του Αντρέα Τζοκ*
1. Η υποχώρηση του παγκοσμιοποιητικού ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ
Μέσα στην αγωνιώδη φρενίτιδα των τελευταίων δύο χρόνων, πρώτα με την πανδημία και τώρα με τον Ρωσοουκρανικό πόλεμο, επιταχύνονται πολλές διαδικασίες και αποκτούν μορφές χωρίς προηγούμενο.
Για να κατανοήσουμε τις πρόσφατες εξελίξεις πρέπει να ξεκινήσουμε από την παρατήρηση ότι εξαντλείται η παγκοσμιοποιητική προωθητική ορμή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Όπως είναι γνωστό, το καπιταλιστικό σύστημα εξασφαλίζει τη διατήρησή του σε ισορροπία μόνο στο βαθμό που μπορεί να εγγυάται στους κατόχους κεφαλαίου (στους επενδυτές) μελλοντική μεγέθυνση του κεφαλαίου τους. Μια παρατεταμένη περίοδος στασιμότητας καταλήγει γρήγορα να ισοδυναμεί με κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, αρχίζοντας με την χρεοκοπία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο σε μια βάση που προϋποθέτει την μεγέθυνση.
Η παγκοσμιοποίηση υπήρξε η πρωταρχική μορφή της καπιταλιστικής μεγέθυνσης – της συσσώρευσης κεφαλαίου – και των προοπτικών για μεγέθυνση από την δεκαετία του 70. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η παγκοσμιοποιητική επέκταση άρχισε να επιταχύνει.
Εν τούτοις η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μια κίνηση του κεφαλαίου χωρίς ηγεσία, αν και εκφράζει δομικές ενδογενείς τάσεις του καπιταλισμού. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, η παγκοσμιοποίηση υπήρξε η μορφή που πήρε ο Αμερικανικός «αυτοκρατορικός» επεκτατισμός.
Το φιλελεύθερο αφήγημα σύμφωνα με το οποίο η επέκταση και η εντατικοποίηση του ρυθμού των ανταλλαγών θα γεννούσε αυτόματα ευημερία για όλους τους συναλλασσόμενους είναι ένα παραμύθι για αφελείς, που κρύβει ένα κρίσιμο σημείο: σε κάθε ανταλλαγή ο συσχετισμός δυνάμεων των συμβαλλομένων μερών είναι πάντοτε αποφασιστικής σημασίας.
Εκείνοι που διαθέτουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ έχουν τη δυνατότητα να αποσπούν πολύ μεγαλύτερο κέρδος από την ανταλλαγή, και η απόσπαση του μέγιστου τμήματος του κέρδους ισχυροποιεί περαιτέρω την μελλοντική τους διαπραγματευτική ισχύ και αυτό που τελικά έχει σημασία για το σύστημα είναι η ιεραρχία της ισχύος που προκύπτει εντός του (το κεφάλαιο είναι δύναμη).
Όταν η ανισομμετρία στην διαπραγματευτική ισχύ που προκύπτει από την κεφαλαιοποίηση γίνεται μεγάλη, οι «χαμένοι» της ανταλλαγής περιέρχονται σε συνθήκες πλήρους εξάρτησης, που δεν είναι επί της ουσίας διαφορετικές από κείνες του σκλάβου απέναντι στον αφέντη του. Αυτό αφορά τόσο τις ανταλλαγές μεταξύ προσώπων όσο και εκείνες ανάμεσα σε έθνη. Στο πλαίσιο των ανταλλαγών ανάμεσα σε αντισυμβαλλόμενες δυνάμεις με μεγάλο βαθμό μεταξύ τους ανισομμετρίας, το αδύνατο μέρος είναι πρόθυμο να παράσχει οποιαδήποτε υπηρεσία προκειμένου να αποφύγει την κατάρρευση. Εντός του συστήματος του παγκόσμιου εμπορίου, την επόμενη της πτώσης της ΕΣΣΔ παρέμενε μόνο μια χώρα στην κορυφή της πυραμίδας: οι ΗΠΑ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός χωρών, κυρίως Αφρικανικών, Ασιατικών κατά ένα μέρος και Νοτιοαμερικανικών αποτελούσαν τη βάση της πυραμίδας, ευρισκόμενες σε συνθήκες πλήρους εξάρτησης.
Σε αυτή τη φάση, οι ΗΠΑ έδωσαν ώθηση στην παγκοσμιοποίηση διαμέσου διεθνών οργανισμών (της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου) και έλεγχαν την συμμόρφωση με τις συνθήκες, τις διεθνείς συμβάσεις και τις προσδοκίες τους, διατηρώντας τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο.
Η είσοδος στη νέα χιλιετία, είδε την έναρξη μιας νέας φάσης που χαρακτηρίστηκε από δύο κύρια φαινόμενα.
Το πρώτο φαινόμενο είναι η εμφάνιση στη διεθνή σκηνή ενός πρωταγωνιστή ικανού να εκμεταλλευθεί πιό αποτελεσματικά από τις ΗΠΑ, τις ευκαιρίες που παρέχει η παγκοσμιοποίηση, κερδίζοντας τις ακριβώς στο σημείο που η θεωρία προβάλλει σαν καθοριστικό: στην ικανότητα καλύτερης ποιοτικά παραγωγής σε χαμηλότερο κόστος. Αντίθετα απ’ ό,τι άλλες χώρες η Κίνα διέθετε τέτοια πολιτικά, γεωγραφικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούσε να γίνει αντικείμενο εκβιασμών ούτε να τεθεί υπό τον έλεγχο της αμερικανικής πλευράς. Και κάτω απ’ αυτές τις ιδιάζουσες πραγματικά μοναδικές παγκοσμίως συνθήκες, το ελεύθερο εμπόριο λειτουργούσε στην πραγματικότητα ως ενίσχυση της δυνατότητας μεταφοράς κεφαλαίου προς τον καλύτερο παραγωγό. Η Κίνα άρχισε επιπλέον να κάνει μπίζνες με τα μέρη του κόσμου που υφίσταντο τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση, παρέχοντας ευνοϊκότερους εμπορικούς όρους, και έτσι επέκτεινε την οικονομική και γεωπολιτική της επιρροή.
Το δεύτερο φαινόμενο, που κατά ένα μέρος συνδέεται με το πρώτο, είναι η αυξανόμενη ευθραυστότητα των όλο και πιό εκτεταμένων και σύνθετων αλυσίδων παραγωγής. Όσο πιό εκτεταμένες και σύνθετες γίνονταν, τόσο αυξανόταν η πιθανότητα, τοπικά γεγονότα, πόλεμοι, επιδημίες, πολιτικές αναταραχές, χρηματιστικές φούσκες, κλπ να προκαλέσουν απότομη πτώση των προσδοκιών κερδοφορίας.
Η κρίση της φούσκας δανείων του 2007-2008 υπήρξε σημείο καμπής ως προς αυτά, εμπλέκοντας το σύνολο του πλανήτη, αλλά χτυπώντας με ιδιαίτερη σκληρότητα την κάτω από αμερικανική ηγεσία Δύση και τους δορυφόρους της. Μετά το 2008, το Δυτικό χρηματοπιστωτικό και παραγωγικό σύστημα, διατηρείται στη ζωή με τεχνητά μέσα, με την παροχή τεράστιων ενέσεων χρήματος. Όμως, αυτές οι κινήσεις παροχής ρευστότητας δεν είχαν «κεϋνσιανό» αντικυκλικό αρακτήρα. Το χρήμα που «τυπώθηκε» από τις κεντρικές τράπεζες κατευθύνθηκε με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στο ίδιο αυτό χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει προκαλέσει την κρίση, με ένα μικρό ποσοστό μόνο να εισάγεται στην πραγματική οικονομία.
Μετά το 2008, εξ αιτίας αυτών των πολιτικών μεταφοράς ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενισχυόταν ο κίνδυνος μιας πληθωριστικής φούσκας σε συνθήκες στασιμότητας (στασιμοπληθωρισμός). Αυτή η διαδικασία δεν μπορούσε να παρατείνεται επ’ αόριστον και έδινε απανωτά σημάδια ότι βρισκόταν καθ’ οδόν προς μια νέα κατάρρευση (το πιό πρόσφατο σοβαρό σημάδι υπήρξε η πρόσφατη κρίση τραπεζικής ρευστότητας τον Σεπτέμβριο του 2019). Η Αμερικανική «αυτοκρατορική παγκοσμιοποίηση» έχει μπει σε φάση υποχώρησης.
Η ηγεσία του αμερικανικού στρατιωτικο-πολιτικο-χρηματιστικού συμπλέγματος πρέπει να ξανασκεφτούν τον ρόλο τους, τροποποιώντας το μοντέλο που πρόβαλαν τις τελευταίες δεκαετίες και επανατοποθετώντας την ισχύ τους, εν όσω οι αλυσίδες παραγωγής γίνονται μικρότερες. Όλα όσα μας συμβαίνουν την τελευταία διετία εμπίπτουν σε αυτό το πλαίσιο που ορίζεται από την αναστροφή μιας ιστορικής τάσης. Μια αναστροφή ανάλογης ιστορικής σημασίας με εκείνη της υποχώρησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά τον 2ο αιώνα μΧ, που διαδέχθηκε τη φάση της μέγιστης εξάπλωσής της.
Ένα σύστημα σαν το Ρωμαϊκό στο στρατιωτικό επίπεδο, ή σαν το Αμερικανικό στο οικονομικό επίπεδο, που μπορεί να ευημερήσει μόνο μεγεθυνόμενο, όταν αρχίσει να παρακμάζει πρέπει να «αλλάξει το δέρμα του» και τελικά να αλλάξει τη φύση του. Η φάση μετάβασης μπορεί να είναι μακρά ή σύντομη, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί παρά να αποβεί τραυματική.
2. Ο ρόλος που έπαιξε η πανδημία του κορωνοϊού
Το κατά πόσον η πανδημία του κορωνοϊού προκλήθηκε από σκόπιμη ενέργεια ή αντίθετα υπήρξε ατύχημα, πιθανώς δεν θα το μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι άπαξ και άρχισε, έγινε πλήρης εκμετάλλευση των ευχερειών που δόθηκαν στο σύστημα για χειρισμούς και χειραγωγήσεις κάθε είδους.
Για χρόνια, γινόντουσαν διάφορες προσομοιώσεις σχετικές με το τι θα ήταν εφικτό και τι θα έπρεπε να γίνει μπροστά σε ένα ενδεχόμενο σοβαρό πανδημικό επεισόδιο (με πιό γνωστές προσομοιώσεις τις: Clade–X το 2017 – 2028 και Event 201 τον Σεπτέβριο του 2019, και οι δύο υπό αμερικανική διεύθυνση). Αυτές οι προσομοιώσεις εξέτασαν τόσο τις οικονομικές επιτπώσεις όσο και τις ανάγκες χάραξης μιας «κατεύθυνσης μέσω των ΜΜΕ», δηλαδή μιας διαδικασίας ελέγχου του περιεχομένου της απεύθυνσης προς τον πληθυσμό.
Όποια και αν ήταν λοιπόν η προέλευσή της, όταν ξέσπασε η πανδημία, υπήρξαν επιχειρησιακές ενδείξεις και προβλέψεις σχετικές με τα αποτελέσματά της, και εμφανίστηκε κάποιος «κυρίαρχος» σε αυτή την ιστορία, οι ΗΠΑ, που διέθεταν όλη τη γνώση και όλα τα μέσα για να κατευθύνουν τις επιλογές, αν όχι όλου του κόσμου, πάντως τουλάχιστον όλων των χωρών που είναι άμεσα εξαρτώμενες από τις ΗΠΑ στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο. Και πράγματι, το πρώτο πράγμα που μπορεί κανείς να παρατηρήσει είναι ότι οι χώρες που υιοθέτησαν με μικρές παραλλαγές, το ίδιο μοντέλο που βασίστηκε στον οριζόντιο εμβολιασμό, ασκώντας διαφορετικά επίπεδα πίεσης τους αποφεύγοντες τον εμβολιασμό, συμπίπτουν με την περιοχή της άμεσης γεωπολιτικής και στρατιωτικής επιρροής των ΗΠΑ: αυτό το μοντέλο υιοθετήθηκε από όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας και το ΝΑΤΟ, τον Καναδά, το Ισραήλ, την Αυστραλία και την Ν. Ζηλανδία.
Το μοντέλο διαχείρισης της πανδημίας υπήρξε εξ αρχής στρατιωτικού τύπου, και στρατιωτική υπήρξε και η ρητορική που αναφέρθηκε στον «πόλεμο κατά του ιού» χαρακτηρίζοντας όσους αρνήθηκαν το εμβόλιο ως λιποτάκτες κλπ.
Οι στόχοι αυτού του χειρισμού υπήρξαν δύο: η αύξηση του εσωτερικού ελέγχου επί του πληθυσμού και η διεθνής σύμπηξη των γραμμών διεύθυνσης του μπλόκ στο οποίο ηγούνται οι ΗΠΑ.
Πολύ πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, υπήρξαν εκτεταμένες εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, τέτοιες που δεν είχαν προκύψει μετά την ολοκλήρωση της κρίσης του 2008. Οι πιό επίμονες και επικίνδυνες εξεγέρσεις ήταν αυτές που προώθησαν τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία, αλλά διαμαρτυρίες υπήρξαν διάσπαρτες σε όλες τις χώρες. Στην Ιταλία οι διαμαρτυρίες χαλιναγωγήθηκαν, βρίσκοντας μια υποτιθέμενη εκλογική διέξοδο, με τη γέννηση μιας «άτυπης» και – υποτίθεται – «αντισυστημικής» κυβέρνησης (που αρχικά προκάλεσε κάποιες ανησυχίες σε επίπεδο ΕΕ).
Με την πανδημία, φιμώθηκαν όλες οι δυνατότητες διαμαρτυρίας και προβολής κοινωνικών απαιτήσεων, «για λόγους ανωτέρας βίας». Αυτό είναι ένα βασικό ευκταίο για όποιον έχει την εξουσία, και διατηρεί τη σημασία του στη μακρά χρονική διάρκεια. Πραγματικά, είναι φανερό ότι συνθήκες στασιμότητας, πληθωρισμού, οικονομικής συρρίκνωσης, ανεργίας κλπ, οδηγούν σε δυνητικά εκρηκτικές εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες. Σε μια φάση μεγάλης συρρίκνωσης και ύφεσης, όπως αυτή που έχει αρχίσει, αυτός ο κίνδυνος μπορεί να γίνει ορατός και επομένως η εξουσία παίρνει μέτρα προφύλαξης, προχωρώντας σε περιορισμούς, με την αύξηση των ελέγχων, των περιορισμών στις μετακινήσεις, την εντατικοποίηση του ελέγχου επί της έκφρασης γνώμης κλπ.
Η δεύτερη στόχευση έχει διεθνή και γεωπολιτικό χαρακτήρα. Η πανδημία εμφανίζεται σαν ευκαιρία για να δαμαστεί και να «κανονικοποιηθεί» η συστολή της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα σε σχέση με τον μεγάλο Κινέζο ανταγωνιστή. Με το ξέσπασμα της πανδημίας, η Κίνα αμέσως παρουσιάστηκε (στην πραγματικότητα ήταν από πριν) ως ο μεγάλος παγκόσμιος «καπνιστής». Το γεγονός αυτό έθεσε σε κίνηση μια ώθηση για επαναφορά της παραγωγής πίσω στη σφαίρα που τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο της αμερικανικής αυτοκρατορικής ισχύος. Αυτή η διαδικασία είναι ακριβή, μακριά και εξαντλητική και δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεκινήσει παρά μόνο χάρη σε κάτι που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μοιραίο και αδήριτα αναγκαίο «λόγω ανωτέρας βίας».
3. Ο ρόλος του ρωσο-ουκρανικού πολέμου
Ενώ στην περίπτωση της πανδημίας, η απόδοση της έναρξής της σε εμπρόθετη κίνηση από αμερικανικής πλευράς αποτελεί μόνο εικασία, όσον αφορά τον πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη, ο εντοπισμός μιας άμεσης αμερικανικής επιδίωξης πυροδότησης της σύγκρουσης είναι αρκετά εύκολος.
Κανένας εκτός αυτών που έχουν την ατυχία να είναι αναγνώστες του διδύμου Corriere de la Serra / La Repubblica, δεν έχει αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ έχουν κάνει ό,τι μπορούν για να προκαλέσουν αυτή τη σύγκρουση.
Υπάρχουν αποδείξεις ότι το πραξικόπημα του 2014 στην Ουκρανία, χρηματοδόθηκε τουλάχιστον κατά ένα μέρος από τις ΗΠΑ και ότι οι ίδιες αποφάσισαν μονομερώς (υποκαθιστώντας την Ουκρανική κυριαρχία) ποιός θα διαδεχόταν τον Γιανουκόβιτς. Υπάρχουν στοιχεία για την παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων από μέρους των ΗΠΑ στις Ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις πολύ πριν από το 2022.
Και αποτελεί ισχυρή απόδειξη, η συνολική διαδικασία επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, που εξελίσσεται για πάνω από είκοσι χρόνια, στο πλαίσιο της οποίας οι διπλωματικές συγκρούσεις με τη Ρωσία δεν έχουν πάψει να επανέρχονται και να αυξάνονται. Έτσι είναι βέβαιο ότι οι ΗΠΑ έχουν εργαστεί για να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια τέτοια σύγκρουση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Πούτιν εξαναγκάστηκε να δράσει, εφόσον καμία ανθρώπινη ενέργεια δεν είναι ποτέ απολύτως υποχρεωτική: Ο Πούτιν έχει ευθύνη για τις επιλογές που έγιναν, επιλογές που από την σκοπιά μιας διεθνούς δύναμης που θέλει να παραμείνει τέτοια δεν είναι υποχρεωτικές αλλά για τις οποίες της δίνεται ισχυρό κίνητρο.
Από τη σκοπιά της Αμερικανικής αυτοκρατορίας, ο πόλεμος τελειοποιεί τη διαδικασία που άρχισε με την πανδημία: αυτή τη φορά η προώθηση της περιστολής των παγκόσμιων εξαρτήσεων στοχεύει μετά την Κίνα, τον άλλο μεγάλο παγκόσμιο παίκτη, τη Ρωσία. Η Ρωσία δεν είναι συγκρίσιμη οικονομικά με την Κινεζική παραγωγική υπερδύναμη, αλλά είναι ο μόνος πραγματικός στρατιωτικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ, και επιπλέον είναι η χώρα με τους μεγαλύτερους φυσικούς πόρους στον κόσμο. Γι’ αυτό μετά από τα χρόνια της παρακμής με τον Γιέλτσιν, η Ρωσία είναι πάλι αυτοδίκαια μια δύναμη ικανή να σταθεί απέναντι στην Αμερικανική αυτοκρατορία.
Και εδώ επίσης όπως και στην περίπτωση της πανδημίας, δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι είναι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός που αντικειμενικά γεννά τα συγκεκριμένα πολιτικά αποτελέσματα. Η συγκεκριμένη ερμηνευτική χορογράφηση που επιβάλλεται, είναι αποφασιστικού χαρακτήρα. Δεν είναι η πανδημία που προκάλεσε τα λοκντάουν, ή που έθεσε εμπόδια στην κατανάλωση, ή που παρήγαγε το Πράσινο Πάσο κλπ. Δεν είναι ο πόλεμος που αυτόματα φέρνει ως αποτέλεσμα την οικονομική και πολιτική απόσπαση της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Κρίσιμος είναι αντίθετα ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύεται ο πόλεμος και εξακολουθεί να διαβάζεται από τα κύρια Ευρωπαϊκά ΜΜΕ, ο τρόπος που τρέφει ένα αφήγημα που στοχεύει να δημιουργήσει ένα φράχτη με αγκαθωτό σύρμα ανάμεσα στη «φιλελεύθερη Δύση» και την «Ρωσική αυτοκρατορία του Κακού».
Η δαιμονοποίηση του Πούτιν και των Ρώσων συνολικά, λειτουργεί για τη δημιουργία μόνιμων εμποδίων μέσα στο λαϊκό αίσθημα και πάει στη μακρά διάρκεια να χωρίσει τη Ρωσία και την Ευρώπη, επαναφέροντας την Ευρώπη πλήρως κάτω από την Αμερικανική φτερούγα.
Η Ευρώπη, της οποίας οι ΗΠΑ χαλάρωσαν τα λουριά τα τελευταία τριάντα χρόνια, επιτρέποντάς της να γίνει ένας αυτόνομος νεοφιλελεύθερος πόλος μετά την Συνθήκη του Μάαστριχτ, ανακαλείται τώρα πίσω στην τάξη.
Η ιδέα που έτρεφαν πολλοί ευρωπαϊστές, ότι η ΕΕ ήταν ο πυρήνας μιας παγκόσμιας αυτόνομης δύναμης, τώρα προσγειώνεται βιαίως στη σκληρή πραγματικότητα: με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου «μικρότερου αδελφού» των ΗΠΑ, η Ευρώπη μετά το 1945 δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο πέρα από μια αμερικανική αποικία και κατεχόμενη περιοχή. Η πολιτιστική αμερικανοποίηση έχει προχωρήσει ευρέως σε όλα τα επίπεδα, αλλά πάντοτε κάτω από την σιωπηρή σκιά της απόλυτης στρατιωτικής και πολιτικής εξάρτησης (απέναντι στην οποία μόνο η Γαλλία έχει προβάλει κάποια δυσφορία κατά περιόδους).
Από τη σκοπιά της αμερικανικής αυτοκρατορίας, ο πόλεμος τελειοποιεί τη διαδικασία που άρχισε με την πανδημία: Αυτή τη φορά η προώθηση της παγκόσμιας απεξάρτησης στοχεύει μετά την Κίνα, τον άλλο μεγάλο παγκόσμιο παίκτη, τη Ρωσία
4. Ποιος οδηγεί το σκάφος;
Ερχόμαστε στο πιό δύσκολο ερώτημα. Ποιό είναι το ενεργητικό υποκείμενο όλης αυτής της διαδικασίας; Ποιός βρίσκεται στη γέφυρα του πλοίου πάνω στο οποίο βρισκόμαστε παρά τη θέληση μας; Το ερώτημα είναι σημαντικό, γιατί είναι αυτή ακριβώς η ιδέα ότι πρόκειται για μια διαδικασία που δεν ελέγχεται από κανέναν, ότι πρόκειται για κάτι «αυθόρμητο», εκείνη που δημιουργεί τις συνθήκες για να εκληφθεί δημόσια ως κάτι φυσικό, αναπόφευκτο ή μοιραίο.
Ατυχώς, μη ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με επίσημους οργανισμούς, η πιθανότητα να παράσχουμε ένα είδος «λίστας συνωμοτών» είναι πολύ απομακρυσμένη. Αλλά ίσως μια τέτοια απάντηση, μια απάντηση που θα έδινε ονόματα και σχεδιασμούς του τύπου μιας «παγκόσμιας μυστικής στοάς» δεν χρειάζεται, και δεν είναι αναγκαίο ότι μια τέτοια οντότητα υπάρχει στην πραγματικότητα (αν και δεν πρέπει κάτι τέτοιο να αποκλεισθεί). Ίσως αντί μιας τέτοιας «συνωνομοτούσας λέσχης» είναι πιό λογικό πρώτα να κατονομάσουμε τι τους συνδέει, ανεξάρτητα από το αν έχουν συμμετοχή σε μια (υποτιθέμενη) τέτοια λέσχη. Η καλύτερη απάντηση που μπορεί να δοθεί ανακαλεί την περίφημη έκφραση του Αϊζενχάουερ όταν μίλησε για το αμερικάνικο «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα». Σήμερα όπως και όταν μίλησε ο Αϊζενχάουερ, οι ΗΠΑ παραμένουν στο πηδάλιο της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, όμως το σχήμα των κεντρικών δομών ισχύος έχει υποστεί μια μεταμόρφωση. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα έχει μια διάσταση λιγότερο εθνικά προσδιορισμένη απ’ ό,τι η βιομηχανική οικονομία. Και η στρατιωτική διάσταση στις ΗΠΑ έχει επαναπορροφηθεί από την αμερικανική νεοφιλελεύθερη πολιτική, που έχει μάθει εδώ και πολύ καιρό να χρησιμοποιεί την στρατιωτική σφαίρα ως το πιό χρήσιμό της εργαλείο. Πράγματι, το νεοφιλελεύθερο κράτος δεν βασίζεται στο «ελεύθερο εμπόριο» αλλά ενεργεί δραστήρια για τον έλεγχο της προμήθειας πρώτων υλών, χρησιμοποιεί τον στρατό ως εργαλείο για την άσκηση πίεσης για την σύναψη «συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου» και χρησιμοποιεί τις στρατιωτικές δαπάνες ως μέσο «αντικυκλικής παρέμβασης». Έτσι, αντί να γίνεται λόγος για ένα αμερικανικό «στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα» μπορούμε να μιλάμε για ένα «πολιτικοχρηματιστικό σύμπλεγμα» υπό αμερικανική ηγεσία.
Αυτό το σύμπλεγμα έχει την δυνατότητα και τα κίνητρα να διαχειριστεί την παγκόσμια κατάσταση στις παρούσες μορφές της. Εάν δεν είναι μια θεσμοθετημένη οντότητα, στο μοντέλο μιας «μυστικής εταιρείας», είναι πιθανό να πρόκειται για έναν ευέλικτο πυρήνα εντός του οποίου συγκλίνουν η ιδεολογία και η ισχύς. Το πρωταρχικό ενδιαφέρον αφορά τη διατήρηση της ισχύος ης παρούσας χρηματιστικής συγκέντρωσης.
Τα κυριότερα εργαλεία για την υλοποίηση αυτής της επιδίωξης είναι δύο: 1). Η δυνατότητα μετακίνησης του διεθνούς κεφαλαίου (προάγοντας ευπειθείς πολιτικούς, με τον προσεταιρισμό / εξαγορά του προσωπικού των ΜΜΕ κλπ) και 2). Η στρατιωτική απειλή που αντιπροσωπεύει η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ και οι «σύμμαχοί» της.
Στο επίπεδο αυτών των κορυφαίων διαχειριστών της ισχύος δεν είναι αναγκαία η «συμφωνία όλων», γιατί προκειμένου να επιτευχθούν αποφασιστικές μετατοπίσεις είναι αρκετή η συμφωνία μιας μειοψηφικής αλλά συμπαγούς ομάδας, ικανής να μετακινεί το κέντρο βάρους των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων που έχουν σημασία. Αυτό το σύμπλεγμα βρίσκεται όντως ενωμένο γύρω από το πρωταρχικό συμφέρον της διατήρησης της δύναμης (της σχετικής παγκόσμιας υπεροχής), αλλά το ενώνει επίσης η φιλελεύθερη ιδεολογία με την οποία ταυτίζεται χωρίς δεύτερες σκέψεις. Η ηγετική ομάδα δεν χρειάζεται μια θεσμοποιημένη δομή, ούτε συγκεκριμένο καταμερισμό καθηκόντων, όπως συμβαίνει με τους τυπικούς οργανισμούς, ενωμένη όπως είναι λόγω της επιδίωξής της να διατηρήσει τη δύναμή της σε συνδυασμό με την φιλελεύθερη κοσμοθεώρηση που υποστηρίζει ως βάση για τη δικαιολόγηση αυτής της δύναμης.
Αυτά τα χαρακτηριστικά μιας σχετικής απροσδιοριστίας κάνουν δύσκολο τον καταλογισμό ευθυνών στους υπαίτιους για τα γεγονότα που συμβαίνουν σήμερα. Ονοματίζοντας την μια ή την άλλη φιγούρα της διεθνούς οικονομίας (τον Μπίλ Γκέιτς ή τον Τζώρτζ Σόρος κα) αυτόν ή εκείνο τον εκπρόσωπο της διανόησης (τον Κλάους Σβάμπ ή τον Μπερνάρ – Ενρί Λεβύ κα) τον όποιο πολιτικό ηγέτη (την Χίλαρυ Κλίντον ή τον Εμ. Μακρόν κα) δεν προκύπτει ποτέ μια εικόνα επαρκούς σαφήνειας διότι οι γραμμές που οριοθετούν αυτό το κορυφαίο γκρούπ του φιλελεύθερου καπιταλισμού δεν είναι σαφείς και είναι απίθανο ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη λέσχη που ο καθένας τους θα έπρεπε να έχει στην τσέπη του την κάρτα μέλους της. Υπάρχουν πολυάριθμες συλλογικότητες που καλλιεργούν αυτές τις ιδεολογικές και επιχειρησιακές πλευρές (το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Λέσχη Μπίλντεμπεργκ κα) αλλά μάλλον δεν υπάρχει μια «στέγη» στην οποία αναφέρονται όλοι. Αυτό που έχει σημασία είναι η κοινή ιδεολογία και η κοινή κορυφαία θέση τους στην κατανομή της πολιτικής και οικονομικής ισχύος κάτω από αμερικανική ηγεσία.
5. Αποκάλυψη τώρα
Συμπερασματικά, σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο σύμπτυξης της παγκοσμιοποιητικής φάσης της Αμερικανικής αυτοκρατορίας, που καλεί σε υποχώρηση ένα μέρος από τα πλοκάμια της, προκειμένου να στερεώσει και να περιχαρακώσει τη θέση της γύρω από τις ευκολότερα υπερασπίσιμες θέσεις για τις ΗΠΑ περισσότερο, και όχι για την αποικιοποιημένη από τις ίδιες Δύση.
Αυτή η φάση επιφέρει και θα συνεχίσει να επιφέρει φρικτά οικονομικά και κοινωνικά κόστη. Πρέπει να ενεργήσουν έτσι ώστε να πληρωθούν από την περιφέρεια της αυτοκρατορίας ανάλογα με τη διαπραγματευτική ισχύ που διαθέτουν τα διάφορα μέρη.
Οι ομάδες στην κορυφή των ΗΠΑ και επιλεγμένες μειονότητες στις επαρχίες θα εξαιρεθούν. Τα εσωτερικά κόστη στις ΗΠΑ θα πρέπει να κρατηθούν χαμηλά, διότι όπως και στην αυτοκρατορική Ρώμη δεν υπάρχει περιθώριο για υπερβολικά επίπεδα δυσφορίας «στα θεμέλια του σπιτιού». Όπως μετακινούμαστε από το κέντρο της αυτοκρατορίας προς τις λιγότερο ενσωματωμένες ζώνες, τα κόστη θα ανεβαίνουν εκθετικά και κάποιες χώρες απλώς θα θυσιαστούν.
Σε αυτή τη φάση που θα διαρκέσει σίγουρα για πολλά χρόνια, το εκρηκτικό δυναμικό της κοινωνικής διαμαρτυρίας και των εξεγέρσεων θα κρατηθεί σε απόσταση άλλοτε με την επίκληση «προταγμάτων υψηλής ηθικής» και άλλοτε με την επιμελή προσφυγή στην «ασφυκτική καταπίεση».
Από τη μια πλευρά, χάρη στον έλεγχο που ασκείται επί των ΜΜΕ, η προπαγάνδα προβάλλει το «ανώτερο καλό» που εκφράζει εκείνη τη θετική ιδεολογική προσήλωση που δίνει ταυτότητα στο «καλό» και στο «κακό». Στο φιλελεύθερο πλαίσιο το «ανώτερο καλό» τυπικά παίρνει τη μορφή «της αλληλεγγύης προς τα θύματα», όποια και αν είναι αυτά κατά περίπτωση (πρόσφατα έχουμε μεταβεί από τους θανάτους λόγω του κορωνοϊού στα θύματα της Ουκρανίας, αλλά ο κατάλογος είναι μακρύς).
Άπαξ και το κατάλληλο θύμα εφευρεθεί από τα ΜΜΕ και οι κραυγές αγανάκτησης του τηλεχειριζόμενου πλήθους έχουν ξεσηκωθεί, μπορεί να ζητηθεί η οποιαδήποτε θυσία, με εμπιστοσύνη στο εύπλαστο της κοινής γνώμης.
Ταυτόχρονα, τα πραγματικά θύματα αυτού του καταστροφικού μετασχηματισμού, οι πληθυσμοί που συντρίβονται, οι κουλτούρες που διαγράφονται, οι νέοι σκλάβοι, οι περιθωριοποιούμενοι και εκβιαζόμενοι πληβείοι, ούτε σήμερα ούτε αύριο θα σκούσουν να μιλάει κάποιος γι’ αυτούς.
Εκεί όπου η «θετική» διάσταση δεν είναι αρκετή για να λειτουργήσει παρακινητικά, γι’ αυτούς τους άλλους, τους «φαύλους», που δεν είναι διατεθειμένοι να τους συνεπάρουν οι κατά παραγγελία παιάνες για τα «θύματα» με τη βούλα, γι΄αυτούς τους «άξεστους» υπάρχει και θα υπάρχει όλο και περισσότερο η κάθε λογής καταπίεση: οι απειλές, τα αντίποινα στην εργασία, οι κυρώσεις, οι μομφές, η απαγόρευση διαδηλώσεων, οι διάφοροι έλεγχοι, τα συστήματα εκβιασμού κλπ.
Η κατάληξη μιας τέτοιας διαδικασίας, εφόσον καταφέρει να εξελιχθεί χωρίς σκληρή και αποτελεσματική αντίθεση, θα είναι η πλήρης εγκατάλειψη, ακόμα και η τυπική, του δημοκρατικού παραδείγματος (που ήδη αδειάζει από περιεχόμενο) και η έλευση μιας νεοτεχνοκρατικής και πλουτοκρατικής φεουδαρχίας.
* Ο Αντρέα Τζοκ είναι Ιταλός φιλόσοφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Το παρόν άρθρο του αναρτήθηκε στις 26/4/2022 στην ιστοσελίδα L’AntiDiplomatico (www.lantidiplomatico.it), και εδώ αποδίδεται σε συντετμημένη μορφή. .