Ο αιχμηρός και μάλλον προβοκατόρικος αυτός τίτλος, κόντρα στην κυρίαρχη νεοελληνική αφήγηση, ίσως τελικά και να μην είναι και τόσο αιχμηρός, ίσως και να μην είναι και πολύ προβοκατόρικος. Και ακριβώς με αυτό το «ίσως» αρχίζουν τα ζόρικα.

Αλλά ας ξεκινήσουμε με μια προσωπική βεβαιότητα: η αναπαράσταση που κουβαλάει στο κεφάλι του ένας Ελλαδίτης, που δεν έχει επισκεφθεί ποτέ το νησί ή έκανε μερικές μέρες διακοπές –και διάβασε και Σεφέρη για τις «Χιλιάδες ψυχές από την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη»– δεν έχει και πολλή σχέση με την τρέχουσα κοινωνική κυπριακή πραγματικότητα. Γιατί, παρά την κυρίαρχη ηρωική μας αφήγηση, παρά την συλλογική νομιμοποιητική μας βάση περί προδοσίας, παρά τους ηρωικούς μας νεκρούς, που κάπως μας αθωώνουν συλλογικά, η αδυσώπητη αλήθεια είναι ότι η Κύπρος εγκαταλείφθηκε. Και η εγκατάλειψη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο ατομικό ψυχο-αναπτυξιακό επίπεδο, προκαλεί μια ταραγμένη και ασταθή εικόνα ή αίσθηση για τον Εαυτό. Η Κύπρος, υπέστη, μια διπλή τραυματική εμπειρία: την βία της εισβολής του ξένου και την βία της εγκατάλειψης από τον οικείο.

Στην μακρόσυρτη διαδρομή, κατά την οποία οι συλλογικότητες διαμορφώνουν μια βασική εικόνα για τα κοινά χαρακτηριστικά τους, τις κοινές επιθυμίες τους, τον κοινό τρόπο που ιεραρχούν τις ανάγκες τους (π.χ. ασφάλεια πρώτα ή ελευθερία) κ.λπ., μια τραυματική εμπειρία όπως αυτή της εισβολής και της «εθνικής εγκατάλειψης» του ’74, μπορεί να οδηγήσει σε μια ιδιαίτερα φτωχή και ασταθή εικόνα του συλλογικού Εαυτού. Τα βασικά συστατικά του συλλογικού οράματος ζωής, δηλαδή οι βασικές κατευθύνσεις που νοηματοδοτούν την συλλογική ύπαρξη, την κοινωνία δηλαδή, διαταράσσονται, μπερδεμένα μέσα σε ένα χυλό αποφυγής. Γιατί, μετά από ένα τέτοιο τραυματικό γεγονός, κυρίαρχο πρόταγμα γίνεται, όχι τόσο η αντιμετώπιση των συνεπειών του, αλλά η (συναισθηματική) αποφυγή του. Ας φανταστεί κανείς τον Ελληνοκύπριο που μερικά μόλις χρόνια, μετά το βαρύτατα (διπλά) τραυματικό γεγονός, και μόλις μερικά χιλιόμετρα –αν όχι μέτρα– μακριά από τον τόπο του τραύματος και με τον θύτη σε διαρκή απειλητική διάθεση, επιμένει στανικά να παραμένει εκεί και να δημιουργεί. Και αυτό δεν μπορεί να το καταφέρει αν δεν αποσυνδεθεί από τα συναισθήματα τα συνδεμένα με το τραυματικό γεγονός. Δεν μπορεί να το καταφέρει αν δεν «αποσχισθεί», κατά κάποιον τρόπο, από την επώδυνη συναισθηματική πραγματικότητα του, την σχετική με την βία και την εγκατάλειψη που υπέστη. Όπως στο ατομικό επίπεδο, σε στιγμές έντονης ψυχικής πίεσης, ο οργανισμός επιχειρεί να προστατευτεί, είτε μπαίνοντας σε υπερ-επαγρύπνηση, είτε παγώνοντας-μουδιάζοντας τα δυσβάσταχτα συναισθήματα, έτσι και στο συλλογικό πλαίσιο. Οι άνθρωποι αναγκαζόμαστε συχνά να αποσυνδεθούμε συναισθηματικά και υπάρχουν δεκάδες διαθέσιμοι ψυχολογικοί μηχανισμοί. Η ναρκισσιστική υπεραναπλήρωση, η ακόρεστη αναζήτηση εμπειριών που αυξάνουν τον ηδονιστικό τόνο, η υπερκατανάλωση, η υπερ-εργατικότητα, αλλά και κάθε υπέρβαση των πάσης φύσεως ορίων του Εαυτού, είναι μερικοί απ’ αυτούς. Με αυτούς και ανάλογους τρόπους οι Ελληνοκύπριοι «έχουν πάρει απόσταση» από τα επώδυνα συναισθήματα τους, αλλά και από όσους συνδέονται με αυτά.

Υπάρχει μια τριχοτόμηση που αφορά τόσο την ελληνοκυπριακή, όσο και την τουρκοκυπριακή πλευρά και αναφέρεται σε τρία διακριτά είδη συλλογικής ταυτότητας. Σ’ αυτούς που «νιώθουν» περισσότερο Έλληνες, σ’ αυτούς που «νιώθουν» περισσότερο Ελληνοκύπριοι και σ’ αυτούς που «νιώθουν» περισσότερο Κύπριοι. Είναι προφανές ότι αυτές οι τρεις κυρίαρχες ταυτοτικές αναπαραστάσεις οδηγούν και σε αντίστοιχες τοποθετήσεις σε σχέση με τον τρόπο επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, αλλά και σε αντίστοιχες πολιτικές-κομματικές προτιμήσεις. Αξίζει να τονιστεί εδώ το ενδιαφέρον στοιχείο, ότι σε ότι αφορά την ηλικιακή κατανομή, οι νεότερες ηλικίες στην Ε/Κ πλευρά τείνουν να εντάσσονται περισσότερο στην κατηγορία «Έλληνες», ενώ οι μεγαλύτεροι ηλικιακά στην κατηγορία «Κύπριοι». Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει στην Τ/Κ πλευρά

Αυτό το εισαγωγικό μοντέλο, μπορεί, πιθανόν, να ερμηνεύει και τα πιο πρόσφατα ευρήματα σειράς πανεπιστημιακών ερευνών κοινωνικής ψυχολογίας, που αναζητούν τις τάσεις των Κυπρίων (Ε.Κ. & Τ.Κ.) σε σχέση με ζητήματα συλλογικών ταυτοτήτων, θέσεων ως προς την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος κ.λπ. Οι απαντήσεις στα σχετικά ερωτηματολόγια αναδεικνύουν σταθερά τρεις σαφείς –και περίπου ισότιμες ποσοστιαία– τάσεις/κατηγορίες. Πρόκειται για μια τριχοτόμηση που αφορά τόσο την ελληνοκυπριακή, όσο και την τουρκοκυπριακή πλευρά και αναφέρεται σε τρία διακριτά είδη συλλογικής ταυτότητας. Σ’ αυτούς που «νιώθουν» περισσότερο Έλληνες, σ’ αυτούς που «νιώθουν» περισσότερο Ελληνοκύπριοι και σ’ αυτούς που «νιώθουν» περισσότερο Κύπριοι. Είναι προφανές ότι αυτές οι τρεις κυρίαρχες ταυτοτικές αναπαραστάσεις οδηγούν και σε αντίστοιχες τοποθετήσεις σε σχέση με τον τρόπο επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος, αλλά και σε αντίστοιχες πολιτικές-κομματικές προτιμήσεις. Αξίζει να τονιστεί εδώ το ενδιαφέρον στοιχείο, ότι σε ότι αφορά την ηλικιακή κατανομή, οι νεότερες ηλικίες στην Ε/Κ πλευρά τείνουν να εντάσσονται περισσότερο στην κατηγορία «Έλληνες», ενώ οι μεγαλύτεροι ηλικιακά στην κατηγορία «Κύπριοι». Το εντελώς αντίθετο συμβαίνει στην Τ/Κ πλευρά.

Τι σημαίνουν όλα αυτά στο εδώ και τώρα της γεωστρατηγικής και κοινωνικής πραγματικότητας του νησιού; Σημαίνουν πως οι Ελληνοκύπριοι δεν βιώνουν καμία ιδιαίτερη ένταση, ανησυχία ή φόβο σε σχέση με την απειλή των τουρκικών γεωτρύπανων, αν είναι καν σχετικά πληροφορημένοι. Οι κυπριακές ελίτ, με ή χωρίς τον Αναστασιάδη, απολαμβάνουν μιας εμπιστοσύνης των λαϊκών στρωμάτων, που μάλλον φαίνεται παράξενη για την ελλαδική εμπειρία, που έχει εκπαιδευτεί στην κομπραδόρικη εξαρτημένη ολιγαρχία των κατσαπλιάδων, που παριστάνουν την ελλαδική αστική τάξη. Και αυτό, για παράδειγμα, γιατί όταν η ολιγαρχία των Βρυξελλών άσκησε έντονες πιέσεις στην κυπριακή κυβέρνηση για αύξηση του φόρου από 10 στο 20 τοις εκατό, πράγμα που θα κατέστρεφε εντελώς την οικονομία του νησιού, ο Κύπριος «Παπαδήμας ή Βενιζέλος ή Παπανδρέου» δεν είχε μάλλον τόσους πολλούς σκελετούς στην ντουλάπα του ώστε να γίνει υποχείριο εξάρτημα των Βρυξελλών και δεν υποχώρησε.

Όλα αυτά σημαίνουν ακόμη πως ο κόσμος στο νησί, έχει εκπαιδευτεί να λειτουργεί με παγκοσμιοποιητικούς-επιχειρηματικούς όρους, εκτιμώντας πως στο τέλος οι συνασπισμοί συμφερόντων είναι μια περισσότερο καθησυχαστική απάντηση από τις ευχές μιας «ξεχασιάρας» μητέρας πατρίδας. Έτσι, κι αλλιώς, συγκρίνοντας την ψυχολογία της ελλαδικής με την κυπριακή συλλογικότητα, η δεύτερη δεν υποφέρει, παρ’ όλα αυτά, από κανένα σύνδρομο υποταγής, ούτε κατευθύνεται από το εσωτερικευμένο ιδεοψυχαναγκαστικό ραντάρ του «και αν» ή «και τι θα γίνει αν» ή «μην τυχόν».

Έλεγε ένας σύντροφος, κάπως αυτοσαρκαστικά: φαντάσου να είχε γίνει η Ένωση! Θα ήταν και η Κύπρος μια ακόμη κατεστραμμένη επαρχία μιας λεηλατημένης χώρας. Ευτυχώς την γλυτώσαμε…

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!