Ποια μηνύματα έστειλε το Συνέδριο και γιατί δεν χωράνε εύκολοι πανηγυρισμοί
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Οι προδιαγραφές του ιδρυτικού Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τέτοιες που δεν θα έδινε αυτά που μπορούσε και αυτά που έπρεπε να δώσει. Όσο κι αν αυτό μοιάζει τραβηγμένο ως συμπέρασμα, είναι η αλήθεια και το να την κρύψουμε δεν βοηθά σε τίποτα.
Θα διατυπώσουμε, ευθύς εξαρχής, το συμπέρασμά μας: Το Συνέδριο δεν απευθύνθηκε στην κοινωνία, δεν απευθύνθηκε στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν περισσότερο ένα συνέδριο καταγραφής συσχετισμών και μηχανισμών.
Στηρίχθηκε σε μια συστηματική υποτίμηση της βάσης του κόμματος και της πλατιάς επιρροής του και αναδείχθηκαν σε αυτό δευτερεύοντα προβλήματα -κυρίως οργανωτικής φύσης- κι όχι ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα προς την κοινωνία (πώς θα βάλουμε τέρμα στα μνημόνια και τι θα βάλουμε στη θέση τους), ούτε ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τα μέλη για το τι είδους κόμμα οικοδομούμε και αξίζει να επενδύσουμε σε αυτό.
Ακόμα και τα υποδεέστερα μηνύματα που λογαριάζονταν να δοθούν προς την κοινή γνώμη («συμμάζεμα» του κόμματος, ξεπέρασμα μιας μικρής Βαβέλ κ.λπ.) δεν μπόρεσαν να αντιμετωπιστούν με ουσιαστικό τρόπο. Αντίθετα, το επικίνδυνο φαινόμενο του «κόμματος μέσα στο κόμμα» διευρύνθηκε, παγιώθηκε και οδηγεί σε ένα διχασμό μέχρι τη βάση. Άνοιξε, επίσης, ένα μέτωπο με τον Μανώλη Γλέζο που θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Τέλος, το κερασάκι στην τούρτα, ο ανηλεής ανταγωνισμός ομάδων και μηχανισμών, «κούρεψε» καταστάσεις και ανοίγματα προς διάφορους χώρους που θα κοστίσουν στο μέλλον.
Από όλα αυτά, αν ισχύουν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρέπει να λείπουν οι εύκολοι πανηγυρισμοί. Ας συμφωνήσουμε στο σημείο ότι το Συνέδριο δεν έδωσε ό,τι μπορούσε και έπρεπε να δώσει, άρα και ο σχεδιασμός του και η υλοποίησή του είχαν αδυναμίες και προβλήματα.
Στο σημείο αυτό να θυμίσουμε πως στην απελθούσα Κ.Ε. υπήρξαν φωνές που είχαν έντονο προβληματισμό στο αν χρειαζόταν ένα συνέδριο με τέτοιες προδιαγραφές. Μικρά και ασφυκτικά χρονικά πλαίσια, συνεχή γεγονότα και κινητοποιήσεις (ΕΡΤ, νέα κυβέρνηση κ.λπ.), λειψή προετοιμασία και συζήτηση σε όλο το κόμμα. Μάλιστα, είχε αντιπροταθεί να πραγματοποιηθεί πρώτα ένα καταστατικό συνέδριο και μετά να γινόταν το ιδρυτικό.
Ο σφυγμός του κόμματος
Το γεγονός ότι ήταν ένα μαζικό συνέδριο και όχι ένα συνέδριο στελεχών, έδωσε την ευκαιρία να εκφραστεί ο «σφυγμός του κόμματος». Γιατί οι 3.500 αντιπρόσωποι δεν ανήκουν σε μηχανισμούς και ομάδες που ανταγωνίζονται. Γιατί οι 3.500 αντιπρόσωποι ήταν ένα ισχυρό δείγμα της διάθεσης, των ανησυχιών, των ουσιαστικών συσχετισμών μέσα στο κόμμα.
Ίσως αυτό να ήταν και το θετικότερο σημείο της όλης συνεδριακής διαδικασίας. Η συμμετοχή του σώματος αυτού σε καίριες στιγμές, σε ομιλίες στελεχών ή απλών αντιπροσώπων έδινε τον τόνο, λειτουργούσε σαν «θερμόμετρο» για τις διαθέσεις του. Αυτό φάνηκε από την πρώτη μέρα, στην εναρκτήρια ομιλία του Τσίπρα, φάνηκε και στις κρίσιμες αποφάσεις για τον τρόπο εκλογής προέδρου και Κ.Ε., φάνηκε και στη συζήτηση για τις συνιστώσες, φάνηκε -εν μέρει- και στις ψηφοφορίες για το Καταστατικό και, τέλος, αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα της κάλπης για τον πρόεδρο και για την Κ.Ε.
Ο σφυγμός του κόμματος, στη συντριπτική του πλειοψηφία, συνδέεται με το «λαϊκό καημό» για απαλλαγή από τα μνημόνια και από το καθεστώς της τρόικας, από τον «καημό» για ριζοσπαστική πορεία και που ταυτόχρονα αναγνωρίζει τον Α. Τσίπρα ως ηγετική φυσιογνωμία που μπορεί να εκφράσει αυτήν την πολιτική – και αυτό φαινόταν σε όλες του τις παρεμβάσεις.
Την ίδια στιγμή, έχει έρεισμα και διευρύνεται ο φόβος και η αμφιβολία για την καθήλωση, για την εμπλοκή του όλου εγχειρήματος, γεγονός που οδηγεί στη σκέψη να υπάρχει, καλού- κακού, ένας δομημένος συσχετισμός ως αριστερό αντίβαρο μέσα στο κόμμα. Αυτός ο φόβος συντηρείται από την ετερογένεια της λεγόμενης πλειοψηφίας και από την απουσία μιας μαχητικής επιχειρηματολογίας που να απαντά και να καλύπτει τις κριτικές της Αριστερής Πλατφόρμας. Αυτή η πλευρά υποτιμήθηκε εντελώς, αφέθηκε ανενόχλητη και αναπάντητη, ενώ όλη η επιχειρηματολογία συγκεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των ζητημάτων που έθετε ο Μανώλης Γλέζος.
Το σώμα, ο σφυγμός του κόμματος, ήθελε ενιαίο κόμμα, όχι «κόμμα μέσα στο κόμμα», όχι διαπάλη μηχανισμών. Αυτά δεν προβλήθηκαν, δεν υποστηρίχθηκαν, δεν αναδείχθηκαν ως σημαντικά ζητήματα.
Τέλος, ο σφυγμός του κόμματος, αναδεικνύει το «δυσαρεστημένο μέλος», μια ποιοτική κατάσταση γενικής δυσφορίας και μη ικανοποίησης των μελών, σε όποια τάση ή γραμμή κι αν ανήκουν. Από τη μια η συσπείρωση σε μια σκληρή αντιπολίτευση και από την άλλη μια πλειοψηφική Βαβέλ, συν την έντονη διαπάλη μηχανισμών, δημιουργούν τους όρους για να συναντάμε παντού δυσαρεστημένα μέλη.
Ορισμένα πολιτικά ζητήματα
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι είναι «έτοιμος για τη διακυβέρνηση της χώρας». Η εικόνα του Συνέδριου πόσο βοήθησε αυτήν την πεποίθηση; Οι αμφιβολίες διαχέονται, η αμφισβήτηση μορφοποιείται.
Από το χώρο της «πλειοψηφίας» εμφανίζεται μια γυναικεία υποψηφιότητα που αποσπά 4,69%. Η Αριστερή Πλατφόρμα, νομίζοντας πως βρίσκεται σε συνθήκες κόμματος του 4,5%, ψηφίζει για πρόεδρο «λευκό» (20%). Κάθε φίλος, κάθε ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ αυτά δεν τα καταλαβαίνει. Τα καταλαβαίνουν μόνο οι μηχανισμοί. Το «κόμμα μέσα στο κόμμα», όπου σταθεί και όπου βρεθεί, καταγγέλλει όλο το υπόλοιπο ως «δεξιόστροφο». Ακόμα και τη στιγμή που ψηφιζόταν το Καταστατικό τού υπό ίδρυση κόμματος, η Αριστερή Πλατφόρμα αποχωρεί για να δει τι θα κάνει στις εκλογές, αδιαφορώντας πλήρως για τις διαδικασίες του ενιαίου, δημοκρατικού, πολυτασικού αριστερού κόμματος.
Όλα αυτά περνούν σαν «φυσιολογικές» καταστάσεις και εθίζεται το «δυσαρεστημένο μέλος» σε αυτές τις συνθήκες. Πολλοί φεύγουν τα βράδια, όταν λήγουν οι εργασίες, απογοητευμένοι.
Τα αποτελέσματα των εκλογών για ανάδειξη της Κ.Ε. δείχνουν αύξηση της Αριστερής Πλατφόρμας (περίπου στο 30% από 25% που είχε στη Συνδιάσκεψη), μείωση της «πλειοψηφίας» και κυριαρχία του «όλου ΣΥΝ» που μόλις είχε αυτοδιαλυθεί μέσα και στις δύο «μεγάλες παρατάξεις». Αποτέλεσμα, το «κούρεμα» δυνάμεων και ιδιαίτερα του ΕΚΜ και των Ενεργών Πολιτών.
Η Αριστερή Πλατφόρμα κινήθηκε με μεγαλύτερη σταθερότητα, υποστηρίζοντας, στοιχειωδώς, μια πολιτική πλατφόρμα. Έπεισε και μάζεψε όσους -από διάφορες αφετηρίες- δυσανασχετούν με τις επιλογές της ηγεσίας (διάφορες συνιστώσες, κάποιο κόσμο δυσαρεστημένο είτε για θέματα δημοκρατίας είτε πολιτικής γραμμής κ.λπ.), ενώ προέβαλε ιδιαίτερα ότι «πρέπει να μας στηρίξετε, γιατί το δεξιό κομμάτι θέλει να μας αποκλείσει οργανωτικά και να μας εξαφανίσει».
Ο «λαϊκός καημός» δεν απαντιέται με το «ΣΥΡΙΖΑ ή μνημόνια», ούτε το «δυσαρεστημένο μέλος» με τη βουλιμία των μηχανισμών και το βάθεμα του χάσματος που διαμορφώνει το φαινόμενο του «κόμματος μέσα στο κόμμα». Ο «λαϊκός καημός» βλέπει έναν ΣΥΡΙΖΑ περίπου σαν τα άλλα κόμματα, όχι ως ξεχωριστή δύναμη και δεν επενδύει τώρα σε αυτόν. Είναι επιφυλακτικός και δύσπιστος, άσχετα με το τι θα κάνει όταν έρθει η στιγμή των εκλογών. Μέχρι τότε, όμως, μέχρι να έρθει η μέρα των εκλογών, η Ελλάδα καθημερινά διαλύεται, οι εργαζόμενοι απολύονται κατά χιλιάδες και η απελπισία γενικεύεται.
Αναγκαία η «ουσιαστική ωρίμανση του ΣΥΡΙΖΑ»
Από την πλευρά εκπροσώπων -προερχόμενων από την ΚΟΕ- υποστηρίχθηκε η «ουσιαστική ωρίμανση του ΣΥΡΙΖΑ». Τόσο με υποστήριξη και ανάδειξη στρατηγικών στόχων όσο και με την προβολή ενός συστήματος αξιών. Υποστηρίχτηκε, επίσης, ότι πρέπει να σταλούν μηνύματα προς την κοινωνία και προς τα μέλη του κόμματος που να δείχνουν έναν οργανισμό αποφασισμένο να προχωρήσει για τη λαϊκή υπόθεση με πρόγραμμα συγκεκριμένο και δεσμευτικό και με σαφή καθήκοντα για τα μέλη του και το κόμμα συνολικά, από την επόμενη κιόλας μέρα. Ένα κόμμα των μελών με λειτουργία και διαδικασίες.
Όλα αυτά είχαν σημαντική απήχηση σε μεγάλο μέρος των συνέδρων, σε όποια «παράταξη» κι αν ανήκαν.
Τέλος, αναδεικνύοντας το θέμα ενός πιο εγκάρσιου διαχωρισμού και ο οποίος αφορά το «ποιοι νοιάζονται πραγματικά για μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και ποιοι νοιάζονται μόνο για τα πόστα τους». Και αυτός ο διαχωρισμός αγγίζει την καρδιά και το νου χιλιάδων ανθρώπων μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που τον βλέπουν, το νιώθουν.
Το αντιφατικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πεδίο άσκησης πολιτικής και επιρροής που πρέπει όμως να υπηρετεί την ωρίμανση και το σωστό του προσανατολισμό. Το πρόβλημα είναι κυρίως -για να μην πούμε αποκλειστικά- πολιτικό και ιδεολογικό και δευτερευόντως οργανωτικό. Το Συνέδριο ασχολήθηκε με τα δευτερεύοντα, βούλιαξε σε αυτά, κυριαρχήθηκε από αυτά. Η διάθεση, όμως, μεγάλης μερίδας ήταν διαφορετική. Τα υποκειμενικά στοιχεία για την έκφρασή της είναι ακόμα αδύναμα αλλά υπαρκτά. Τα μηνύματα του Συνεδρίου, πολιτικά και οργανωτικά, οφείλει να τα αξιολογήσει σωστά μια ηγεσία ώστε να χαράξει την πιο αποτελεσματική πολιτική για την αντιμετώπισή τους.