσκολο να εφαρμοστεί ακόμη και στις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν στόχευε αρχικά σε μια αύξηση της φορολόγησης των κερδών που πραγματοποιούν οι αμερικανικές εταιρίες στο εξωτερικό, από το 10,5% στο 21%. Αλλά ήδη, λίγες μέρες πριν το G7, ο στόχος αυτός επαναπροσδιορίστηκε ακριβώς στο 15%. Για την επίτευξη αυτού του εσωτερικού στόχου, όμως, πρέπει τουλάχιστον οι σημαντικότερες χώρες της νεοφιλελεύθερης Δύσης να κάνουν το ίδιο. Διαφορετικά θα ήταν πολύ εύκολο να ξεφύγουν από αυτή την υποχρέωση οι πολυεθνικές των ΗΠΑ. Ανάμεσα στους λόγους που οδήγησαν στη μείωση του ποσοστού είναι και τα «εσωτερικά προβλήματα» της Ε.Ε., αφού η Ιρλανδία εφαρμόζει προνομιακή φορολόγηση των πολυεθνικών, της τάξης του 12,5%. Τελικά δεν θα είναι και τόσο δύσκολο να ανεβεί το ποσοστό αυτό στο 15%… Σε άλλες χώρες το ποσοστό φόρου είναι υψηλότερο, άρα και μια μικρή μείωση συνιστά επιπλέον παραχώρηση στις μεγάλες πολυεθνικές.
Πράγματι, οι πιο γνωστές εταιρίες (Amazon, Google, Microsoft, Facebook κ.λπ.) έκαναν γνωστό ότι θεωρούν τη συμφωνία του Lancaster House «θετικό βήμα» στην πορεία εφαρμογής ενός «σταθερού πλανητικού συστήματος». Η πρόταση θα προωθηθεί και στη συνάντηση του G20, που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούλιο. Όμως κανείς αναλυτής δεν έχει αμφιβολία: ακόμη κι αν ετίθετο σε ισχύ, μετά από αρκετά χρόνια, αυτή η «ελάχιστη φορολογία», δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτε για τους φορολογικούς παραδείσους. «Αντίθετα, οι πολυεθνικές θα χαρούν πολύ να καταβάλουν σαν φόρο το 15% επί των κερδών τους, αφού θα τα έχουν μεταφέρει σε κάποιον φορολογικό παράδεισο». Ας μην ανησυχούν λοιπόν οι κυβερνήσεις των ισχυρότερων χωρών. Μπορούν να είναι απόλυτα ήσυχες, αφού θα «εφαρμόζουν τους νόμους».
* O Ντάντε Μπαροντίνι είναι αρχισυντάκτης της ιταλικής ηλεκτρονικής εφημερίδας Contropiano (contropiano.org). Οι μεσότιτλοι και οι υποσημειώσεις είναι της Σύνταξης. Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση
** Πρόκειται για τις πλούσιες χώρες του Βορρά, που προτιμούν να δίνουν δάνεια (συνοδευόμενα από αυστηρές δεσμεύσεις και απαιτήσεις «μεταρρυθμίσεων») αντί για ενισχύσεις.
*** Αρχοντικό του 19ου αιώνα, κοντά στο παλάτι του Μπάκινγκχαμ.