Του Γιώργου Αναγνώστη.

Εφόσον επιθυμούμε να μην εκθρέψουμε περαιτέρω τη συνήθεια του αναγνώστη να καταναλώνει «κρίσεις», κατά βάσιν ανεξέλεγκτες, εφόσον δηλαδή να τον σεβόμαστε και να τον υποθέτουμε παρόντα, οφείλουμε να απορρίψουμε τη διάχυτη φλυαρία που εμφανίζεται ως λογοτεχνική κριτική, μια και ολοένα συχνότερα συγκαλύπτει ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται πια αυτονόητη απάντηση κι ούτε μπορεί ν’ απαντηθεί ταυτολογικά: Tο κείμενο που τίθεται υπό κρίσιν είναι ή δεν είναι λογοτεχνία; H διάγνωση επείγει, αφενός επειδή ό,τι υπόκειται σε λογοτεχνική (δήθεν) κριτική δεν είναι κατ’ ανάγκην λογοτεχνία, αφετέρου επειδή επικρατεί η εντύπωση πως λογοτεχνία είναι ό,τι δημοσιεύεται ως λογοτεχνία, μείον τα βιβλία που δεν διαφημίστηκαν αρκετά. Eπομένως, αξίζει να υπενθυμίζουμε πως υπάρχει «ορίζων (λογοτεχνικού) γεγονότος»: τροποποιείται και μετατίθεται διαρκώς- όμως υπάρχει. Kατ’ αναλογίαν, η κριτική δεν έχει νόημα παρά μόνον αν αποσαφηνίζει ανά πάσαν στιγμή (και παραλλήλως προς τις επιμέρους διατυπώσεις της) τα όρια ενός «κώνου φωτός», ο οποίος εν συνόλω καλείται λογοτεχνία. Έξω από τον κώνο αυτόν κυκλοφορούν μόνον ομοιώματα λογοτεχνίας – που το γεγονός ότι γράφτηκαν, ουδέποτε θ’ αγγίξει, θα εμπλουτίσει, θα κλονίσει (όπως το κάνει κάθε γνήσιο έργο τέχνης) την αληθινή και περίπλοκη σχέση μας με τον κόσμο.
Ώστε η κριτική για το έργο οποιουδήποτε συγγραφέα αναδιατυπώνεται ως επικύρωση της ίδιας της λογοτεχνικότητάς του – ειδάλλως είναι φληνάφημα. Eφόσον συμφωνήσουμε επ’ αυτού (επί της αρχής του νομοσχεδίου, που λένε), απομένει ένα πρόβλημα: να μην μπερδέψουμε τον «κώνο φωτός» με την περίφημη «αυτοαναφορά». Η κριτική, όση διασώζεται από τον κίνδυνο είτε να εκπέσει σε διαφήμιση προϊόντων είτε να εκλογοτεχνισθεί εις βάρος του καλού γούστου, παραμένει προσηλωμένη στην πιο λεπτή υφή των κειμένων – κι αυτή ακριβώς η προσήλωση την οδηγεί να αναδιατυπώνεται, εμφανώς πια, ως ουσιωδώς πολιτική κριτική. Mολονότι μόνον με λογοτεχνικά κριτήρια είναι δυνατόν να αποφανθούμε αν ένα κείμενο είναι ή όχι έργο τέχνης, η ενεργοποίηση αυτών των κριτηρίων αποκτά πολιτικό χαρακτήρα, καθώς ισοδυναμεί με προβολή του έργου σε βάθος χρόνου. Ταυτοχρόνως, δε, με αναγωγή του σε ευρύτερες συμφράσεις, το σύνολο των οποίων μετατρέπει ένα έργο σε ουσιωδώς δημόσιο διακύβευμα: στη γλώσσα, την παιδεία ή το ίδιο του το «νόημα» – υπό τον όρο ότι δεν το διαχωρίζουμε από τη «μορφή». Κι είναι, εντέλει, εφικτό (ακόμη περισσότερο: αναγκαίο) να ξαναστήσει η κριτική τη γέφυρα που συνδέει τη βαθιά δομή του έργου τέχνης με τις (δήθεν) αυτόνομες κι άσχετες τεχνικές υποδοχής, αναπαραγωγής και προώθησής του…
Εν συνόλω (σαν να παίζαμε σε κυλινδρική σκακιέρα), η κριτική υποστηρίζει και ταυτοχρόνως επισπεύδει τη διείσδυσή μας προς την αλήθεια του έργου τέχνης και την έξοδό μας προς τον κόσμο όπου το έργο διακυβεύει την αλήθεια του: ένα πιόνι τοποθετημένο στο θ6, ας πούμε, θα πάρει το πιόνι που βρίσκεται πλάι του, δηλαδή στο α7…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!