του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Κ. Θ. Δημαράς (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, έκτη έκδοση, Ίκαρος, 1975) στο 28ο κεφάλαιο με τον εύλογο τίτλο «Ο συναγερμός που τελειώνει, 1900-1912» σημειώνει: «Προχωρώντας στο χρονολογικό μας διάγραμμα, περνούμε τώρα σ’ ένα επίκεντρο καινούριο, στην διαμόρφωση της ελληνικής παιδείας μετά το 1900 περίπου ως το κίνημα στο Γουδί, ή τους βαλκανικούς πολέμους. Περισσότερο, παρά την προηγούμενη δεκαετηρίδα, και, ας προσθέσουμε αμέσως, περισσότερο παρά την επόμενη, βλέπουμε εδώ να ολοκληρώνεται και να ωριμάζει το κίνημα της γενιάς του 1880» (σελ. 430).
Πάρα πολλοί είναι οι λογοτέχνες που συνδέονται με την περίοδο αυτή. Τιμητικά θα αναφέρουμε τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, για το έργο του «Τα ψηλά βουνά».
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι, 2 Φεβρουαρίου 1877 – Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1940) ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και ακαδημαϊκός, ένθερμος δημοτικιστής.
Τα «Ψηλά Βουνά» εκδόθηκαν τον Δεκέμβριο του 1918 ως αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού. Η κυβέρνηση Βενιζέλου εισήγαγε τη δημοτική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο. Σε 79 κεφάλαια εξιστορούνται οι εμπειρίες μιας ομάδας συμμαθητών που περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στο βουνό. Εκεί μαθαίνουν να λειτουργούν σαν μία κοινότητα και να προστατεύουν το δάσος.
«Σαν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσόρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον πήραν με βαθιά αναπνοή.
Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους κι ύστερα έφευγαν με γοργό λαρυγγισμό.
Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου.
Οι βράχοι σχημάτιζαν σα θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοί και απότομοι, σα να τους είχες κόψει με σπαθί. Ο βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό. Πελώρια ήταν όλα.
Και σ’ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος. Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξιδιώτες κοίταξαν προς τις κορφές.
Ένας τους φώναξε: “Γεια σας, ψηλά βουνά!”».
***
Ο Μάριο Βίττι (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας, γ΄ έκδοση βελτιωμένη, 2008) μιλώντας για την περίοδο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο έχει το κεφάλαιο «Ιδεολογικοί αγώνες και πεζογραφία». Πολλοί είναι οι συγγραφείς που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Θα αναφέρουμε τρεις κατά σειρά θανάτου: Περικλή Γιαννόπουλο, Ίωνα Δραγούμη και Πηνελόπη Δέλτα
Ο Περικλής Γιαννόπουλος (Πάτρα 1869 – Αθήνα 8 Απριλίου 1910), λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής. Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, εξέφρασε με πάθος τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και κατήγγειλε την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό», τον χριστιανισμό. Στις 8 Απριλίου 1910, ο Περικλής Γιαννόπουλος, όπως είχε προσχεδιάσει, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Εκεί αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι. Πολλοί είναι όσοι τότε και μεταγενέστερα εκφράζουν τον θαυμασμό τους στον Περικλή Γιαννόπουλο. Ένα δείγμα:
«Ὅλη ἡ γύρωθέν μας Φύσις, ἡ γήινη ὕλη, χρωμάτων, πετρῶν, λόφων, βουνῶν, εἶναι τόσον λεπτόγραμμος καὶ λεπτόχρους σὰν ἐὰν Ἀριστοτέχνης Ζωγράφος ἐξῆγεν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν τελειότατον τοπίον τὸ οὐσιῶδες του γραμμικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος καὶ συνέθετεν ἕνα μουσικόγραμμον καὶ ἡδονόχρουν ἀερογράφημα. Εἶναι μία εἰκὼν Ἰδανικὴ σὰν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθῆ· ἕνα ἴνδαλμα σὰν τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἰνδάλματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἐνθουσιῶν νοῦς τῶν Ποιητῶν καὶ τὰ πετᾷ ἀπέναντί των καὶ τὰ βλέπουν, τὰ ζωγραφίζουν, τοὺς ὁμιλοῦν καὶ τὰ ὑμνοῦν. Ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι καὶ τὰ βλέπουν».
***
Ο Ίων Δραγούμης (Αθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 1878 – Αθήνα, 31 Ιουλίου 1920), γνωστός με το ψευδώνυμο Ίδας, ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης.
Βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Άσκησε σημαντική επιρροή στη διαμόρφωση της ελληνικής ιδεολογίας των αρχών του εικοστού αιώνα. Το 1920, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι, συνελήφθη και δολοφονήθηκε από στρατιωτικό σώμα ασφαλείας, έναντι του ξενοδοχείου Χίλτον.
Ένα απόσπασμα από το έργο του «Σαμοθράκη» (1909):
«Είτε θέλοντας είτε μη, αισθάνομαι τον εαυτό μου ένα με τους ανθρώπους του έθνους μου. […] Αγάπησα τη φυλή μου, όταν είδα πως γεννήθηκα σαν άνθος από μέσα της, συμπύκνωμά της. Την αντιπροσωπεύω όλην, τα όνειρά της είναι όνειρά μου και οι ελπίδες μου ελπίδες της. Αν έχασε την ελπίδα της, θα της δώσω την δική μου και πάλι απ’ αυτήν θα πάρω ελπίδα εγώ, αν απελπιστώ. Αν δεν έχει τώρα ιδανικό ή όνειρο κανένα η φυλή μου, θα της δώσω τα δικά μου όνειρα και ιδανικά, και πάλι όμως τη δύναμη για να τα πλάσω, τα όνειρά μου και τα ιδανικά μου, μέσα της θα την εύρω. […] Αν φόβος την πήρε, θα της δανείσω την αφοβία τη δική μου. Ό,τι της λείπει, θα της το δώσω εγώ, και πάλι, ό,τι μου λείπει εμένα από εκείνη θα το πάρω. Γιατί είμαστε ένα».
***
Η Πηνελόπη Δέλτα (Αλεξάνδρεια, 24 Απριλίου 1874 – Αθήνα, 2 Μαΐου 1941) συγγραφέας, γνωστή κυρίως από τα ιστορικά της μυθιστορήματα για παιδιά, η σημαντικότερη ίσως γυναικεία φυσιογνωμία στις κρίσιμες για τον Ελληνισμό πρώτες δεκαετίες του 20ού αι.
Στις 27 Απριλίου 1941, ημέρα κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα, η Πηνελόπη Δέλτα προσπάθησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας δηλητήριο και τελικά έφυγε από τη ζωή πέντε ημέρες αργότερα, στις 2 Μαΐου 1941, ενώ είχαν ήδη προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες αυτοκτονίας στο παρελθόν.
Από το μυθιστόρημά της «Στα Μυστικά του Βάλτου» (1937), στο οποίο η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ένα μικρό απόσπασμα:
«Πάρε με μαζί σου, κύριε Αρχηγέ, και τον Μιχάλη, και τον Βαγγέλη, και τον Χρήστο, για πιο ασφάλεια.
Μα τον διέκοψε ο Άγρας, και του είπε με το ανοιχτόκαρδο αγορίστικο χαμόγελο του, που δεν υποψιάζουνταν ποτέ κακία στους άλλους.
– Μια από τις συμφωνίες μας είναι να πάμε, και αυτός κι εγώ, χωρίς τα παιδιά μας. Γιατί να τον πληγώσω, δείχνοντας του δυσπιστία;
– Τουλάχιστον, πάρε τ’ όπλο σου, κύριε Αρχηγέ!
– Αυτό ναι. Και το περίστροφο μου και τουφέκι μου. Αυτά είναι καλό να τα έχω πρόχειρα.
Και άφησε παραγγελία στον υπαρχηγό του:
– Φυλάγετε καλά τα περίχωρα, μη μας κάνουν καμιά μπαμπεσιά όσο λείπω. Βούλγαροι είναι αυτοί.
– Και πας έτσι, μονάχος σου, ξέροντας την κακοπιστία τους; έκανε ταραγμένος ο καπετάν Τυλιγάδης.
Ο Άγρας σήκωσε τους ώμους του.
– Εγώ είμαι ένας… Αξίζει να το ριψοκινδυνεύσω για να επιτύχω τον ιερό σκοπό μου. Τα χωριά όμως μην πάθουν! Έχετε το νου σας!».
Θα συνεχίσουμε με μια σειρά λογοτεχνών της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής