Το βιβλίο του Ντομένικο Λοζούρντο «Η πάλη των τάξεων. Μια πολιτική και φιλοσοφική ιστορία» κυκλοφόρησε στα ιταλικά το 2013 και ένα χρόνο μετά μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Α/συνεχεια. Από τότε έχουν περάσει αρκετά χρόνια, πυκνά σε γεγονότα και αλλαγές μεγάλης κλίμακας, ενώ ο συγγραφέας του πέθανε το 2018. Η γεωπολιτική είναι πια εδώ για τα καλά, δρομολογώντας με πολλαπλούς τρόπους τις εξελίξεις, πολύ σημαντικά κινήματα και εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο (Κίτρινα Γιλέκα, Χιλή, ΗΠΑ) αμφισβητούν την κατάσταση πραγμάτων και δημιουργούν σκοτούρες στους κυβερνώντες, ενώ η πανδημία θέτει νέα καθήκοντα σε λαούς, κοινωνίες και κράτη. Από το Brexit μέχρι το πραξικόπημα στη Βολιβία και από τον ISIS και το Ιράν μέχρι τις φλόγες που φουντώνουν δίπλα μας στη Μεσόγειο, είμαστε αναγκασμένοι να αναμετρηθούμε –χωρίς να παραλύουμε– με την πολυπλοκότητα των καταστάσεων, των αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων, των διεξόδων. Ως προς αυτό, το βιβλίο του ιταλού φιλόσοφου είναι ένα ιδιαίτερα χρήσιμο και επίκαιρο ανάγνωσμα. Γι’ αυτό το λόγο επιλέγουμε να δημοσιεύσουμε στο καλοκαιρινό μας φύλλο, εκτεταμένα αποσπάσματα από τον πρόλογο που έγραψε για την έκδοση αυτή ο Ρούντι Ρινάλντι.
Η μη καθαρή μορφή της πάλης των τάξεων
Με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, οπότε όλοι μίλησαν για μια επιστροφή του Μαρξ (ως οικονομολόγου που εξηγεί τις κρίσεις του καπιταλισμού) τέθηκε το ερώτημα: μήπως θα έπρεπε να αναθεωρηθεί η ιδέα πως η θεωρία της πάλης των τάξεων ήταν ένα αρχαϊκό κατάλοιπο ή κάτι που ίσως ίσχυε μεν στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης αλλά τώρα είναι εντελώς ξεπερασμένο; Μήπως επανέρχεται και η ταξική πάλη; Ο Λοσούρντο δίνει την απάντηση πως αυτό είναι ένα λανθασμένο ερώτημα, γιατί δεν υπάρχει λόγος αυτή να επανέλθει αφού ποτέ δεν είχε αποχωρήσει από το προσκήνιο της ιστορίας και ειδικά από τα μέσα του 19ου αιώνα, από τότε δηλαδή που διατυπώθηκε η θεωρία της μέχρι σήμερα.
Δεν καταπιάνεται, λοιπόν, με μια ιστορική μελέτη των γεγονότων που μεσολάβησαν από τότε, ούτε ενδιαφέρεται να δει την εφαρμογή της θεωρίας αυτής στους σχηματισμούς πριν από τον καπιταλισμό. Ούτε ασχολείται με τους μετασχηματισμούς και τις αναδιαρθρώσεις του καπιταλισμού και τις αλλαγές που αυτές επιφέρουν μαζί με την πάλη των τάξεων στις ταξικές και κοινωνικές διαρθρώσεις.
Διευκρινίζει εξ αρχής για το έργο του: πρόκειται για μια πολιτική και φιλοσοφική θεώρηση της έννοιας και της πορείας της στις σύγχρονες συνθήκες, καθώς έχουν τεθεί βασικά ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων: τί ακριβώς είπαν και τί εννοούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς, όταν διατύπωναν τις βάσεις της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ειδικά ποια θέση έδιναν στην πάλη των τάξεων, πώς η θεωρία αυτή εμπλουτίστηκε από την κοινωνική πείρα των ταξικών αγώνων της σύγχρονης εποχής, ποια η συσχέτιση των ταξικών αγώνων σε μια χώρα, με εκείνους που διεξάγονται σε μια περιφέρεια ή και παγκόσμια, πριν αλλά και μετά τις επαναστατικές ανατροπές σε Ρωσία και Κίνα και μετά την εμπειρία των κοινωνιών σε μετάβαση.
Συνεπώς, παρακολουθεί την πορεία τόσο της Λογικής όσο και της Ιστορίας της θεωρίας της πάλης των τάξεων σε μια περίοδο περίπου 200 χρόνων. Συσχετίζει, δηλαδή, τη θεωρία, όπως διατυπώθηκε αρχικά με όλες τις προηγούμενες υποθέσεις-εξηγήσεις της ιστορίας, βλέπει τον ρόλο που έπαιξε η θεωρία αυτή στη συγκρότηση και συνειδητοποίηση ενός υποκειμένου, παρατηρεί ότι ακόμη και οι θεμελιωτές της θεωρίας δεν την εννοούσαν με έναν μονόπλευρο τρόπο ως απλή εκδήλωση της αντίθεσης της αστικής τάξης προς το προλεταριάτο, βλέπει τη διεύρυνση της έννοιας αυτής, όσον αφορά την χειραφετητική πλευρά της, τόσο με το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, όσο και με το κίνημα χειραφέτησης της γυναίκας, επιμένει στην αλλαγή των μορφών της από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι ή οι κοινωνικοί συνασπισμοί πάρουν την εξουσία, για να οδηγηθεί στη σημασία που έχει η πάλη των τάξεων στον αγώνα να ξεπεραστούν σήμερα οι δύο μεγάλες αποκλίσεις: της εσωτερικής ανισότητας μέσα σε κάθε χώρα και της διεθνούς ανισότητας ανάμεσα σε μια χούφτα χώρες και στον υπόλοιπο κόσμο.
Στη σύγχρονη εποχή οι συγκρούσεις (οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές, πολιτιστικές κ.λπ.) έχουν λάβει κολοσσιαίες διαστάσεις και πολλά κρίνονται, πλέον, από τα ονομαζόμενα γεωπολιτικά ζητήματα. Άρα, και σε αυτά τα μέτωπα η πάλη των τάξεων είναι παρούσα και παίρνει ειδικές μορφές, ενώ επιβάλλει ειδικά καθήκοντα.
Επομένως, το βιβλίο του Λοσούρντο δεν κινείται σε μια λογική να αποδείξει ότι απλά η πάλη των τάξεων συνεχίζεται, ότι δύο μεγάλα στρατόπεδα συγκροτούνται, το ένα γύρω από την αστική τάξη και το άλλο γύρω από την εργατική, ούτε προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη της εργατικής τάξης σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, ώστε να μην ταράζεται τόσο η μέση αριστερή συνείδηση κομμουνιστικής προέλευσης. Άλλωστε, γνωρίζει καλά πως η πάλη των τάξεων, όχι ως θεωρία αλλά ως πραγματική κοινωνική σύγκρουση, δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ στην καθαρή της μορφή, σχεδόν ποτέ δεν περιορίζεται στα άμεσα ανταγωνιστικά υποκείμενα.
Για τον Λοσούρντο, η θεωρία της πάλης των τάξεων προσπαθεί να λάβει υπόψη της την πολυπλοκότητα των μορφών με τις οποίες εκδηλώνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις ενώ η ίδια η ταξική πάλη έχει και την τάση να ξεπερνά τον εαυτό της, προωθώντας και υλοποιώντας στόχους που φαίνονται πως είναι καθολικά αποδεκτοί
Τρεις κύριες εκδηλώσεις-μορφές της πάλης των τάξεων
Ο Λοσούρντο απαλλάσσει την έννοια της πάλης των τάξεων από τη δυαδική της ερμηνεία, μια πρώτη μεγάλη αρετή του βιβλίου. Η δυαδική αντίληψη της ταξικής πάλης φυλακίζει την έννοια στα στενά όρια δύο αντιμαχόμενων τάξεων και στρατοπέδων. Η κοινωνική πραγματικότητα, η ιστορική πορεία, δεν μπορούν να περικλειστούν στο σχήμα της αντιπαράθεσης αστικής τάξης και εργατικής τάξης. Η δυαδική ανάγνωση των κοινωνικών συγκρούσεων που αποδέχεται μία μόνο αντίθεση (πλούσιοι – φτωχοί), δεν επιτρέπει να κατανοήσουμε διάφορα χειραφετητικά κινήματα των οποίων η κοινωνική βάση δεν αποτελείται αποκλειστικά από φτωχούς.
Ο Λοσούρντο είναι κατηγορηματικός: υπάρχουν τρεις κύριες εκδηλώσεις-μορφές της πάλης των τάξεων που έχουν χειραφετητικό χαρακτήρα: ο αγώνας των εργαζομένων ενάντια στην αστική τάξη, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας λαών και εθνών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στη νεοαποικιοκρατία και ο αγώνας των γυναικών ενάντια στην καταπίεση που υφίσταται στην πατριαρχική οικογένεια. Η προαγωγή αυτών των τριών χειραφετητικών εκδηλώσεων-κινημάτων οδηγεί –πρέπει να οδηγήσει– σε μια τροποποίηση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας σε γιγάντιες διαστάσεις και να ανοίξει ένας συνολικός δρόμος προς την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Άρα, πέρα από τη ριζική κριτική που πραγματοποιεί στη δυαδική ανάγνωση της πάλης των τάξεων, ανάγνωση που οδηγεί σε μια απλουστευτική συρρίκνωσή της στο τι γίνεται στο μέτωπο αστική τάξη-εργατική τάξη, το βιβλίο του Λοσούρντο έχει μια δεύτερη αρετή που είναι η σημασία που δίνει στον εθνικό αγώνα και στην υπαγωγή του στην κατηγορία της πάλης των τάξεων, ακόμη κι αν δεν συγκρούονται στα πλαίσιά του καθαρά δύο βασικά ανταγωνιστικές τάξεις. Το κοινωνικό ζήτημα μας παραπέμπει στην εθνική διάσταση, η οποία στις παρούσες συνθήκες εμπλέκεται και στη διεθνή πραγματικότητα. Καμιά χειραφετητική απόπειρα σήμερα δεν μπορεί να αγνοήσει κανένα από τα τρία αυτά επίπεδα.
Η σημασία των αγώνων για την αναγνώριση
Τρίτη μεγάλη αρετή του έργου του Λοσούρντο είναι πως συλλαμβάνει τη σημασία που έχουν όλοι οι αγώνες για την αναγνώριση και κατορθώνει να δείξει πως η πάλη των τάξεων συνδυάζεται με τον αγώνα για την αναγνώριση. Δηλαδή, με τους αγώνες για να αναγνωριστούν τάξεις, ομάδες, κατηγορίες, φυλές κ.λπ. ως ισότιμα ανθρώπινα όντα. Ο Λοσούρντο παρατηρεί πως το κάλεσμα για ταξικούς αγώνες που απευθύνουν οι Μαρξ και Ένγκελς συμπίπτει με μια ιστορική στιγμή κατά την οποία είναι πολύ διαδεδομένη η διεκδίκηση της αναγνώρισης εκ μέρους εκείνων που θεωρούν ότι έχουν περιθωριοποιηθεί, εξευτελιστεί και προσβάλλεται κατάφωρα η ανθρώπινη υπόστασή τους. Είναι ιδιαίτερη η σημασία που δίνει στην πρώτη επανάσταση των μαύρων σκλάβων στο Σαν Ντομίνγκο στις αρχές του 1800 και στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο ο ίδιος ο Μαρξ είχε χαρακτηρίσει ως μεγαλειώδες ιστορικό γεγονός, παρά το ότι σε αυτόν συγκρούονταν δύο τακτικοί στρατοί.
Φιλοσοφικά αυτή η επισήμανση έχει μεγάλη σημασία, γιατί το αίτημα να αναγνωριστούν κοινωνικές τάξεις, κοινωνικές κατηγορίες και φυλές ολόκληρες ως πραγματικά ανθρώπινα όντα με πλήρη δικαιώματα σε μια αξιοβίωτη ζωή είναι ακόμα στην ημερήσια διάταξη, πλάι σε όλα τα οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Είναι σαφές ότι ο Λοσούρντο αποδέχεται ότι υπάρχει μια διαρκής απο-ανθρωποποίηση μέσα στα εκμεταλλευτικά συστήματα και, συνεπώς, και μια αλλοτρίωση του ανθρώπου από την ουσία του και τα παραγόμενά του. Υπενθυμίζει πως για τον Μαρξ είναι κατηγορηματική η απαίτηση της ανατροπής όλων των σχέσεων στα πλαίσια των οποίων ο άνθρωπος είναι υποτιμημένος, υποδουλωμένος, εγκαταλελειμμένος, απαξιωμένος. Έτσι θα τονίσει πως «στην ωριμότερη φάση της η θεωρία της πάλης των τάξεων εμφανίζεται σαν μια γενική θεωρία των κοινωνικών συγκρούσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνει, στηρίζοντας ταυτόχρονα, τους πολύμορφους αγώνες για την αναγνώριση».
Η παγκόσμια διάσταση
Τέταρτη μεγάλη αρετή του βιβλίου είναι ότι παρέχει στον αναγνώστη την εικόνα της παγκόσμιας διάστασης και των μορφών που παίρνει η πάλη των τάξεων στις σύγχρονες συνθήκες. Στο σημείο αυτό εντυπωσιάζει η εκτίμηση που έχει ο συγγραφέας για τον διεθνή ρόλο της Κίνας στις τελευταίες δεκαετίες, αφού βλέπει μια συνέχεια ανάμεσα στις πολιτικές που είχαν ακολουθηθεί από τον Μάο και τις επιλογές που έγιναν από τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ μετά το 1976. Η άνοδος της Κίνας βάζει τέλος στην «Κολομβιανή ιστορία» 500 χρόνων της Δύσης και είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Όπως άλλοι ερευνητές (ο Τζοβάννι Αρρίγκι και εν μέρει ο Σαμίρ Αμίν), δεν αποδέχεται τη θέση για επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα, παρά τους συμβιβασμούς που έχουν γίνει με τον καπιταλισμό.
Για τον Λοσούρντο η θεωρία της ταξικής πάλης προσπαθεί να φωτίσει την ουσία του ιστορικού προτσές. Η θεωρία της ταξικής πάλης α) αποτελεί τη γενική θεωρία όλων των κοινωνικών συγκρούσεων ακόμη κι αν δεν παρουσιάζονται αυτές με τακτοποιημένη και καθαρή μορφή, β) εντάσσει τις κοινωνικές συγκρούσεις σε ένα ιστορικό πλαίσιο και είναι σε ρήξη με κάθε φυσιοκρατική ιδεολογία και γ) προσπαθεί να λάβει υπόψη της την πολυπλοκότητα των μορφών με τις οποίες εκδηλώνονται οι κοινωνικές συγκρούσεις.
Με τη διεισδυτική ματιά του ο φιλόσοφος Λοσούρντο προχωρά σε δύο ακόμα ιδιαίτερα σοβαρές επισημάνσεις: α) η πάλη των τάξεων έχει την τάση να ξεπερνά τον εαυτό της, προωθώντας και υλοποιώντας στόχους που φαίνονται πως είναι καθολικά αποδεκτοί και β) η χειραφετητική πάλη των τάξεων έχει την τάση να πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τα συμφέροντα των εκμεταλλευομένων και των καταπιεζομένων που την προωθούν. Προωθούμε την ταξική πάλη γιατί «θέλουμε πανανθρώπινη τη λευτεριά», όσο κι αν αυτό είναι και αντιφατικό.
Γιατί αυτού του τύπου τα απελευθερωτικά προτάγματα μπορούν να είναι νικηφόρα μόνο όταν ξεπεράσουν την επιμέρους ταυτότητά τους και απευθυνθούν με καθολικό όραμα σε ολόκληρη την κοινωνία. […]
Ο συγγραφέας δεν εμβαθύνει την κριτική του πάνω στο ζήτημα της θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων. Αναμφίβολα η διαδικασία μετάβασης ή ακόμη και οι επαναστάσεις έχουν ως στόχο το ξεμπλοκάρισμα και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και όχι παραγωγικών δυνάμεων του κεφαλαίου
Κόντρα στην άρνηση τη ταξικής πάλης και στη μονομέρεια
Ο Λοσούρντο, όμως, παράλληλα διεξάγει μια πολιτική και φιλοσοφική αντιπαράθεση με όσους αρνούνται την πάλη των τάξεων και με όσους την υιοθετούν μεν, αλλά την αντιλαμβάνονται με έναν μονομερή τρόπο. Είναι κριτικός απέναντι σε ορισμένες διατυπώσεις των Μαρξ και Ένγκελς, αντιλαμβάνεται πως τα σχήματα που είχαν στο κεφάλι τους δεν επαληθεύτηκαν, είχαν έντονα ουτοπικό χαρακτήρα. Αποδίδει στον Λένιν ιδιαίτερα εύσημα γιατί κατόρθωσε να αποφυλακίσει την πάλη των τάξεων από τη δυαδική ερμηνεία, αλλά κριτικάρει έναν «ιδεαλισμό της πράξης», δηλαδή μια αντίληψη που επικράτησε στο κομμουνιστικό κίνημα ότι με έναν βολονταρισμό μπορούν να καταργηθούν πολλές κατηγορίες του κοινωνικού Είναι (κράτος, αγορά, οικογένεια, έθνος κ.λπ.). Επιμένοντας στον μετασχηματισμό του κόσμου, η επαναστατική σκέψη είναι εκτεθειμένη στον «ιδεαλισμό της πράξης» που θεωρεί πως όλες οι κοινωνικές κατηγορίες είναι απεριόριστα διαμορφώσιμες από την πολιτική πράξη. Οι διαψεύσεις αυτού του «ιδεαλισμού της πράξης» δεν ήταν διόλου λίγες και είχαν μεγάλο κόστος.
Στο έργο του Λοσούρντο εντοπίζεται, πέρα από τον κατακερματισμό των αγώνων στις τελευταίες δεκαετίες, η ανάπτυξη ενός σύνθετου και πολλαπλού λαϊκίστικου πνεύματος που προτάθηκε από διανοητές και κινήσεις ως η απάντηση στα κενά της θεωρίας της πάλης των τάξεων. Ως εκδηλώσεις αυτού του λαϊκισμού περιγράφονται ορισμένα δίπολα και στερεότυπα, όπως ο αγώνας αυτών που υπακούουν ενάντια σε αυτούς που διευθύνουν, ο εντοπισμός της αλήθειας μόνο στους απόκληρους του κόσμου, η νοσταλγία μιας αρχέγονης πληρότητας και συνθήματα όπως «είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι» ή «απαγορεύεται το απαγορεύεται» κ.λπ.
Ο Λοσούρντο εκθέτει την αντίληψή του και θέλει να την θωρακίσει απέναντι στον οικονομισμό και στη συρρίκνωση της ιδέας της ταξικής πάλης σε μια σφαίρα αναδιανομής απλά του εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων. Δεν εμβαθύνει, ωστόσο, την κριτική του πάνω στο ζήτημα της θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων. Αναμφίβολα η διαδικασία μετάβασης ή ακόμη και οι επαναστάσεις έχουν ως στόχο το ξεμπλοκάρισμα και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και όχι παραγωγικών δυνάμεων του κεφαλαίου. Αυτή η «λεπτομέρεια» ήρθε στην επιφάνεια όχι απλά ως μια ιδεολογική ή ουτοπική αντιπαράθεση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, αλλά τέθηκε και τίθεται τόσο από μεγάλα μαζικά κινήματα, όσο και από τις καταστρεπτικές συνέπειες που φέρνει η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτά όλα τα γνωρίζει και τα θέτει ο Λοσούρντο στο έργο του. Όμως, όταν πρόκειται για την υπέρβαση της διεθνούς μεγάλης απόκλισης, ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί γενικά μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων καπιταλιστικού τύπου.
Ένα χρήσιμο βιβλίο
Συνοψίζοντας, ο συγγραφέας μέσα από μια κοπιαστική, επίμονη και τεκμηριωμένη εργασία, προωθώντας ένα θαρραλέο εγχείρημα, φάνηκε να υπηρετεί τον στόχο που έθεσε, δηλαδή, να εξετάσει τη φιλοσοφική και πολιτική πορεία της κατηγορίας της πάλης των τάξεων. Να στοχαστεί πάνω σε αυτήν, ανατρέποντας πολλές μονομέρειες και απλουστευτικές διαδόσεις και στερεότυπα, να εμβαθύνει και να «διαβάσει» την πορεία της, να εντοπίσει προκύπτουσες αντιφάσεις ανάμεσα στη θεωρία (λογική) και στην πραγματική εξέλιξη (ιστορία), και να δώσει ένα έργο στην κατεύθυνση της επαναθεμελίωσής της και της επικαιροποίησής της. Γιατί, όπως τονίζει στην τελευταία φράση του βιβλίου, «μόνο έτσι θα γίνει εφικτό να ξανα-αποκτήσουμε ένα βασικό εργαλείο, αναγκαίο τόσο για την κατανόηση του ιστορικού προτσές όσο και για την προώθηση των χειραφετητικών αγώνων».
Ένα χρήσιμο βιβλίο –ακόμη και με τις κριτικές που μπορούν να ασκηθούν– γιατί αγγίζει ένα κρίσιμο ζήτημα, έναν πυλώνα της μαρξιστικής θεωρίας (και του κινήματος) που σήμερα διαπερνιέται από μια τεράστια (και εντελώς λογική) κρίση.