Αυτήν την εβδομάδα ο Γιεγκίσε Κιρακοσιάν, εκπρόσωπος της Αρμενίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ζήτησε από αυτόν τον ανώτατο δικαστικό θεσμό του ΟΗΕ να λάβει αποφάσεις που όχι μόνο θα καταδικάζουν την εθνοκάθαρση των Αρμενίων οι οποίοι επί χιλιετίες ζούσαν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ (Αρτσάχ), αλλά και θα την ακυρώσουν. Ζήτησε συγκεκριμένα να αποφασιστεί ότι «το Αζερμπαϊτζάν πρέπει να αποσύρει όλες τις στρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες του από όλες τις πολιτικές εγκαταστάσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ» και «να απέχει από κάθε ενέργεια που έχει ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των εναπομεινάντων εθνοτικών Αρμενίων ή την παρεμπόδιση της ασφαλούς και ταχείας επιστροφής των προσφύγων» (η συντριπτική πλειοψηφία των Αρμενίων του Αρτσάχ κατέφυγε στην Αρμενία).

Ίσως η κυβέρνηση και οι λοιποί θεσμοί της Αρμενίας να συνειδητοποιούν τώρα το βάρος του τετελεσμένου της εθνοκάθαρσης*. Η προσφυγή σε διεθνείς οργανισμούς είναι ένας τρόπος καταδίκης του τετελεσμένου, αλλά όχι ανατροπής του – το δείχνει με κραυγαλέο τρόπο το γεγονός ότι αντίστοιχες αποφάσεις του ΟΗΕ, των Διεθνών Δικαστηρίων κ.λπ. για τις ιστορικές αδικίες που υπέστησαν άλλοι λαοί είχαν την αξία του χαρτιού στο οποίο γράφτηκαν. Πόσο μάλλον που πλέον το παγκόσμιο μομέντουμ (και μαζί του και οι όποιοι διεθνείς θεσμοί) υποκλίνεται ανοιχτά στην ισχύ και όχι στο δίκαιο. Το δείχνει και η κυνική απάντηση του Αζέρου εκπροσώπου στο ίδιο Διεθνές Δικαστήριο: «Η Αρμενία επαναλαμβάνει τις κατηγορίες για εθνοκάθαρση τόσο συχνά που οι ισχυρισμοί της έχουν χάσει πια το νόημά τους»…

Όταν τα θύματα έχουν εγκαταλειφθεί από τους πάντες, ενώ οι θύτες απολαμβάνουν την ενεργητική υποστήριξη ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων (Τουρκία, Ισραήλ) και την ανοχή –τουλάχιστον– των Μεγάλων και των δύο μπλοκ, κάπου αλλού πρέπει να αναζητηθεί η διέξοδος. Εάν βέβαια θεωρήσουμε ότι το μαρτυρικό αρμενικό έθνος είναι αποφασισμένο να παλέψει ξανά για να μην σβήσει από προσώπου γης. Διότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι το τετελεσμένο στο Αρτσάχ: είναι ο κίνδυνος περαιτέρω ακρωτηριασμού, της καθαυτό Αρμενίας πλέον, και μετατροπής των τελευταίων εδαφών που θα της απομείνουν (τύποις «ανεξάρτητα») σε εδάφη υποτελή και ανά πάσα στιγμή αναλώσιμα. Από ποιους; Καταρχήν από την Τουρκία που, χάρη στην «απόσυρση» των Ρώσων, ενδυναμώνεται κι άλλο στην ευρύτερη περιοχή…

Με τι θα αντικατασταθούν οι παλιές ψευδαισθήσεις;

Αυτόν τον κίνδυνο τον συνειδητοποιεί με οδυνηρό τρόπο η αρμενική κοινωνία. Κι αυτό που συντελείται τώρα στους κόλπους της είναι η οριστική διάλυση ιστορικών ψευδαισθήσεων ότι η Ρωσία, παρά τις κατά καιρούς «παρεκκλίσεις» της, τελικά θα στέκεται πάντα στο πλάι της, ως μεγάλος αδελφός και προστάτης της. Η Μόσχα, για να μην τα χαλάσει με το Μπακού και την Άγκυρα τη στιγμή που ματώνει στην Ουκρανία, άφησε ξεκρέμαστο το Ερεβάν. Το οποίο τώρα φαίνεται σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του, αναζητώντας σωτηρία στη… Δύση. Την οποία καλοπιάνει, κάνοντας ότι δεν βλέπει πως και οι Δυτικές πρωτεύουσες δεν έχουν καμιά διάθεση να τα χαλάσουν με τον Ερντογάν και με τον Αλίεφ. Διότι ο μεν πρώτος πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία (πάση θυσία άλλων βέβαια!) στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», ο δε δεύτερος πρέπει να συνεχίσει να εφοδιάζει τη «σωστή πλευρά» με πετρέλαιο και αέριο.

Πραγματικά, περισσότερες ελπίδες αξιοπρεπούς επιβίωσης θα είχαν οι Αρμένιοι εάν επιζητούσαν μια στενή συμμαχία με το Ιράν, που απεύχεται κάθε αλλαγή συνόρων στην περιοχή! Προσπαθώντας παράλληλα να χτίσουν μια κοινή πορεία με την Ελλάδα, την Κύπρο και άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιες απειλές ακρωτηριασμού και εν τέλει εξανδραποδισμού. Αυτό βέβαια προϋποθέτει το ταρακούνημα των συνειδήσεων και στον χώρο του ελληνισμού, που ναρκώνεται από ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα διατεθειμένο να δώσει γη και ύδωρ προκειμένου να παραμείνει «διαχειριστής»… Το αίτημα της συμπόρευσης μικρών απειλούμενων λαών, μαζί με το παράδειγμα του πείσματος που άλλοι μικροί λαοί επιδεικνύουν –κρατώντας έτσι πάντα ανοιχτό το ζήτημα της εθνικής τους αποκατάστασης και κυριαρχίας– μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση σχεδίων επιβίωσης και διεξόδου. Η άλλη «λύση», η τάχα ρεαλιστική, είναι η αποδοχή του ενός τετελεσμένου μετά το άλλο. Ώσπου να μην υπάρχει πια κάτι να τελεστεί.

* «Ένοχοι και συνένοχοι» (φύλλο 654).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!