του Γιάννη Σχίζα
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία, που τη διάβασα στο «Μεσολόγγι» από τον Δημήτρη Φωτιάδη, ιστορικό της επανάστασης του 1821. Η ιστορία αυτή έχει κάτι το χαρτοπαικτικό, είναι περίπτωση «διπλομπλόφας», θυμίζει ολίγον το επεισόδιο του Παλαιοκώστα που χρησιμοποίησε πανομοιότυπα δύο φορές το ελικόπτερο για να δραπετεύσει από τις φυλακές, θυμίζει τους στρατιωτικούς ελιγμούς και τους αντιπερισπασμούς που έκανε ο τάδε στρατός για να πείσει τον δείνα ότι πρόκειται να επιτεθεί στο Α΄ μέρος, ενώ επρόκειτο να επιτεθεί στο Β΄: Παραδείγματος χάρη στην απόβαση της Νορμανδίας, όπου οι σύμμαχοι προσπάθησαν και ως έναν βαθμό παρέσυραν τους Γερμανούς βορειότερα, με τους κατάλληλους ελιγμούς…
Βρισκόμαστε, τον Απρίλιο του 1826, στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο αποκλεισμός έχει προκαλέσει τρομερό λιμό στους Έλληνες. Ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» γράφει «έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω εγώ στο χέρι – όπου συ μου γινες βαρύ, κι ο Αγαρηνός το ξέρει», οι πολιορκημένοι κάνουν το παν για να χορτάσουν την πείνα τους, μέχρι που ξεθάβουν μια παρτίδα από παξιμάδια που είχαν θαφτεί προ μηνών γιατί ήταν μουχλιασμένα και αφού τα καθαρίσουν πρόχειρα τα τρώνε…
Οι Έλληνες βρίσκονται στα τείχη και οι αντίπαλοι είναι καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, οπότε ανθίζει ο διάλογος των μεν με τους δε, ο οποίος είναι ένα κράμα επιχειρημάτων, καταγγελιών, πειραγμάτων, ύβρεων, αλλά και επιτόπιων ανακωχών για την ανταλλαγή διαφόρων πραγμάτων! Στα ανώτερα κλιμάκια η απόφαση για τη πραγματοποίηση εξόδου από το Μεσολόγγι είναι ειλημμένη, οπότε το πρόβλημα είναι με ποιον τρόπο θα καθυστερήσουν οι Έλληνες την προέλαση των Τούρκων, όταν οι πρώτοι αφήσουν τα τείχη και στραφούν στην έξοδο. Τότε, ύστερα από απόφαση της ηγεσίας, πέφτει γραμμή να τηρήσουν απόλυτη σιγή οι Έλληνες. Και πραγματικά, περνάει μισή ώρα, σιωπή οι Έλληνες, περνάει μια ώρα, οι πολιορκητές αρχίζουν να φωνάζουν «τι πάθατε ωρέ», καμία απόκριση, ώσπου χάνουν την υπομονή τους, κυριαρχεί η εντύπωση ότι «αυτοί» (δηλαδή οι Έλληνες) φύγανε, γι’ αυτό ορμάνε προς τα τείχη, οπότε οι πολιορκημένοι σηκώνονται και θερίζουν μερικούς με τα καριοφίλια…
Περνάνε λίγες μέρες, η διαταγή της σιγής ξανάρχεται στους Έλληνες, οι πολιορκητές για άλλη μια φορά περιμένουν λίγο, περνάει μισή ώρα, περνάει μια ώρα, περνάνε δυο ώρες, τότε ορμάνε μπροστά με τη βεβαιότητα ότι οι Έλληνες έφυγαν από τη θέση τους και άφησαν τα τείχη! Τότε όμως ξεπροβάλλουν και πάλι οι πολιορκημένοι και τους θερίζουν!
Την τρίτη φορά το επεισόδιο επαναλαμβάνεται, πάλι σιγή, πάλι αναμονή των πολιορκητών, αλλά οι πολιορκημένοι έχουν αφήσει «στα σοβαρά» τη θέση τους και έχουν φύγει! Μόνο που μ’ αυτόν τον ελιγμό έχουν κερδίσει δύο τουλάχιστον ώρες για να οργανώσουν τη φυγή τους! Άλλο βέβαια το ότι στην έξοδο αυτή μπερδεύτηκαν και χάθηκαν οι περισσότεροι…