Έρευνα της VPRC για τη ΓΣΕΕ καταγράφει τις στάσεις και το «διχασμό» των μισθωτών απέναντι στην κρίση, στα κυβερνητικά μέτρα, τα συνδικάτα και στις μορφές πάλης
Του Γιώργου Κατερίνη
Το θεμελιώδες ερώτημα του μέσου αριστερού (και όχι μόνο) πολίτη, στους έξι μήνες της «ελληνικής τραγωδίας», είναι το εξής: Γιατί είναι τόσο δυσανάλογα χαμηλή η αντίδραση των εργαζομένων στα κύματα μέτρων που ανακοινώνει η κυβέρνηση, με διακεκριμένο στόχο την εργασία και τα χαμηλότερα στρώματα; Τι άλλο πρέπει να συμβεί για «να πλημμυρίσει ο κόσμος τους δρόμους»; Ποια είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι και θα προκαλέσει μια πραγματικά επιτυχημένη απεργία στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα;
Η αδημονία αυτή (που δεν επιδεικνύει απαραίτητα επαναστατικό ζήλο) ενισχύεται επιπλέον από το γεγονός ότι η κρίση του χρέους και η «διέξοδος» που της δίνουν οι «επιτηρητές» συνοδεύεται από επίμονες εκτιμήσεις αναλυτών, επενδυτών, ακόμη και αξιωματούχων της Ε.Ε., του ΔΝΤ ή εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος ότι «οι κοινωνικές εκρήξεις είναι αναπόφευκτες». Και πού είναι; Πότε θα εκδηλωθούν; Και πώς θα τις αντιμετωπίσουν όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ήδη ότι τις τρέμουν; Οι απαντήσεις σε μερικά από τα ερωτήματα αυτά είναι προφανείς. Σχετίζονται με τον τρόπο που χειρίστηκε επικοινωνιακά την κρίση το σύστημα εξουσίας στο σύνολό του (κυβέρνηση, κόμματα, ΜΜΕ), ο δημοσιονομικός τρόμος που διέσπειρε στην κοινωνία, η αντίληψη του μονόδρμου, η θεωρία του «ανίκητου εχθρού». Σχετίζονται επίσης με την τρομακτική υστέρηση της Αριστεράς να διατυπώσει εναλλακτική λύση, να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση στους πολίτες.
Συναρτώνται, τέλος, με τις σταθερές αναπηρίες του συνδικαλιστικού κινήματος, που αδυνατεί να παρακολουθήσει και να καλύψει την εργασιακή ζούγκλα που έχει διαμορφωθεί «εκεί έξω». Αυτή την τελευταία διάσταση της στάσης της «ρυθμισμένης» αλλά και της «αρρύθμιστης» μισθωτής εργασίας απέναντι στην κρίση καταγράφει, με έναν αφοπλιστικό ρεαλισμό, ποιοτική έρευνα που διενήργησε για λογαριασμό της ΓΣΕΕ το Ινστιτούτο VPRC, στη διάρκεια του Μαρτίου και αφού είχε ήδη ανακοινωθεί η πρώτη (προειδοποιητική) δόση κυβερνητικών μέτρων, με βασικό αποδέκτη τους δημόσιους υπαλλήλους. Ο Δρόμος παρουσιάζει τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές αυτής της έρευνας.
Ποιος φταίει για την κρίση
Στις αυθόρμητες απαντήσεις εργαζομένων όλων των κατηγοριών (γυναίκες και άνδρες, ιδιωτικού τομέα ή ΔΕΚΟ και άνεργοι) στο ερώτημα για τα αίτια της κρίσης κυριαρχεί η γενική πολιτική εκτίμηση: «Φταίνε οι πολιτικές όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων, η κακοδιαχείριση, οι σπατάλες». Στην ίδια κατεύθυνση κινείται η απάντηση ότι φταίει «η διαφθορά, η ατιμωρησία, η φοροδιαφυγή και η απουσία ελεγκτικών μηχανισμών». Στις απαντήσεις αυτές αποτυπώνεται η προεκλογική αλλά κυρίως η μετεκλογική ρητορική κυβέρνησης, αλλά και η κυρίαρχη φιλολογία των αστικών ΜΜΕ, που τόνιζαν την ηθική-πολιτική διάσταση της κρίσης, χωρίς να θίγουν την ενοχή της πολιτικής της Ε.Ε., τον καπιταλισμό-καζίνο, την κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς. Έτσι, μόνο σε μεμονωμένες απαντήσεις εργαζομένων των ΔΕΚΟ ή ανέργων ενοχοποιούνται για την κρίση «η Ε.Ε., το ευρώ, το κεφάλαιο, τα μεγάλα συμφέροντα». Αντιθέτως, στις απαντήσεις εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, της ελαστικής απασχόλησης και ανέργων συναντάμε πιο έντονα το στοιχείο της «συλλογικής ενοχής» ως κοινωνίας που αποτέλεσε κυρίαρχο ιδεολόγημα των ΜΜΕ. Φταίει «το γεγονός ότι σαν πολίτες δεν σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα, φάγαμε τις επιδοτήσεις, φοροδιαφεύγουμε, καταναλώναμε με πλαστικό χρήμα», αποφαίνονται οι ερωτηθέντες.
Συνταγές επιβίωσης
Ανασφάλεια και απαισιοδοξία επικρατεί, σύμφωνα με την έρευνα, σε όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων. Ωστόσο, στις απαντήσεις των επιμέρους κατηγοριών απεικονίζονται αδρά οι διαβαθμίσεις της επισφάλειας. Στους ιδιωτικούς υπαλλήλους ο φόβος της απόλυσης είναι διαρκής. «Κάθε μέρα μετριόμαστε στη δουλειά για να δούμε πόσοι λείπουν», απαντά ένας απ’ αυτούς, ενώ όλοι παραδέχονται ότι συμβιβάζονται με επιδείνωση συνθηκών εργασίας και απλήρωτες υπερωρίες, για να διασφαλίσουν τη θέση τους.
Στους ελαστικά εργαζόμενους κυριαρχεί το αίσθημα της στασιμότητας και η πλήρης αδυναμία για ένα μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της ζωής. «Δεν μπορώ να ονειρευτώ, να παντρευτώ, να φύγω από το σπίτι των γονιών μου», αναφέρουν κάποιες απαντήσεις. Η αβεβαιότητα για την ανανέωση των συμβάσεων τούς οδηγεί, όπως ομολογούν, στο να δεχτούν καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων. Στην ίδια πάντως εργατική «περιοχή» και, ιδιαίτερα, στους νεότερους ελαστικά εργαζόμενους άνδρες καταγράφεται μια ιδιότυπη «αντίσταση» στο φόβο, ένα αντικαταναλωτικό μοντέλο, που εκφράζεται χαρακτηριστικά στη φράση: «Δεν μπαίνω στο τρυπάκι ότι όλα είναι χάλια, το θέμα είναι να περνάς καλά με λίγα».
Η ανασφάλεια, φυσικά, φτάνει στα όρια της απελπισίας στους ανέργους, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες, που επισημαίνουν ότι συναντούν κλειστές πόρτες, αφού οι εργοδότες αναζητούν υπαλλήλους όχι μεγαλύτερους των 35 ετών. Ωστόσο, ανάλογο αποκλεισμό αντιμετωπίζουν οι γυναίκες (κυρίως λόγω μητρότητας) και οι άνεργοι πτυχιούχοι, που ομολογούν ότι «κρύβουν τα πτυχία τους από τα βιογραφικά».
Η εικόνα αντιστρέφεται στους εργαζόμενους των ΔΕΚΟ, που δηλώνουν πως «ακόμη δεν έχουμε καταλάβει… Τώρα που θ’ αρχίσουν οι περικοπές, θα δούμε…».
Στην κλίμακα συμμόρφωσης-αντίδρασης στα κυβερνητικά μέτρα (πριν πάντως ξεδιπλωθούν σε όλο τους το… μεγαλείο) η στάση των εργαζομένων διχάζεται. Στους ελαστικά εργαζόμενους, τους ανέργους και, σε ένα βαθμό, στους ιδιωτικούς υπαλλήλους κυριαρχεί η αντίληψη «όλοι οφείλουμε να κάνουμε θυσίες», με αρκετές αποχρώσεις. «Να κάνουμε λίγο υπομονή», «να κάνουμε κάποιες θυσίες μέχρι να περάσει η κρίση», «να δοθεί χρονοδιάγραμμα εξόδου», «ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του» είναι οι φράσεις που αποδίδουν το αίσθημα συλλογικής ευθύνης που πάντως συνοδεύονται από απαίτηση κυβερνητικών εγγυήσεων για την προσωρινότητα των μέτρων.
Σχεδόν αντίστροφη είναι στάση των κατά τεκμήριο πιο προστατευμένων μισθωτών των ΔΕΚΟ και μέρους των ιδιωτικών υπαλλήλων. «Δεν έχουμε τίποτα να θυσιάσουμε, ας τα πάρουν από αυτούς που έχουν», είναι η φράση που ανακλά, μεταξύ άλλων, και τις συνδικαλιστικές αντιδράσεις που προκάλεσε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο η προαναγγελία των κυβερνητικών αποφάσεων.
Τέλος, καταγράφονται σαν μικρότερες τάσεις η αναζήτηση προσωπικής διεξόδου («να φύγουμε μετανάστες»), η «φυγή» σε ακραίες λύσεις («μια 17Ν ή μια δικτατορία χρειάζεται») και η αίσθηση ματαιότητας κάθε αντίδρασης.
Τι να κάνουμε
Εκεί που οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες μισθωτών απογειώνονται και αποτυπώνονται τα διαφορετικά επίπεδα εργασιακής ασφάλειας είναι οι σχέσεις με τα συνδικάτα και οι προβληματισμοί για τις μορφές πάλης. Πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες, στο πλαίσιο της έρευνας, τάσσονται υπέρ «δυναμικών κινητοποιήσεων, π.χ. απεργιών διαρκείας για να αποκρουστούν τα μέτρα». Ωστόσο, υποστηρικτές αυτής της λύσης είναι κυρίως εργαζόμενοι των ΔΕΚΟ, με τη γνωστή υψηλή συμμετοχή στα συνδικάτα.
Οι ελαστικά εργαζόμενοι, κατά κανόνα, διαφωνούν με τις «δυναμικές κινητοποιήσεις». Τις θεωρούν αναποτελεσματικές.
Το κυριότερο όμως «σύμπτωμα» είναι ότι σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες μισθωτών καταγράφεται μειωμένη διαθεσιμότητα για συμμετοχή σε κινητοποιήσεις. Υπόστρωμα αυτής της στάσης είναι κυρίως η έντονη ατομική ανασφάλεια («οικονομικά δεν αντέχω να απεργήσω», «έχω οικογένεια, μου είναι πιο δύσκολο», «φοβάμαι μη χάσω τη δουλειά μου») και, σε δεύτερο βαθμό, η πολιτική δυσπιστία έναντι των συνδικάτων: «Είμαι απογοητευμένη από τους συνδικαλιστικούς φορείς», «τα συνδικάτα τα έχουν βρει με τους εργοδότες και το κράτος».
Αυτή η αίσθηση αναποτελεσματικότητας ή ματαιότητας των κινητοποιήσεων, στην περίπτωση της απεργίας, επενδύεται με μια ποικιλία επιχειρημάτων στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Οι απαντήσεις για την απεργία κατά συχνότητα κλιμακώνονται ως εξής: «Έχουν μεγάλο κόστος για τον εργαζόμενο», «μόνο αν είναι μαζικές έχουν αποτέλεσμα», «είναι εθιμοτυπικές», «στρέφονται κατά του κοινωνικού συνόλου», «είναι η έσχατη μορφή». Έτσι, υπάρχει μια έντονη αναζήτηση εναλλακτικών μορφών πάλης «χωρίς το κόστος του χαμένου μεροκάματου», στις οποίες αποτυπώνεται άλλοτε μια γνήσια αγωνία κι άλλοτε η επιχειρηματολογία και η «ατζέντα» των ΜΜΕ. «Μποϊκοτάζ, για μια εβδομάδα να μην καταναλώνουμε τίποτε», «να κατεβαίνουμε κάθε απόγευμα στο κέντρο», «λευκή απεργία, καθιστική διαμαρτυρία», «κατάληψη γραφείων συμβούλων και προέδρων».
Γενικώς, οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα του ιδιωτικού τομέα, προτιμούν μια «αναμέτρηση» μακριά από τον τόπο εργασίας, πράγμα που εκφράζει μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στο φόβο, στη συνδικαλιστική «εγκράτεια», από τη μια πλευρά, και στο δυναμισμό που δεν βρίσκει διέξοδο να «εκτονωθεί», από την άλλη.
Χριστόφορος Βερναρδάκης, πρόεδρος VPRC: «Ακτινογραφία του κατα-κερματισμού»
«Η έρευνα καταγράφει στάσεις και τάσεις για τις οποίες ενδεχομένως πολλοί είμαστε προϊδεασμένοι από τα στοιχεία των ποσοτικών ερευνών ή και εμπειρικά, από την καθημερινότητά μας», λέει στον Δρόμο ο πρόεδρος της VPRC, Χριστόφορος Βερναρδάκης.
«Καταγράφει τον τρόπο που επιδρούν στις αντιλήψεις των μισθωτών για την κρίση, όχι μόνο τα ιδεολογήματα της κυβέρνησης, των κομμάτων ή των ΜΜΕ, αλλά και το διαφορετικό επίπεδο εργασιακής ασφάλειας από κλάδο σε κλάδο, από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, από την πλήρη στην ελαστική απασχόληση. Είναι προφανές», συνεχίζει ο Χ. Βερναρδάκης, «ότι ο χώρος των ΔΕΚΟ, πέραν του ότι δέχθηκε το πρώτο κύμα κυβερνητικών μέτρων, διαθέτει ισχυρότερα συνδικάτα, με αρκετό κύρος και μια σχετική αντοχή σε παραδοσιακές, δυναμικές μορφές πάλης. Τι γίνεται, όμως, πέρα από αυτόν; Τι γίνεται στο συνδικαλιστικά κατακερματισμένο πεδίο του ιδιωτικού τομέα, στις χιλιάδες επιχειρήσεις κάθε μεγέθους που σχεδόν ποτέ δεν είχαν την εμπειρία ενός μαζικού, συλλογικού αγώνα; Τι γίνεται στον χώρο της εκτός «ρύθμισης» ελαστικής εργασίας ή της συνδικαλιστικά εγκαταλελειμένης ανεργίας; Οι διφορούμενες απόψεις για το δυναμισμό, την αποτελεσματικότητα και τις μορφές πάλης των συνδικάτων άλλοτε εξαντλούνται σε έναν δυναμισμό του λόγου και άλλοτε διολισθαίνουν σε μια ομολογημένη παραίτηση».
Φυσικά η εμπεδωμένη καχυποψία για τα «γραφειοκρατικοποιημένα, κομματικοποιημένα ή πουλημένα συνδικάτα», από την οποία δεν εξαιρούνται ούτε όσα ελέγχονται από την αριστερά, επιτείνει τα εμπόδια. Και τι σημαίνουν αυτά; «Σημαίνουν την ανάγκη υπέρβασης του παραγωγικού και συνδικαλιστικού κατακερματισμού, την ανάγκη πολιτικής ενοποίησης των αιτημάτων και των αγωνιών του κόσμου της εργασίας», λέει ο Χ. Βερναρδάκης. «Σημαίνουν τη συνδικαλιστική ενοποίηση κατά κλάδο και φορέα παραγωγής. Σημαίνουν, τέλος, την ανάγκη πολιτικού σχεδίου, πειστικού προγραμματικού λόγου για το παραγωγικό μοντέλο αυτής της χώρας, για την αποτροπή της διάλυσης του κοινωνικού ιστού. Σημαίνουν ότι κάποιος πρέπει να δείξει στον εργαζόμενο ότι μπορεί να ανακτήσει τη χαμένη του αυτοεκτίμηση κι πως αντί να αισθάνεται μέρος του προβλήματος, μπορεί να αποδειχθεί η λύση του».