Της Αλίκη Βεγίρη.
Τα πιο φρέσκα νέα για την ανεργία στην Αμερική, όπως ανακοινώθηκαν επισήμως από το Bureau of Labor Statistics, δείχνουν ότι το τοπίο συνεχίζει να παραμένει θλιβερό, με την ύφεση να δείχνει τα δόντια της. Ο δείκτης, σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, παραμένει κολλημένος στο 9,6%, αν και τσιμπημένος σε σχέση με το καλοκαίρι, γεγονός το οποίο μεταφράζεται σε 14,8 εκατομμύρια ψυχές, κι αυτό σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα οποία όμως δεν λένε όλη την αλήθεια, μια και παρακάμπτουν τις πολυπληθείς κατηγορίες όσων έχουν σταματήσει πια να ψάχνουν ή όσων, εξ ανάγκης, απασχολούνται μερικώς και οι οποίες, όλες μαζί, ανεβάζουν τον δείκτη U-6 στο ζοφερό 17%.
Οι περισσότερες δουλειές του Σεπτεμβρίου που έχουν χαθεί είναι από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, τις τοπικές κυβερνήσεις και τους δήμους, ανάμεσα δε σ’ αυτές περιλαμβάνονται και θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού, ενώ οι θέσεις που δημιούργησε ο ιδιωτικός τομέας υπολείπονται κατά πολύ αυτών που χάθηκαν. Για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο δημιουργήθηκαν 64.000 νέες δουλειές, αλλά στην πλειονότητά τους αφορούσαν χαμηλόμισθες θέσεις στους τομείς των υπηρεσιών υγείας, σίτισης κ.λπ., μην έχοντας καμία σχέση με τις 519.000 που χάθηκαν.
Αν και εν γένει είναι αποδεκτό ότι ο δείκτης ανεργίας βελτιώνεται με καθυστέρηση, σε σχέση με την ανάπτυξη της οικονομίας, εν τούτοις, παρά την επίσημη διακήρυξη του τέλους της ύφεσης, εδώ και ενάμιση χρόνο, και παρά την έστω και «αναιμική» άνοδο του αμερικάνικου ΑΕΠ κατά 1,6% σε ετήσια βάση, οι δουλειές δεν λένε να έρθουν. Και αυτό ανησυχεί πολλούς στα ψηλά για το τι μέλλει γενέσθαι, μια και πολλοί φοβούνται ότι η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει πολύ καιρό.
Είναι, όμως, μόνο η πρόσφατη οικονομική κρίση η μοναδική αιτία ή έχει να κάνει με τον τρόπο διάρθρωσης της αμερικανικής οικονομίας; Στην πραγματικότητα, οι δουλειές στην Αμερική χάνονται συστηματικά εδώ και μια δεκαετία, για να μην πούμε ότι η όλη διαδικασία είχε ήδη αρχίσει από τη δεκαετία του 1970 με τον κορεσμό των αγορών, την πτωτική πορεία του ποσοστού κέρδους, τη μείωση των επενδύσεων και τη συστηματική απώλεια των παραγωγικών θέσεων εργασίας. Παρά την πτώση του δείκτη ανεργίας στο 5% στη διάρκεια της θητείας Κλίντον, οι νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν ήταν, κυρίως, μερικής απασχόλησης και στον τομέα των υπηρεσιών.
Εδώ και μια δεκαετία, τουλάχιστον, η μεταποίηση, ο τομέας πληροφορικής και τεχνολογίας καθώς και ολόκληροι τομείς υπηρεσιών έχουν μεταφερθεί στις αναδυόμενες οικονομίες αποδομώντας συστηματικά τη μεσαία τάξη. Η εξοικονόμηση πόρων από την εξαγωγή θέσεων εργασίας στην Κίνα και την Ινδία το μόνο που κατάφερε ήταν να ενισχύσει τη θέση της Wall Street και των μετόχων και να σπρώξει τη μεσαία τάξη στο δανεισμό, ως υποκατάστατο της συρρίκνωσης του εισοδήματός της. Έτσι, τα κέρδη φαίνονταν διπλά. Κέρδη και από την εξοικονόμηση των μισθών που παρέμεναν χαμηλοί και πολύ κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας, κέρδη επίσης και από τα δάνεια, καταναλωτικά και στεγαστικά που, αφειδώς, παρείχαν στα νοικοκυριά.
Πού είναι, λοιπόν, η περιλάλητη Νέα Οικονομία που θα διεύρυνε την απασχόληση σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και θα ανέβαζε το βιοτικό επίπεδο σε νέες σφαίρες ευδαιμονίας; Στην πραγματικότητα λειτούργησε σε περιορισμένο μόνο βαθμό και για τους κατόχους υψηλού εκπαιδευτικού κεφαλαίου. Οι υπόλοιπες θέσεις μεσαίας και χαμηλής εξειδίκευσης ελαττώθηκαν κατά 8% μόνο, ανάμεσα στη διετία 2007-2009. Ενώ στη μεταποίηση τα πράγματα πήγαν ακόμα χειρότερα.
Τι μας λένε, λοιπόν, οι ιθύνοντες μεγαλοκαθηγητάδες και μεγαλογραφειοκράτες; Είναι -λένε- τα επιδόματα ανεργίας και η επιμήκυνσή τους από 27 σε 99 εβδομάδες, αυτά που καθηλώνουν τους ανέργους από το να ψάξουν για δουλειά· είναι -λένε- η πτώση των τιμών των κατοικιών που αποθαρρύνει την κινητικότητα, διότι ο άνεργος, ως εικάζεται, δύσκολα θα τολμήσει να πουλήσει το σπίτι του σ’ αυτές τις τιμές για να μετακινηθεί σε κάποιον άλλον τόπο όπου πιθανολογεί ότι η αγορά εργασίας θα είναι ευνοϊκότερη· είναι -λένε- η χαμηλή εξειδίκευση των ανέργων και η ανάγκη επανακατάρτισής τους σε νέους τομείς ζήτησης· είναι, λένε, η αδυναμία διασταύρωσης των ανέργων με τις υποτιθέμενες θέσεις εργασίας, (αλλού οι μεν, αλλού οι δε)· είναι -λένε- τα καινούργια πακέτα στήριξης (τα παλιά τα εξαντλήσανε), που χρειάζονται οι τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, επενδύσεις που, όμως, δεν γίνονται, μια και οι τράπεζες έχουν τις δικές τους τεράστιες τρύπες να κλείσουν· είναι -λένε- κι άλλα πολλά παρόμοια.
Κι όμως, καμιά απ’ όλες αυτές τις εξηγήσεις δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στον ίδιο τον αμερικανικό καπιταλισμό που εδώ και χρόνια νοσεί. Είναι η αποσύνθεση της παραγωγικής βάσης της χώρας με τις επενδύσεις να μεταφέρονται σε χώρες χαμηλού κόστους, είναι η μεταφορά κεφαλαίων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με την ανεξέλεγκτη και βραχυπρόθεσμη κερδοφορία, είναι το διευρυμένο εμπορικό έλλειμμα με μια σειρά από χώρες, κυρίως όμως με την Κίνα. Αυτοί είναι, λοιπόν, οι παράγοντες που απομυζούν τις δουλειές και στέλνουν εκατομμύρια των εκατομμυρίων στην ανέχεια και τη θλίψη.