Ήτανε δυο εφοπλιστές
ο Μύριχος κι ο Αριστεύς
κι απ’ τα καράβια τους όσα καζαντούσαν
αναμετάξυ τους τα κληρονομούσαν
οι δυο μας οι εφοπλιστές
ο Μύριχος κι ο Αριστεύς
Κώστας Βίρβος, Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι / μουσική Μίμης Πλέσσας
Περπατώντας στο Φάληρο έφτασα πλάι στη θάλασσα στο μικρό κιόσκι του Ναυτικού Ομίλου Αμφιθέας κι ήταν σα να βρέθηκα σε μια άλλη εποχή. Μικρές βάρκες, κάποιοι κωπηλάτες, παππούδες που κουβέντιαζαν για το ψάρεμα… Όλα έμοιαζαν τόσο ταιριαστά. Αρμονικά.
Έστρεψα τότε το βλέμμα μου προς την Αθήνα. Κάποτε έβλεπες καθαρά την Ακρόπολη από εδώ. Με τη φαντασία μου ταξίδεψα στην εποχή εκείνη που η Λεωφόρος Συγγρού ήταν ο ορισμός της νεωτερικότητας.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, στο «Ελεύθερο Πνεύμα» έγραφε:
«Ο λαϊκός τραγουδιστής, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, δεν πρόβλεψαν τη λεωφόρο Συγγρού (…) Ένα αεροπλάνο, στον ουρανό της Ελλάδας, απάνω από τον Παρθενώνα, αναδίνει μια αρμονία καινούργια που δεν τη συνέλαβε ακόμα κανείς. H λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές… »
Για τη «γενιά του ’30» η Συγγρού απέκτησε μια συμβολική σημασία και συνδέθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο που πράγματι ολοκλήρωσε το έργο το 1928-1932.
«Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού / το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου / που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα / την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·» έγραψε ο Σεφέρης στο «Σχέδιο για ένα καλοκαίρι».
Αυτή την ίδια λεωφόρο που η γενιά του ’30 φαντασιωνόταν πως οδηγεί στη νέα εποχή, διάλεξαν –καθόλου τυχαία– τόσο η «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση, όσο και το Ίδρυμα Νιάρχος. Ο ανταγωνισμός Νιάρχου/Ωνάση συνεχίζεται και μετά θάνατον.
Ο «Μύριχος» και ο «Αριστεύς», ούτε από την Αχερουσία δεν μας αφήνουν ήσυχους.
Τα δυο Ιδρύματα μας οδηγούν σε μια άλλη νέα εποχή, ακολουθώντας την εξέλιξη των σουπερμάρκετ που τείνουν να εξαφανίσουν όλα τα άλλα καταστήματα.
Σταδιακά τα δυο Ιδρύματα ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του Πολιτισμού. Συχνά μάλιστα μας «εκπλήσσουν» με τα ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά έργα που ενισχύουν οικονομικά.
Δεν ξέρω όμως τι θα σκεφτόταν π.χ. ο Μπρεχτ αν έβλεπε ένα έργο του στη σκηνή της «Στέγης». Είχα την ατυχία πριν μερικά χρόνια αν δω τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», και καθώς δεν μπορούσα να πληρώσω το εξωφρενικό εισιτήριο των πρώτων σειρών, βρέθηκα κάπου πίσω, όπου μόνο με κιάλια μπορούσες να δεις τους ηθοποιούς. Ένιωσα να χάνεται όλη η ουσία και αποφάσισα να μην ξαναπάω…
Όσο για το Ίδρυμα Νιάρχος που έχει εκστασιάσει τόσο κόσμο, καθισμένος εκεί πλάι στη θάλασσα στο Φάληρο και προσπαθώντας να δω ένα κομματάκι της Ακρόπολης που κρύβει το τσιμεντένιο/γυάλινο τερατούργημα, σκεφτόμουνα πως είναι χαρακτηριστικό της έλλειψης μέτρου. Με την έννοια που όριζαν το «μέτρο» οι αρχαίοι Έλληνες. Θα έλεγα πως είναι μια «ύβρις» για το Αττικό τοπίο.
Και με ενοχλεί αφάνταστα η μεταφορά εδώ της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Μια Βιβλιοθήκη –και δει Εθνική– δεν μπορεί αν είναι μακριά από το κέντρο της πόλης, αν θέλει να είναι ζωντανή. Τι να μου κάνουν οι φοβερές εγκαταστάσεις όταν από τα περισσότερα μέρη της Αττικής θέλεις ατέλειωτες ώρες και έξοδα για να φτάσεις εκεί;
Μιλάμε τελευταία για γυναικοκτονίες και την ίδια ώρα έχουμε παραδώσει ένα μεγάλο κομμάτι του Πολιτισμού σε ένα Ίδρυμα που φέρει το όνομα «Σταύρος Νιάρχος». Ενός αδίστακτου εφοπλιστή, του οποίου δύο γυναίκες βρήκαν τον θάνατο κάτω από πολύ σκοτεινές συνθήκες. Ο Βασίλης Βασιλικός στον «Ιατροδικαστή» νομίζω παρέχει πολλά στοιχεία, όπως έκανε στο «Ζ» για τη δολοφονία του Λαμπράκη, ώστε να μην έχουμε καμιά αμφιβολία για το τι είχε συμβεί. Κι όμως κανείς δεν δίνει σημασία. Με λίγα κονδύλια τα ξεχνάμε όλα…
Σε συμβολικό επίπεδο ένα τέτοιο ίδρυμα προάγει την ιστορική αμνησία…
Και όλα αυτά τα «εναλλακτικά», όταν θα έρθει η κρίσιμη στιγμή, ξεχνιούνται μια χαρά. Δεν θα ξεχάσω το τρόλεϊ με το «Είναι κακό πράγμα η βία» την εποχή του αγώνα κατά των μνημονίων, όπου η «Στέγη» δεν δίστασε να παραποιήσει τον Καβάφη για τις πολιτικές ανάγκες της εποχής…
Η Φωτεινή Μαργαρίτη, σε άρθρο της στο Βήμα, απ’ όπου αντλήθηκα και πολλά από τα αναφερόμενα στοιχεία, σημειώνει σχετικά με την «ανακάλυψη της Συγγρού» από τη γενιά του ’30: «H λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον μια ταυτότητα διπλή, πραγματική αλλά και συμβολική. Είναι η υπέρβαση της παράδοσης, η φυγή προς τα εμπρός και ο δυναμισμός μιας επαναπροσδιοριζόμενης ταυτότητας και εθνικού στίγματος, που επιχειρεί να καλύψει το κενό της Μεγάλης Ιδέας».
Τηρουμένων των αναλογιών, η Συγγρού του 21ου αιώνα παίζει πάλι έναν τέτοιον ρόλο. Αυτή τη φορά για να συγκαλύψει την καταστροφή την οποία έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία.
Και η εικόνα της κρυμμένης Ακρόπολης από το ογκώδες και αμετροεπές Ίδρυμα, όπως βλέπεις από τη μεριά της θάλασσας, είναι αποκαρδιωτική…