Με όχημα το αντιρατσιστικό, επιχειρείται ο εγκλωβισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η ανασύσταση της πολιτικής γεωγραφίας. Του Γιάννη Τσούτσια
Ο ισχυρός απόηχος των εκλογών εξακολουθεί να σφραγίζει την πολιτική συγκυρία. Αλλά ένα χρόνο μετά, η στασιμότητα και το πάγωμα των συσχετισμών οι οποίοι διαμορφώθηκαν τότε, μαρτυρά την υποστροφή των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Βρισκόμαστε σε σημείο κομβικό για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Μια περίοδος που ξεκίνησε με θετικούς οιωνούς για τον ΣΥΡΙΖΑ, εξελίσσεται αποδομητικά. Στο έδαφος αυτής της αρνητικής δυναμικής διαμορφώνεται και η επικαιρότητα, με μικροσχέδια και αντιπαραθέσεις γύρω από δευτερεύουσες πολιτικές, που επικαλύπτει όσα συστηματικότερα σχεδιάζονται για να αποκατασταθούν οι διασωστικές σταθερές του πολιτικού συστήματος.
Η ευθυγράμμιση της εσωτερικής τρόικας που είχε επιβληθεί εξαναγκαστικά, λόγω του κινδύνου συνολικής κατάρρευσης του συστημικού κόσμου, έχει πλέον χαλαρώσει. Τώρα επιτρέπονται τα αποκλίνοντα σχέδια μεταξύ των εταίρων και οι χωριστές πρωτοβουλίες, δίνοντας μάλιστα την εντύπωση διαφοροποιήσεων, εντός πάντως ενός αυστηρά περιορισμένου και επιλεκτικού πεδίου δράσης, αφού στα μεγάλα και στα βασικά, η πρωταρχική δέσμευση παραμένει απαρέγκλιτα εν ισχύ.
Η Ν.Δ. εξακολουθεί να πιέζει τον ΣΥΡΙΖΑ ώστε η προσαρμογή του προς το ρεαλισμό, τον κυβερνητισμό και το κατεστημένο πολιτικό παιχνίδι, να γίνεται με υψηλό κόστος. Τακτική που της έχει αποφέρει δημοσκοπικά και επικοινωνιακά οφέλη, δεδομένης της αδυναμίας του αντιπάλου της να αντιτάξει, επί της ουσίας, διαφορετική εικόνα και πολιτική. Έτσι, στο πλαίσιο της γνωστής θεωρίας των δύο άκρων, η Ν.Δ. πέρασε στο επόμενο στάδιο, της ταύτισης του ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή. Γεγονός, πάντως, που δείχνει ότι και για τη Ν.Δ. εξαντλούνται τα αποθέματα της τακτικής της.
Σε εφαρμογή το κεντροαριστερό σχέδιο
Το πλέον δυναμικό παιχνίδι όμως παίζεται αλλού, παρ’ όλο που δεν διακρίνεται έντονα. Αφορά το χώρο της Κεντροαριστεράς και την προσπάθεια ανασυγκρότησής της σε δεσπόζουσα παράμετρο της επόμενης, ανακυκλωμένης, πολιτικής αρχιτεκτονικής. Δίνεται πράσινο φως στα σενάρια ανασύστασής της, καθώς εκτιμήθηκε ότι ο σύντομος κύκλος της αποδόμησής της έχει παρέλθει – κι αυτό, ανεξάρτητα από τη βιασύνη των δελφίνων και από τα προσωπικά σχέδια διάσωσης των βαρόνων της.
Η ανασύσταση της Kεντροαριστεράς αποτελεί βαθύτερο συστημικό αίτημα που αφορά, όχι μόνο την επανενεργοποίηση του αναγκαίου, γενικότερα, συστημικού εγκλωβισμού, αλλά και τον ειδικότερο εγκλωβισμό στο πλαίσιο του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος, που από κατεδαφιστέο, τώρα αναπαλαιώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Έτσι, το κεντροαριστερό σχέδιο, παρά τις διαφορετικές ονομασίες και τις εναλλακτικές παραλλαγές του, μπαίνει σε εφαρμογή.
Εδώ, πάντως, είναι αναγκαία μια επισήμανση: η έννοια της Kεντροαριστεράς δεν εξαντλείται στους απαξιωμένους πολιτικούς φορείς της και στα καταρρακωμένα στελέχη της. Αναφέρεται και συμπεριλαμβάνει διασυνδέσεις, διαπλοκές, επιρροή σε διανοούμενους και ΜΜΕ, θεσμικές και εξωθεσμικές δυνατότητες, εν ολίγοις, ό,τι διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Και επειδή σήμερα η καρδιά του πολιτικού παιχνιδιού αφορά ακριβώς τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και μέσω αυτής την ευρύτερη κοινωνική αναπαραγωγή, οι συσχετισμοί δεν μετριούνται με εκλογικά ποσοστά.
Έτσι, η έννοια του κυβερνητισμού και η λογική μιας κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ» αρχίζει να μορφοποιείται σε αντιδιαμετρική κατεύθυνση από τη μετεκλογική! (Παρεμπιπτόντως, κρίσιμο στοιχείο επ’ αυτού, είναι και η εξάλειψη των ΑΝΕΛ, η οποία θα διευκολύνει τις ανακατατάξεις και τις ροές για την αποκατάσταση της παραδοσιακής γεωγραφίας, Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά).
Σχέδιο πίεσης του ΣΥΡΙΖΑ
Οι ενδείξεις γι’ αυτό το σενάριο είναι πολλές, με πιο κεντρική όσα διαδραματίζονται γύρω από το Aντιρατσιστικό Nομοσχέδιο. Δεν πρόκειται βεβαίως, εδώ, για το περιεχόμενο ενός νομοσχεδίου, αλλά για τον επιχειρούμενο συστημικό εγκλωβισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ο τελευταίος, αφενός ωθείται να τοποθετηθεί στο «συνταγματικό τόξο» και να συμβάλει από κοινού στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής (υιοθετώντας και τις ευρωπαϊκές προτροπές), αφετέρου εγκαλείται απευθείας ως συνομιλητής των κεντροαριστερών φορέων να συγκατανεύσει στο συμβιβασμό: «Όλοι χρειαζόμαστε ένα νέο αντιρατσιστικό νόμο», «Όλοι είμαστε ευρωπαϊστές», «Όλοι ενωμένοι θα αντιμετωπίσουμε τη Χ.Α.».
Έτσι, στο έδαφος του αντιρατσιστικού, ενορχηστρώνεται ένα σχέδιο, με τη συνδρομή και του «φιλοσυριζαϊκού» απογευματινού Τύπου: Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ στριμώχνεται σε διάλογο και σε απολογία και εγκαλείται σε ομόλογο βηματισμό, η δε έως τώρα συρρικνούμενη Kεντροαριστερά αναβαθμίζεται σε επίσημο συνομιλητή του, επανακτά λίγη από τη χαμένη της ισχύ. Την ίδια στιγμή, πάντως, αυτές οι παλινδρομήσεις του χειραγωγημένου πολιτικού σκηνικού διαμορφώνουν μια απροκάλυπτα τροφοδοτική ατζέντα για τη Χ.Α., η οποία μάλιστα γίνεται τόσο πιο ευνοϊκή, όσο οι προφανείς αντιφάσεις και τα αδιέξοδα των δυνάμεων του κυβερνητισμού επιχειρείται να αντισταθμιστούν με σπασμωδικά μέτρα, επείγοντος χαρακτήρα.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και με δεδομένη την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία της υπόλοιπης Αριστεράς να παρέμβει, οι ελπίδες για αλλαγή πορείας παραπέμπονται και πάλι σε μια νέα μαζικού τύπου αφύπνιση και ριζοσπαστικοποίηση.
Το ερώτημα όμως προκύπτει αμείλικτο και απειλητικό: αν εκδηλωθεί ένας νέος ριζοσπαστισμός, θα αναζητηθεί και θα γεννηθεί «αλλού»; Σε διαφορετική, δηλαδή, τροχιά, από αυτήν που κινείται σήμερα η Αριστερά, αφού η πολιτική της τελευταίας, δευτερευόντως μόνον τον περιλαμβάνει;