Ο Γιάννης Μπασκόζος, με τη «Μπαλάντα των ανίδεων και καλών», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μας μεταφέρει στο Παγκράτι της εποχής της δικτατορίας, όπου μια ομάδα εφήβων, μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της εποχής, προσπαθεί να ακολουθήσει τα δικά της όνειρα.

Στο επίκεντρο το συγκρότημα Athens Pistols και τα μέλη του, που το καθένα έχει τις δικές του αφετηρίες. Μαζί με τους ήρωες της ιστορίας περιδιαβαίνουμε κι εμείς τους δρόμους αυτής της συνοικίας της Αθήνας που υπήρξε το επίκεντρο πολλών γεγονότων.

Όσοι γνωρίζουμε το Παγκράτι θα θυμηθούμε μαζί με τον συγγραφέα τοπόσημα όπως ο Λέντζος, όπου κάποτε όλοι ήπιαμε τον περίφημο φραπέ, το Pastry Family με τα γλυκά μιας άλλης εποχής, το Άλσος των ερώτων αλλά και του Ελεύθερου Θεάτρου. Και πιο δίπλα το bar Galaxy στο Χίλτον, όπου κάποτε ήπιαμε το ποτό μας θαυμάζοντας τη θέα και νιώθοντας για λίγο μέρος μιας χλιδής στην οποία δεν ανήκαμε.

Η γενιά στην οποία αναφέρεται αυτή η νουβέλα / μυθιστόρημα είναι λίγα χρόνια πριν από τη δική μου. Σε πολλά σημεία συναντηθήκαμε, αλλού αποκλίναμε.

Δεν είναι όμως ένα απλώς νοσταλγικό λογοτεχνικό έργο. Μέσα από τις σελίδες του ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, και παράλληλα ανακαλύπτουμε κομμάτια από τον εαυτό μας. Όλα εκείνα που μας διαμόρφωσαν σε αυτό που είμαστε σήμερα.

Ο συγγραφέας με μοναδικό τρόπο συνθέτει τα κομμάτια αυτού του παζλ με πολιτική, έρωτες, μουσικές, λογοτεχνία. Οι χαρακτήρες ολοζώντανοι μέσα από τις αντιφάσεις τους. Οι φιλίες που δοκιμάζονται. Οι καριέρες. Ο πανδαμάτωρ χρόνος. Και βεβαίως τα γεγονότα που συγκλονίζουν, με αποκορύφωμα το Πολυτεχνείο. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας από εμάς, ένας μεγαλύτερος φίλος που μοιράζεται τις αναμνήσεις του με πάσα ειλικρίνεια. Και είναι κι αυτός ένας ακόμη λόγος που το βιβλίο μιλάει μέσα μας και μας βοηθά να κατανοήσουμε τα όσα συνέβησαν και μας συνέβησαν.

Η καλή λογοτεχνία μιλά για την εποχή της με μεγαλύτερο βάθος και οξυδέρκεια από βαθυστόχαστες μελέτες και ιστορικές αναλύσεις.

Ονόμασες «Mπαλάντα των ανίδεων και καλών» το βιβλίο σου. Πώς προέκυψε ο τίτλος και γιατί «μπαλάντα»; Ποιοι είναι οι καλοί και οι ανίδεοι;

H Μπαλάντα από τη μεσαιωνική εποχή έως σήμερα είναι ένα αφηγηματικό μουσικό είδος. Ήθελα να αφηγηθώ κι εγώ την ιστορία μιας παρέας σαν ένα παλιό τραγούδι που ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου. Όσον αφορά τον τίτλο είναι δάνειο από έναν στίχο του Κωστή Παλαμά, τον οποίον στη συνέχεια δανείστηκε ο Μανώλης Καλομοίρης για να τιτλοφορήσει τη 2η Συμφωνία του. Ο Παλαμάς γράφει:

Άνθη που βγαίνουν μόνα τους
Κι ανθούν σε κάθε τόπον
Ω λόγια των ανίδεων
και των καλών ανθρώπων.

Οι νέοι γεννιούνται αυθόρμητα σαν άνθη σε κήπους, «αθώοι και ανίδεοι» με την έννοια ότι δεν είναι συνειδητοί στις πράξεις τους καθώς ακόμα κινούνται εκτός συστήματος, με αυτή την έννοια είναι και αθώοι. Σα να μην έχουν διαπράξει ακόμα το «προπατορικό αμάρτημα» του συγχρωτισμού με τη δύσκολη κοινωνία μας και ό,τι αυτή επιβάλλει.

Σε ποιον βαθμό το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό;

Είναι κάτι περίεργο ότι για τους περισσότερους συγγραφείς οι αναγνώστες αναζητούν να βρουν ποια είναι η πραγματικότητα μέσα στη μυθοπλασία των βιβλίων τους και όχι ποια είναι η «πραγματικότητα» του βιβλίου. Ως γνωστό στοιχεία της πραγματικότητας πάντα υπάρχουν στα βιβλία της μυθοπλασίας. Όσον αφορά την «Μπαλάντα» όλα τα γεγονότα είναι πραγματικά και όλα τα πρόσωπα είναι φανταστικά. Στο πρόσωπο του αφηγητή αντηχούν κάποιες εμπειρίες, δικές μου ή φίλων μου, αλλά κυρίως υπάρχει η εποχή μου με τα γεγονότα, τις αισθήσεις και τα μηνύματα.

Τι σε έκανε να γυρίσεις σε εκείνα τα χρόνια; Είναι νοσταλγία ή κάτι άλλο;

Δεν θέλησα να κάνω ένα νοσταλγικό αφήγημα για μια εποχή που την έζησα, με διαμόρφωσε και την αγάπησα. Ήθελα να υμνήσω την ακατανίκητη γοητεία της νεότητας. Να μιλήσω για την αθωότητα, την ανιδιοτέλεια, τη φιλία, το όνειρο που σε κάνει να ζεις το «τώρα» – δεν υπάρχει ίχνος σκιάς ή υποκρισίας σε ό,τι σχεδιάζουν να κάνουν. Για τους ήρωες μου υπάρχει μόνον ένα κινούν στοιχείο: πάμε μπροστά και θα δούμε. Ζουν σε μια διαφάνεια. Γι’ αυτούς ισχύει αυτό που έγραφε ο Σοπενάουερ: «Κάθε μέρα είναι μια μικρή ζωή. Κάθε ξύπνημα μια μικρή γέννηση, κάθε καθάριο πρωινό μια μικρή νεότητα».

«Ήθελα να υμνήσω την ακατανίκητη γοητεία της νεότητας»

 Ποια είναι η δική σου πιο ισχυρή ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια;

Η αναζήτηση του καινούργιου στην κοινωνία και στις τέχνες, η επιρροή της ροκ μουσικής, οι φοιτητικοί αγώνες, οι νύχτες στο Πολυτεχνείο, οι φίλοι από το Παγκράτι – σε αυτούς εξάλλου αφιερώνω το βιβλίο.

Το Παγκράτι χθες και σήμερα. Τι αγαπάς και τι απεχθάνεσαι;

Το Παγκράτι οικιστικά δεν έχει αλλάξει πολύ. Ήταν ήδη δομημένο με τις πολυκατοικίες του στο κέντρο και τα χαμηλότερα σπίτια του στο Μετς – όπου έμενα, ή στις γειτονικές περιοχές της Καισαριανής, της Γούβας, του Βύρωνα. Πολλά από τα στέκια που αναφέρω στο βιβλίο μου υπάρχουν ακόμα. Ο κόσμος του όμως άλλαξε. Σήμερα έχει γίνει μια νεανική πόλη, τα μπαρ και τα Airbnb έχουν προσελκύσει νεανικό κοινό. Νομίζεις ότι οι ηλικιωμένοι έχουν εξοριστεί στα σπίτια τους, δεν τους βλέπεις στους δρόμους. Νομίζω υποφέρει από τη συσσώρευση ανθρώπων που ακολουθούν τη μόδα και έρχονται να μείνουν ή να περάσουν το βράδυ τους σε μια in συνοικία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!