Διδάγματα από το παρελθόν, χρήσιμοι οδηγοί για το μέλλον.
Στις 9 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη με τη συνηθισμένη τους τακτική των παρελάσεων. Παρά τη γραφειοκρατική τους οργάνωση πολύ γρήγορα φάνηκε ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν το ζήτημα των τροφίμων. Πώς αντιμετωπίστηκαν από την κοινωνία οι ελλείψεις και η επιβίωση, και ποια η πολιτική σημασία αυτής της αντιμετώπισης;
Οι ελλείψεις τροφίμων παρουσιάστηκαν από τις πρώτες μέρες εξαιτίας της πολιτικής οικειοποίησης και αρπαγής των γερμανικών αρχών, του συμμαχικού αποκλεισμού, των δυσκολιών στις μετακινήσεις και της απόκρυψης ειδών και σοδειάς από εμπόρους και αγρότες. Οι τρεις μορφές εξουσίας, εξόριστη κυβέρνηση μαζί με τη Μ.Βρετανία, αρχές Κατοχής και κυβέρνηση Τσολάκογλου δεν έδειχναν να δραστηριοποιούνται, τουλάχιστο στο βαθμό που απαιτούσε η οξύτητα της κατάστασης.
Η κατάσταση ήταν οξυμμένη και κρίσιμη και καλούσε σε εγρήγορση. Η κοινωνία της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα που πλήττονταν περισσότερο, εκτός από τις ατομικές λύσεις ανάγκης (διαδρομές στην επαρχία, οικόσιτα ζώα, μικροκαλλιέργειες μέσα ή κοντά στην πόλη, αλιεία και εφευρετικότητα των νοικοκυρών), ανέπτυξε τάσεις συσπείρωσης γύρω από εκείνους τους θεσμούς ή τους πολιτικούς μηχανισμούς που πρότειναν λύσεις για τα συγκεκριμένα προβλήματα.
Ο αγώνας για την επιβίωση
Η Θεσσαλονίκη είχε μία μακρά παράδοση συνεργασίας φιλανθρωπικών οργανώσεων, ημικρατικών θεσμών και κρατικών φορέων για τη διοργάνωση συσσιτίων και την περίθαλψη απόρων η οποία ξεκινούσε από την πυρκαγιά του 1917 αλλά κυρίως από τον ερχομό των προσφύγων του 1922 και έφτανε μέχρι τον πόλεμο του 1940 όπου λειτουργούσαν συσσίτια για ένα πολύ μεγάλο αριθμό απόρων. Από το φθινόπωρο του 1941 άρχισαν να εκδηλώνονται και πάλι οι πρώτες προσπάθειες εκ μέρους φιλανθρωπικών οργανώσεων και των ευπόρων της πόλης, σε μια συνέχεια προηγούμενων ανάλογων δράσεών τους και βοήθησαν στη λειτουργία των λαϊκών συσσιτίων το χειμώνα του 1941–1942. Στη συνέχεια, το συντονισμό και την παραπέρα ανάπτυξη ανέλαβε ειδική επιτροπή που οργανώθηκε από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας. Η οργάνωση των κρατικών φορέων ήταν αργή και σταδιακή και με κύριο πρόβλημα τις οικονομικές απάτες και ατασθαλίες των ανθρώπων που εμπλέκονταν.
Η διανομή των προϊόντων γινόταν μέσω των δελτίων, των περιστασιακών διανομών τροφίμων, των λαϊκών συσσιτίων αλλά και των παιδικών συσσιτίων των παραπάνω φορέων.
Στα λαϊκά συσσίτια, το χειμώνα και την άνοιξη του 1941-42 ο αριθμός των σιτιζομένων κυμάνθηκε από 70 ως 130 χιλιάδες σε ένα σύνολο περίπου 250.000 κατοίκων για το πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης δηλαδή περισσότερο από το 1/3 της πόλης, αντίστοιχα στα παιδικά συσσίτια τράφηκαν από 15 ως 37 χιλιάδες παιδιά, ενώ άλλα 7 με 8,5 χιλιάδες παιδιά βρήκαν τροφή σε εκείνα των κατηχητικών.
Οι παραδοσιακοί από τις προηγούμενες δεκαετίες φορείς αρωγής προς τους απόρους της πόλης, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και οι συλλογικότητές τους, η Εκκλησία, αλλά και το ΕΚΘ στη φάση αυτή σε συνεργασία με την ΑΥΕ και σε επικοινωνία και συνεννόηση με τις γερμανικές αρχές προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση που η ληστρική τακτική των Γερμανών και η διάλυση του κρατικού μηχανισμού είχε δημιουργήσει. Οι λόγοι ήταν ανθρωπιστικοί, αλλά ήταν και προπαγάνδας και ελέγχου, ενώ πολλοί μέσα από αυτούς τους φορείς επιδίωκαν να βρίσκονται κοντά στα αποθέματα τροφίμων για να επωφελούνται, να κερδοσκοπούν και τελικά να επιδεινώνουν την κατάσταση. Ωστόσο συνέβαλαν στο να καλύψουν ως ένα βαθμό το πρόβλημα των ελλείψεων τους πρώτους κατοχικούς μήνες και να εδραιώσουν στη συλλογική μνήμη της πόλης αλλά και στην πολιτική και κοινωνική εξουσία, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που ακολούθησαν, τους παραπάνω θεσμούς και φορείς.
Συλλογική οργάνωση και διεκδικήσεις
Ταυτόχρονα στην πόλη από τους πρώτους μήνες της κατοχής ιδρύθηκε η εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση «Ελευθερία» με πρωτοβουλία του Μακεδονικού γραφείου του Κ.Κ.Ε. και τη συμμετοχή της ομάδας Μερκουρίου με άτυπο αρχηγό τον απότακτο συνταγματάρχη του κινήματος του 1935, Δημήτριο Ψαρρό, του ΣΚΕ και του ΑΚΕ.
Αυτή θα κατεύθυνε τη δράση της σε τρεις τομείς: οργανώσεις σε μαζικούς χώρους (εργασίας, συλλόγους, σωματεία, πανεπιστήμια, σχολεία), ημιστρατιωτικά τμήματα κατά συνοικία, και ένοπλα τμήματα σε κοντινούς στη Θεσσαλονίκη ορεινούς όγκους. Στους μαζικούς χώρους έδρασαν παλαιότερες ή δημιουργήθηκαν νέες οργανώσεις. Ο πυρήνας της Οργάνωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΟΚΝΕ) εξαπλώθηκε στο πανεπιστήμιο, όπου συστήθηκε η ΟΚΝΕ Φοιτητών, και ανάμεσα σε άλλα αναδιοργάνωσε τη Φοιτητική Λέσχη με συσσίτιο για τους φοιτητές.
Στο συνδικαλιστικό τομέα το καλοκαίρι του 1941 ιδρύθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ). Οι εργαζόμενοι άρχισαν και πάλι να διεκδικούν με οικονομικά και πολιτικά αιτήματα που αποτελούσαν μορφές αντίστασης στον κατακτητή και στη δωσιλογική κυβέρνηση αλλά και νέα πρόταση για το μέλλον.
Τον Οκτώβριο του 1942 ιδρύθηκε η «Εθνική Αλληλεγγύη» ενώ από το 1943, η παράνομη αντιστασιακή ΕΠΟΝ ίδρυσε το νόμιμο σωματείο του ΟΨΥΠ (Οργανισμός Ψυχαγωγίας Υγείας Παιδιού) που έδρασε στον τομέα της πρόνοιας και των παιδικών συσσιτίων και προσπάθησε να διαφοροποιηθεί κομίζοντας νέες ιδέες για την ανάγκη ψυχαγωγίας των παιδιών.
Σε άμεση σχέση με τις παραπάνω οργανώσεις πρέπει να ήταν και ένα μέρος του κινήματος των συνεταιρισμών. Η πλειονότητα των πολιτών μπορούσε να ανήκει σε κάποιον συνεταιρισμό και να εξυπηρετείται μέσω αυτού. Το κίνημα των συνεταιρισμών συνέδεσε ανθρώπους είτε σε μια συλλογική συναλλαγή με τους παραγωγούς είτε σε μια οργανωμένη και συλλογική άσκηση πίεσης και διεκδίκησης προστασίας από το κράτος και τις αρχές.
Κατανοώντας την ιστορία ως μια γνώση για το παρελθόν που συνεχώς συμπληρώνεται και αναθεωρείται φτάνουμε «να αμφισβητήσουμε τις πάντα απατηλές ενότητες του σύγχρονου κοινωνικού και πολιτικού λόγου», φτάνουμε να τον κρίνουμε και τελικά να τον κάνουμε πιο ουσιαστικό.