Νιώθω σαν τη λεμονιά. Σαν τη λεμονιά την πίσω, που επειδή δεν έκανε λεμόνια την είχατε όλοι σας παρατημένη, χωρίς νερό. Εκεί στην άλλη άκρη του κήπου να παλεύει μόνη της να μη ξεραθεί, έτσι νιώθω
Σήμερα και αύριο είναι προγραμματισμένο να παιχτούν οι δυο τελευταίες παραστάσεις της «Λεμονιάς» του Γιάννη Κεντρωτά που ερμηνεύει η Αλεξάνδρα Ούστα στο Θέατρο 104.
Την είδα στις γιορτές και ίσως ήταν και η πιο κατάλληλη αλλά και δύσκολη εποχή. Διότι το έργο διαδραματίζεται μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς της δεκαετίας του ’70. Η γιορτή είναι κάπου μακριά… Μια γυναίκα μόνη, εγκλωβισμένη, περιμένει τον άντρα της, που όπως πολλοί Έλληνες τεχνικοί εκείνη την εποχή εργάζονταν σε διάφορα έργα στις αραβικές χώρες αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Η γυναίκα φαίνεται πως περιμένει μάταια τον σύζυγό της. Πάντοτε καθυστερεί, εκείνη περνά ατέλειωτες ώρες μόνη καθώς στη Σαουδική Αραβία δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές για τις γυναίκες. Μάλλον είναι ανύπαρκτες. Αυτή τη Πρωτοχρονιά τα πράγματα είναι χειρότερα. Κι ενώ στην αρχή ετοιμάζεται, φορά ένα απαστράπτον φόρεμα για το ρεβεγιόν όπου τους είχαν καλέσει, τελικά θα κάνει μόνη την αλλαγή του χρόνου.
Την ώρα της δυσβάσταχτης αναμονής αρχίζει να γράφει μια κασέτα για τη μητέρα της, όπου υποτίθεται πως αφηγείται και μοιράζεται τα νέα της…
Η ιδιοτυπία της παράστασης αυτής ‒που παίζεται για δεύτερη χρονιά‒ είναι πως βασίζεται στις κασέτες που έστελνε η μητέρα της Αλεξάνδρας Ούστα, αντί για γράμματα στη δική της μητέρα, όσο ζούσε στη Σαουδική Αραβία.
Στις κασέτες αυτές ακούμε μια νέα γυναίκα να προσπαθεί να πείσει την οικογένεια ‒και τον εαυτό της‒ ότι όλα πάνε καλά, ενώ η ίδια υποφέρει. Εγκλωβισμένη σ’ έναν ρόλο που της έχει επιβληθεί από την κοινωνία, βρίσκεται σ’ έναν τόπο μακρινό και σε ένα πλαίσιο που δεν της επιτρέπει να εκφράσει τα αληθινά της συναισθήματα.
Η «Λεμονιά» αντιπροσωπεύει αυτή την προσπάθεια επιβίωσης, αυτό το δέντρο που μαραζώνει όταν δεν το ποτίζει κανείς. Μέσα από την αφήγηση της πρωταγωνίστριας, το έργο προσκαλεί τους θεατές να ανακαλύψουν τις αλήθειες που βρίσκονται πίσω από το προσωπείο της ευτυχίας, ενώ παράλληλα φωτίζει τα κοινωνικά εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες εκείνης της εποχής αλλά και το κόστος των επιλογών τους στις επόμενες γενιές.
Όπως λέει η ίδια η ηθοποιός, «η μητέρα μου έζησε τη δεκαετία του ’70 στη Σαουδική Αραβία ακολουθώντας τον άνδρα της στη δουλειά του, αλλά αντί για γράμματα στην οικογένειά της έγραφε κασέτες. Κασέτες γεμάτες ψέματα για το πόσο ευτυχισμένη ήταν, για το πόσο όμορφα περνούσε στον γάμο της. Σήμερα, 14 χρόνια μετά τον θάνατό της ξανακούω αυτές τις κασέτες προσπαθώντας να ανακαλύψω αν υπάρχει κάποιο θαμμένο μήνυμα στο χρόνο για όσα συνέβησαν εκεί».
Δεν ξέρω ποιόν ρόλο παίζει η προσωπική εμπλοκή της πρωταγωνίστριας που συν-σκηνοθετεί το έργο Μένη Κωνσταντινίδου, πάντως πραγματικά βγαίνεις συγκλονισμένος από την παράσταση που με λιτά μέσα πράγματι ζωντανεύει την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’70.
Όσο για τη λεμονιά του τίτλου είναι το σύμβολο της νοσταλγίας, αλλά και της απομόνωσης. Αναφέρεται σε μια πραγματική λεμονιά στο πατρικό της που ήταν στην άκρη του κήπου, όπου δεν έφτανε το λάστιχο κι μόνο εκείνη τη φρόντιζε καθώς δεν έκανε λεμόνια.
Προφανής αναφορά στην ίδια που είχε μια αποτυχημένη εγκυμοσύνη.
Κι οι πολιτικές αιχμές υπάρχουν καθώς όλα αυτά συμβαίνουν κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης κι υπάρχει ένα ζευγάρι Ελλήνων- χουντικών- που κάνουν αναγκαστική παρέα αν και η ηρωίδα δεν τους αντέχει.
Θα πει πολλές αλήθειες στο κασετόφωνο, όμως αφού ολοκληρώνει την αφήγησή της, θα τη σβήσει και θα γράψει από πάνω όλα τα καθησυχαστικά ψέματα.
Γράψαμε σε αυτή τη σελίδα για το «Φλάι» και για την «Κίτρινη Ταπετσαρία», δυο ακόμη εξαιρετικούς μονολόγους.
Χωρίς προφανώς να υπάρχει τέτοια πρόθεση από τους δημιουργούς, έχω την εντύπωση πως και τα τρία έργα μαζί αποτελούν ένα είδος «Τριλογίας».
Σπαρακτικές αφηγήσεις γυναικών εγκλωβισμένων σε ρόλους που δεν τους ανήκουν, μέσα σε μια μοναξιά και μη αποδοχή, που μπορεί να οδηγήσει στις πιο ακραίες καταστάσεις ή στον τελικό συμβιβασμό.
Θα είχε ίσως ενδιαφέρον να διοργανωνόταν κάτι σαν Φεστιβάλ και να τις βλέπαμε μαζί.
Επίσης να πούμε για το πόσο δύσκολο είναι να καταφέρνεις με έναν μονόλογο να κρατήσεις το κοινό την ώρα που διαρκεί η παράσταση.
Η ταυτότητα της παράστασης
Συγγραφέας: Γιάννης Κεντρωτάς
Ερμηνεία: Αλεξάνδρα Ούστα
Σκηνοθεσία: Μένη Κωνσταντινίδου – Αλεξάνδρα Ούστα
Βοηθός Σκηνοθέτιδας: Τζοάννα Γεωργαντά
Sound Design: Λευτέρης Δασκαλαντωνάκης
Φωτισμοί: Τζοάννα Γεωργαντά
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παπαζήσης
Σχεδιασμός Αφίσας: Γιάννης Κεντρωτάς
Προβολή & Επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου – We Will
Πού: Θέατρο 104, Ευμολπιδών 41, Αθήνα 118 54, τηλ: 210 3455020
Κάθε Σάββατο στις 18:15 και Κυριακή στις 21:00