Οι πολίτες έχουν χρέος να υπερασπιστούν τα ατομικά και πολιτικά τους δικαιώματα. Του Παντελή Ραδίση.
Τις τελευταίες μέρες διαρρέονται στον Τύπο πληροφορίες για την άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον πολιτών οι οποίοι συμμετείχαν στις πανελλαδικές διαμαρτυρίες κατά των μέτρων λιτότητας της κυβέρνησης και των φορέων άσκησης πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι, με λόγο και έργα, επιχειρούν να νομιμοποιήσουν τα μέτρα αυτά.
Ειδικότερα, διερευνάται η άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον 17 πολιτών, οι οποίοι φέρεται ότι συμμετείχαν στις πολιτικές διαμαρτυρίες που εκδηλώθηκαν πριν από τη διεξαγωγή της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου 2011, στη Θεσσαλονίκη. Τα αδικήματα με βάση τα οποία φέρεται ότι θα ασκηθεί η ποινική δίωξη είναι αυτά της παράνομης βίας (αρ.330 Π.Κ.) και της προσβολής του Προέδρου της Δημοκρατίας (αρ.168 Π.Κ.).
Από τη διάταξη του αρ.330 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι στοιχεία του εγκλήματος της παράνομης βίας είναι: α) εξαναγκασμός άλλου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνει με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, γ) δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος), στον οποίο περιλαμβάνεται η γνώση ότι η απειλούμενη πράξη ή παράλειψη ή ανοχή σε κάτι στο οποίο εκείνος δεν υποχρεούται και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της σωματικής βίας ή της απειλής σωματικής βίας κ.λπ. και της πράξης, παράλειψης ή ανοχής του θύματος.
Κανένα από τα ως άνω στοιχεία δεν υφίστανται, στην προκειμένη περίπτωση, διότι αφενός οι πολίτες δεν απειλούσαν να προβούν σε κάποια παράνομη πράξη, ούτε απειλούσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι εάν δεν προβεί άμεσα σε πράξη ή παράλειψη, οι ίδιοι θα υλοποιήσουν τις απειλές τους, δεδομένου ότι απειλές δεν υπήρχαν. Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποχωρήσει από την εξέδρα των επισήμων στο χώρο διεξαγωγής της παρελάσεως, δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις διαμαρτυρίες των πολιτών, όπως απαιτεί ο Ποινικός Κώδικας, αλλά συνιστά επιλογή που ανάγεται στη δική του αποκλειστικά βούληση.
Σχετικά με το αδίκημα του άρθρου 168 του Ποινικού Κώδικα, δεν δύναται αυτό να καταγνωστεί κατά των 17 προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί μόνο από φωτογραφικό ή βιντεοσκοπημένο υλικό κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών, διότι το άρθρο 45 του ίδιου κώδικα, που αφορά τη διάπραξη εγκλήματος από πολλούς κατά συναυτουργία, εισάγει την αρχή της εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης, συνεπώς μόνο η συμμετοχή σε μία ομάδα ανθρώπων που δρουν με τον ίδιο τρόπο, δεν οδηγεί νομοτελειακά στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος από όλους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη κι αν εκφράστηκαν από κάποιους πολίτες λεκτικά και μόνο προσβολές κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί η εκφορά αυτών των προσβολών με συγκεκριμένα άτομα, δεδομένου ότι στο χώρο της παρέλασης βρίσκονταν 15.000 περίπου πολίτες.
Η ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης με αυτήν την κατηγορία κατά συγκεκριμένων προσώπων δεν έχει ως στόχο την προστασία της τιμής και της υπόληψης του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά την εν τοις πράγμασι απαγόρευση του δικαιώματος του συναθροίζεσθαι και του δικαιώματος της έκφρασης πολιτικής διαμαρτυρίας, από την πλευρά των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, η επιχειρούμενη καταστολή, διά των ποινικών διώξεων των λαϊκών διαμαρτυριών θίγει κατάφορα τις δημοκρατικές ελευθερίες των Ελλήνων πολιτών.
Οι χιλιάδες πολίτες ανά τη χώρα που την ημέρα της εθνικής επετείου διαμαρτύρονταν ενάντια στις προσβολές που υφίστανται τα τελευταία δύο χρόνια στα ατομικά και τα πολιτικά τους δικαιώματα και μάλιστα κατά παράβαση ρητών προβλέψεων του Συντάγματος (άρθρο 5, 17 κ.ά.) όχι μόνο δεν διαπράττουν ποινικά αδικήματα, αλλά προσπαθούν να υπερασπιστούν τον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Η ερμηνεία του Συντάγματος αυτά τα δύο χρόνια από την πολιτική εξουσία είναι αυθαίρετη και οδηγεί στην παραβίαση στοιχειωδών ατομικών ελευθεριών των πολιτών με νομιμοφανή τρόπο.
Οι πολίτες, λοιπόν, όχι μόνο μπορούν, αλλά έχουν και χρέος να υπερασπιστούν τα ατομικά και πολιτικά τους δικαιώματα από κάθε προσβολή που υφίστανται αυτά από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι σεβαστός ως θεσμός, οι ενέργειες και οι παραλήψεις του όμως είναι αντικείμενο κριτικής.
Η κριτική στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας νομιμοποιείται εφόσον αυτός δεν προβαίνει σε ενέργειες που αν και οφείλει να κάνει δεν τις κάνει, καθώς και για την ανοχή του σε πράξεις της πολιτικής εξουσίας που είναι κατά παράβαση άρθρων του Συντάγματος. Η νομιμοποίηση αυτή είναι ισχυρή ακόμη και στην περίπτωση που η κριτική εκφέρεται με ακραίο τρόπο στο βαθμό που τα δικαιώματα που θίγονται από αυτές τις παραλείψεις είναι υπέρτερα και θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η Δανειακή Σύμβαση και το Μνημόνιο ισχύουν, αν και δεν έχουν ψηφιστεί στη Βουλή των Ελλήνων, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην εργασία και την ατομική ιδιοκτησία παραβιάζεται κατάφορα από αυτές τις πολιτικές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όχι μόνο δεν ενήργησε μέχρι σήμερα, ως όφειλε, αλλά με τις δηλώσεις του καλύπτει αυτές τις παραβιάσεις. Η κριτική επομένως στη στάση του αυτή είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη, με βάση το ίδιο το Σύνταγμα.
Ειδικότερα, διερευνάται η άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον 17 πολιτών, οι οποίοι φέρεται ότι συμμετείχαν στις πολιτικές διαμαρτυρίες που εκδηλώθηκαν πριν από τη διεξαγωγή της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου 2011, στη Θεσσαλονίκη. Τα αδικήματα με βάση τα οποία φέρεται ότι θα ασκηθεί η ποινική δίωξη είναι αυτά της παράνομης βίας (αρ.330 Π.Κ.) και της προσβολής του Προέδρου της Δημοκρατίας (αρ.168 Π.Κ.).
Από τη διάταξη του αρ.330 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει ότι στοιχεία του εγκλήματος της παράνομης βίας είναι: α) εξαναγκασμός άλλου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνει με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, γ) δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος), στον οποίο περιλαμβάνεται η γνώση ότι η απειλούμενη πράξη ή παράλειψη ή ανοχή σε κάτι στο οποίο εκείνος δεν υποχρεούται και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της σωματικής βίας ή της απειλής σωματικής βίας κ.λπ. και της πράξης, παράλειψης ή ανοχής του θύματος.
Κανένα από τα ως άνω στοιχεία δεν υφίστανται, στην προκειμένη περίπτωση, διότι αφενός οι πολίτες δεν απειλούσαν να προβούν σε κάποια παράνομη πράξη, ούτε απειλούσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι εάν δεν προβεί άμεσα σε πράξη ή παράλειψη, οι ίδιοι θα υλοποιήσουν τις απειλές τους, δεδομένου ότι απειλές δεν υπήρχαν. Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποχωρήσει από την εξέδρα των επισήμων στο χώρο διεξαγωγής της παρελάσεως, δεν συνδέεται αιτιωδώς με τις διαμαρτυρίες των πολιτών, όπως απαιτεί ο Ποινικός Κώδικας, αλλά συνιστά επιλογή που ανάγεται στη δική του αποκλειστικά βούληση.
Σχετικά με το αδίκημα του άρθρου 168 του Ποινικού Κώδικα, δεν δύναται αυτό να καταγνωστεί κατά των 17 προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί μόνο από φωτογραφικό ή βιντεοσκοπημένο υλικό κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών, διότι το άρθρο 45 του ίδιου κώδικα, που αφορά τη διάπραξη εγκλήματος από πολλούς κατά συναυτουργία, εισάγει την αρχή της εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης, συνεπώς μόνο η συμμετοχή σε μία ομάδα ανθρώπων που δρουν με τον ίδιο τρόπο, δεν οδηγεί νομοτελειακά στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος από όλους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη κι αν εκφράστηκαν από κάποιους πολίτες λεκτικά και μόνο προσβολές κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί η εκφορά αυτών των προσβολών με συγκεκριμένα άτομα, δεδομένου ότι στο χώρο της παρέλασης βρίσκονταν 15.000 περίπου πολίτες.
Η ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης με αυτήν την κατηγορία κατά συγκεκριμένων προσώπων δεν έχει ως στόχο την προστασία της τιμής και της υπόληψης του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά την εν τοις πράγμασι απαγόρευση του δικαιώματος του συναθροίζεσθαι και του δικαιώματος της έκφρασης πολιτικής διαμαρτυρίας, από την πλευρά των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, η επιχειρούμενη καταστολή, διά των ποινικών διώξεων των λαϊκών διαμαρτυριών θίγει κατάφορα τις δημοκρατικές ελευθερίες των Ελλήνων πολιτών.
Οι χιλιάδες πολίτες ανά τη χώρα που την ημέρα της εθνικής επετείου διαμαρτύρονταν ενάντια στις προσβολές που υφίστανται τα τελευταία δύο χρόνια στα ατομικά και τα πολιτικά τους δικαιώματα και μάλιστα κατά παράβαση ρητών προβλέψεων του Συντάγματος (άρθρο 5, 17 κ.ά.) όχι μόνο δεν διαπράττουν ποινικά αδικήματα, αλλά προσπαθούν να υπερασπιστούν τον καταστατικό χάρτη της χώρας.
Η ερμηνεία του Συντάγματος αυτά τα δύο χρόνια από την πολιτική εξουσία είναι αυθαίρετη και οδηγεί στην παραβίαση στοιχειωδών ατομικών ελευθεριών των πολιτών με νομιμοφανή τρόπο.
Οι πολίτες, λοιπόν, όχι μόνο μπορούν, αλλά έχουν και χρέος να υπερασπιστούν τα ατομικά και πολιτικά τους δικαιώματα από κάθε προσβολή που υφίστανται αυτά από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι σεβαστός ως θεσμός, οι ενέργειες και οι παραλήψεις του όμως είναι αντικείμενο κριτικής.
Η κριτική στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας νομιμοποιείται εφόσον αυτός δεν προβαίνει σε ενέργειες που αν και οφείλει να κάνει δεν τις κάνει, καθώς και για την ανοχή του σε πράξεις της πολιτικής εξουσίας που είναι κατά παράβαση άρθρων του Συντάγματος. Η νομιμοποίηση αυτή είναι ισχυρή ακόμη και στην περίπτωση που η κριτική εκφέρεται με ακραίο τρόπο στο βαθμό που τα δικαιώματα που θίγονται από αυτές τις παραλείψεις είναι υπέρτερα και θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η Δανειακή Σύμβαση και το Μνημόνιο ισχύουν, αν και δεν έχουν ψηφιστεί στη Βουλή των Ελλήνων, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην εργασία και την ατομική ιδιοκτησία παραβιάζεται κατάφορα από αυτές τις πολιτικές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όχι μόνο δεν ενήργησε μέχρι σήμερα, ως όφειλε, αλλά με τις δηλώσεις του καλύπτει αυτές τις παραβιάσεις. Η κριτική επομένως στη στάση του αυτή είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη, με βάση το ίδιο το Σύνταγμα.
* Ο Παντελής Ραδίσης είναι μέλος του Δ.Σ.
του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Σχόλια