της Κατίνας Τέντα-Λατίφη*
Ήταν η ώρα του συσσιτίου κι όλοι οι μαχητές στην έδρα του Αρχηγείου Αγράφων σκορπισμένοι εδώ κι εκεί έτρωγαν τις μερίδες τους. Στο κέντρο, πάνω σ’ ένα κοτρώνι, με απλωμένη την μάλλινη σεγκούνα της που έκρυβε και πόδια και τσαρούχια, ίδια με κλώσα, έστεκε βουβή κι ακίνητη η Κατερίνα. Ο υπαρχηγός του Αρχηγείου Κυριάκος Τσακίρης με το ψευδώνυμο «Θεσσαλός», όρθιος μπροστά της με την καραβάνα γεμάτη φαγητό την παρακαλούσε:
– Φάε Κατερίνα, έλα να φας, θέλει φαΐ το βουνό!
Η Κατερίνα σαν να μην υπήρχε, ούτε φωνή, ούτε κίνηση. Με το κεφάλι σκυφτό και τα φρύδια κατεβασμένα με θυμό, λόξευε χαμηλά την ματιά της και… πολυβολούσε. Ήταν από πιο κάτω, απ’ τα καραγκουνοχώρια της Καρδίτσας, ορφανή, κι είχε βγει να βοσκήσει την κατσίκα της, μπροστά η κατσίκα, από πίσω αυτή, χωρίς να το καταλάβει μπήκε στον χώρο που ελεγχόταν απ’ τους αντάρτες, την έπιασε το φυλάκιο και την έφερε στη διοίκηση. Οι καιροί ήταν πονηροί, δεν μπορούσαν να ξέρουν αν δεν την είχε στείλει ο στρατός να ανιχνεύσει το μέρος, γι’ αυτό δεν την άφηναν να φύγει.
– Άντε Κατερίνα, τρώγε το φαΐ σου!
Καμιά κίνηση, μιλιά.
– Τι γύρευες βλογημένη ως εδώ; Δεν σ’ έφτανε ο κάμπος; Δεν ξέρεις ότι έχουμε πόλεμο κι είναι δύσκολοι οι καιροί;
Απότομα σαν ριπή πολυβόλου έβγαλε την πρώτη φωνή.
– Μ’ έφερε η κατσίκα. Αυτή με τράβηξε ως δου πάνου.
– Γιατί δεν την τράβαγες και συ πίσω;
-Την άφκα να βουσκήσει οπ’ ήθιλι κι αυτή πδώντας, πδώντας, ξέφγει μπρουστά κι δεν μπορούσα να την φτάσου.
– Ε, τότε καλώς ορίσατε! Τώρα όμως τι γίνεται; Αν σ’ αφήσουμε εμείς να πας πίσω θα σε σταματήσουν οι άλλοι και θα θέλουν να τους πεις τι είδες, πού μας είδες, τα στέκια μας και τράβα κορδέλα. Τι θα κάνεις, ε;
Η Κατερίνα κατέβασε πιο πολύ τα φρύδια και ξανάκλεισε το στόμα. Κολώνα ακίνητη πάνω στο βράχο. Τα μάτια της όμως, έπαιζαν στα κρυφά αριστερά-δεξιά, δεν τα ’βλεπες, αλλά το ’νοιωθες ότι τα ’πιανε όλα, ότι δεν τις ξέφευγε τίποτε! Έτσι αντιλήφθηκε τις πρώτες αντάρτισσες στον καταυλισμό, τις περιεργάσθηκε καλά-καλά με την άκρη των ματιών της κι απότομα σηκώθηκε κι άλλαξε κοτρώνα, πήγε πιο κοντά σ’ αυτές κι εκείνες την πλησίασαν καλόκαρδα. Τότε έσκασε το πρώτο χαμόγελο, ένα χαμόγελο σχιστό, παιδικό, με δυο βουλίτσες στα μάγουλα, που μόλις άφηνε να φανούν δύο σειρές κοντά κάτασπρα δόντια. Η αρχή είχε γίνει για να μείνει η Κατερίνα στο τμήμα. Θα πέρασαν 2-3 μέρες κι εξαφανίσθηκε. Όταν ξαναγύρισε μετά από δυο βδομάδες ήταν μια άλλη, ένα κορίτσι με καταστρόγγυλο σαν ολόγιωμο φεγγάρι πρόσωπο με τη δροσιά των 20 χρόνων, χωρίς σεγκούνα και τσεμπέρι, με πανταλόνι και τα ταλαιπωρημένα απ’ τα κλαριά μαλλιά της πλεγμένα σφιχτά σε δυο λεπτές κοτσιδούλες δεμένες με μια κόκκινη κλωστή κι από πάνω, λίγο λοξά, το δίκοχο. Ερχόταν απ’ τα έμπεδα. Εκεί έμαθε να χειρίζεται όπλο, μα όπλο δεν είχε. Τότε, τέλη του 1947, αρχές 1948, στο Αρχηγείο Αγράφων, όπως και σ’ όλο τον Δημοκρατικό Στρατό, τα όπλα δεν έφταναν για όλους τους μαχητές. Όπλα είχαν οι πιο παλιοί, οι πιο έμπειροι, που τα είχαν οι ίδιοι πάρει απ’ το στρατό στις αλλεπάλληλες μάχες που είχαν μαζί του. Οι νεοφερμένοι, όμως, από πού να τα βρουν; Όταν γίνονταν καμιά σύγκρουση που συμμετείχαν κι αυτοί σαν βοηθητικοί, προσπαθούσαν να οπλιστούν. Αν τύχαινε, μάλιστα, να έχουν λάφυρα, τότε φορτώνονταν τόσα, όσα μπορούσαν να σηκώσουν. Συνήθως, όμως, παίρναν διαταγή να τα παραδώσουν όλα και το δικό τους ακόμη όταν κάποιο άλλο τμήμα ετοιμαζόταν για επιχείρηση κι έπρεπε να είναι καλά οπλισμένο.
Η Κατερίνα, λοιπόν, ήταν άοπλη. Μόνον όταν ερχόταν η σειρά της να φυλάξει σκοπιά, τότε της δίναν και το όπλο, ένα γερμανικό μάουζερ. Είχε μάθει να το χειρίζεται και να σκοπεύει εξαιρετικά, να το λύνει και να το δένει γρήγορα με κλειστά τα μάτια. Ήξερε να υπολογίζει την ώρα με τ’ αστέρια, επισημαίνοντας την απόσταση που θα «διάνυε» ένα άστρο με την περιστροφή της γης, ανάμεσα σε δυο καθορισμένα δέντρα. Σ’ αυτό δε λάθευε ποτέ! Φύλαγε τη σκοπιά της τίμια μέχρι και το τελευταίο πεντάλεπτο. Κι όταν παρέδιδε τη σκοπιά, έτρεχε στον διοικητή να ελέγξει την ώρα με το μοναδικό ρολόγι που υπήρχε στο τμήμα, να δει αν πραγματικά φύλαξε όσο έπρεπε, μη τυχόν κι αδίκησε τον συναγωνιστή της. Στην ομάδα που ανήκε, έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Τα εντελώς πρώτα. Όλοι οι συμμαχητές της την βοηθούσαν. Σιγά-σιγά άρχισε να διαβάζει και να γράφει τις πρώτες φράσεις κι έλαμπε απ’ τη χαρά της. Της μάθαιναν και γεωγραφία και της διηγούνταν σαν παραμύθι την ιστορία της Ελλάδας για την τουρκοκρατία, για τους αρματολούς και τους κλέφτες, για τις επεμβάσεις των ξένων και τα τεχνάσματά τους. Πώς της άρεζε! Τα ‘κουγε και τα τύπωνε όλα κι όταν δεν καταλάβαινε κάτι, διέκοπτε και ρωτούσε και ξαναρωτούσε. Η άγνοια και η αγνότητά της έθεταν τα πιο λογικά ερωτήματα.
– Πώς θέλητι να του πιστέψου ότι ι Κουλουκουτρώνς μπήκε φυλακή αφού λέτε πως αυτός πάλιψι τσ’ Τούρκους; Πώς υστέρας μπήκε φυλακή;
Όταν άκουγε για τις παλατιανές μηχανορραφίες, για τον βασιλιά που έφυγε με το χρυσό έξω απ’ την Ελλάδα όταν ήρθαν οι Γερμανοί, δεν είχε τότε καμία αμφιβολία, σφύριζε μόνον μέσ’ απ’ τα δόντια της.
– Πανάθεμά τουν τουν βασιλιά, να τουν πάρει κι στ’ ανάθεμα να τουν πάει.
Όταν τελείωναν τα μαθήματα και κουκουλώνονταν να κοιμηθεί την άκουγες να μουρμουρίζει. Δεν έλεγε προσευχή, αναμασούσε όλα όσα της είχαν πει, τα ανέλυε, τα έκανε πιο κατανοητά γι’ αυτήν και συγκρατούσε αυτά που θεωρούσε σπουδαιότερα. Εκεί, όμως, που η Κατερίνα γινόταν από μαθήτρια δασκάλα, ήταν όταν συζητούσαν για τη φτώχεια. Έπαιζε το γλωσσάκι της και δεν σταματούσε, τόσο πολύ ήταν χορτάτη απ’ αυτήν. Το χωριό της, από πάππου προς πάππου, ήταν βουτηγμένο στη φτώχεια. Ανήκε στα καραγκουνοχώρια, τα «βουλιαγμένα στη λάσπη, μίζερα χωριά», που ‘γραφε κι ο Καραγάτσης (1). Τα περί χορτασιάς, σχολείου, γιατρού και φαρμάκων, αυτά δεν είχαν τότε καμία σχέση μ’ αυτήν και το χωριό της. Και να τώρα που ετούτοι εδώ συζητάν πως ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται έχει δικαίωμα να ζήσει κανονικά σαν άνθρωπος κι όχι οι πλούσιοι που τρων απ’ τους φτωχούς που μοχθούν∙ φτάνει, λένε, αυτή η αδικία. Όλα αυτά την βρήκαν την Κατερίνα ίσια στην καρδιά, σαν το ξυπνητήρι που χτυπάει να σε ξυπνήσει. Και σαν άρχισε να βγαίνει το μυαλό της απ’ το λήθαργο, δούλεψε και το στόμα της και σταματημό δεν είχε.
– Κάντε ησσσσυχία να σας πω ιγώ!
Πρόφερνε εκείνο το ησσσσυχία με 4-5 σίγμα στη σειρά, τόσο παχιά και συρτά ακούγονταν.
– Ησσσυχία ν’ ακούστι πως γιατρεύουν στου χουριό μ’ τα σπυριά που βγάζουν τα πιδιά στου κιφάλι. Παίρνουμ’ ένα φύλλο απ’ τη σ’κιά κι του γεμίζουμι μαγαρισιά, μαγαρισιά απ’ τουν άνθρουπου, σκιπάζουμι μ’ αυτήν τα σπυριά κι απού πάνου του δένουμι μι πανιά. Αυτή την γιατρειά ξέρουμι μεις, άλλου φάρμακου δεν έχουμι.
Την άκουγαν οι άλλοι κι ήταν τώρα η σειρά τους να μην μπορούν να την πιστέψουν.
Μέρα με τη μέρα η Κατερίνα ξαναγεννιόταν σαν το λουλούδι που το πρωτοχτυπάει ο ήλιος. Η ίδια ζούσε αυτή την αλλαγή μ’ όλη τη δύναμη της θέλησής της, ορμώμενη απ’ το ένστιχτο ότι ανακάλυπτε τον κόσμο. Εντωμεταξύ γίνονταν απ’ τους αντάρτες διεισδύσεις στον κάμπο όπου συμμετείχε κι αυτή, είχε κιόλας μπαρουτοκαπνιστεί, και τότε η διοίκηση αποφάσισε να τη στείλει στη Σχολή Υπαξιωματικών, μια διάκριση πολύπλευρης εμπιστοσύνης προς αυτήν. Δεν το περίμενε κι απ’ την αρχή έβαλε όλα τα δυνατά της ν’ αποδείξει σε όλους ότι ήταν αντάξια της τιμής. Στις ασκήσεις επιστράτευε όλη την πονηριά, όλη την σβελτοσύνη και… το χιούμορ.
– Κατερίνα, εσύ είσαι εδώ και πρέπει να κατεβείς αυτή την πλαγιά, αλλά από ετούτη τη μεριά σε χτυπάει ένα οπλοπολυβόλο. Τι θα κάνεις;
– Άι και θα δεις συναγωνιστή διοικητή.
Στη στιγμή ξάπλωνε κάτω και κατρακυλούσε σαν βαρέλι διαγράφοντας ζικ-ζακ. Μόλις έφτανε κάτω φώναζε:
– Βγήκα ζωντανή!
Έσκαγαν τότε όλοι στα γέλια. Εκεί, όμως, που δυσκολευόταν ήταν τα θεωρητικά μαθήματα. Συνήθιζε ακόμη να σαλιώνει το μολύβι της όταν κρατούσε «σημειώσεις» κι αν κάτι δεν το καταλάβαινε ή δεν το πρόφταινε να το γράψει, έβαζε ένα σταυρό και στην ανάπαυλα σερνόταν σιγά-σιγά και παρακαλούσε να της το εξηγήσουν και να συμπληρώσουν τους σταυρούς.
– Άι, πέσμι λίγου δω, να τ’ πάρει η ευκή, μι ξέφυγι.
Μπλέκονταν μέσα στη στρατιωτική ορολογία με τα αντερείσματα, τους πόρους και τους ατραπούς.
-Τι τα θέλουν αυτά; Ακούς «ατραπός» τον κατσικόδρομο κι «πόρους» του πέρασμα στου πουτάμι. Μ’ γώ, τα ξέρω αυτά καλύτερα απ’ τουν διοικητή κι τώρα αυτά θα μ’ πιδέψουν κι θα μι φαν την ψυχή μ’;
Έμαθε να διαβάζει και το χάρτη και να φτιάχνει μάλιστα μόνη της χάρτη. Να περνάει όλα τα υψώματα σ’ ένα τόσο δα χαρτάκι, να τα μαζεύει μέσα σε κάτι γραμμούλες στενές, στρογγυλές, να σημειώνει τις εκκλησίες και τους μύλους, τα ποτάμια και τα γεφύρια τους.
Στη δημιουργία του το αντάρτικο πέρασε τεράστιες δυσκολίες, έλειπαν τα όπλα, οι τροφές, το ντύσιμο. Υπήρξαν μάχες που κρατήθηκαν με πέτρες γιατί δεν υπήρχαν σφαίρες. Ένα απ’ τα φοβερότερα, όμως, ήταν η ξυπολησιά. Φοβερή το καλοκαίρι, να τρέχουν επάνω στις πέτρες και τ’ αγκάθια με γυμνά τα πόδια, αλλά ανυπόφορη το χειμώνα με την παγωνιά και τα χιόνια. Στα Άγραφα, αρχές του 1948, υπήρχαν αντάρτες που τύλιγαν τα πόδια τους με ότι έβρισκαν, κασκόλ, πανιά κι από πάνω φορούσαν τις κάλτσες, αν υπήρχαν κι αυτές, γιατί σαν χαλούσαν οι αρβύλες τους τύχαινε εκείνη τη στιγμή να μην υπάρχει η δυνατότητα να αντικατασταθούν. Για ένα διάστημα έδωσαν κάτι παπούτσια φτιαγμένα ολόκληρα από μαύρο γυαλιστερό λάστιχο που έδεναν μπροστά σαν σκαρπίνια. Αυτά ήταν ελαφρά στο περπάτημα, αλλά πάνω στα χιόνια και τα νερά γλιστρούσαν, ιδιαίτερα στις ανηφόρες. Τέτοια φόρεσε κι η Κατερίνα για ένα διάστημα. Φορτωμένη το γυλιό της, τις σφαίρες του οπλοπολυβόλου της ομάδας που τις μοιράζονταν όλοι, λαχάνιαζε να βγάλει την χιονισμένη πλαγιά. Χτυπούσε πρώτα τη μια της φτέρνα, στηριζόταν σ’ αυτήν και με το άλλο πόδι της έκανε ένα βήμα μπροστά. Ζυγιζόταν λίγο κι έβλεπες τα «λακκάκια» να εμφανίζονται στα ξαναμμένα μάγουλά της. Καταλάβαινες ότι χαμογελούσε και ότι κάποιο λογάκι θα πετούσε. Ξεφούρνιζε πραγματικά κάτι έξυπνα αστεία στις πιο ακατάλληλες στιγμές κι όλοι την φοβόνταν στον ανήφορο γιατί γελούσαν και κόβονταν τα πόδια τους.
– Κατερίνα! Σταμάτα, Κατερίνα! της φώναζαν.
Σήκωνε τότε το κεφάλι να τους απαντήσει κι ωπ! γλιστρούσε πίσω στον κατήφορο. Είχε γίνει ο ανήφορος φόβητρο της Κατερίνας κι η Κατερίνα φόβητρο της διμοιρίας.
Κι όταν τέλειωναν οι ασκήσεις και πιάνονταν όλοι στο χορό, κάποιος για να την πειράξει άρχιζε την «Καραγκούνα»:
Άιντε Καραγκού-γκούνα, Καραγκούνα
άι σε σένα νε, σου πρέπουν τα σεγκούνια
– Η Κατερίνα, η Κατερίνα μπροστά, φώναζαν όλοι.
– Τι τη θέλιτι την Κατερίνα μπρουστά; διαμαρτυρόταν αυτή. Πούντα τα σιγκούνια; Πάει τώρα, ότι φουράτι, φουράου κι γω.
Οι μέρες περνούσαν, η Σχολή συνέχιζε την εκπαίδευση, τελείωσαν κι οι εξετάσεις και η Κατερίνα ονομάστηκε υπαξιωματικός! Με μαύρο παντελόνι, μπλε αμπέχονο, λαστιχένια παπούτσια, δίκοχο πάνω απ’ τα κοτσιδάκια και κατακίτρινα σιρίτια στους ώμους, λοξοκοίταζε στα τζάμια των σπιτιών της Ρεντίνας για να καθρεφτιστεί και μουρμούριζε:
– Άμα κατιβούμι προς τα κάτ’ κι μι δουν τα κατσίκια μ’, θα προυγκίσουν σιαπάν!
Τον Φλεβάρη του 1948, τα τμήματα του Αρχηγείου Αγράφων έφυγαν απ’ την περιοχή και πέρασαν στην Όθρυ για επιχείρηση στον Αλμυρό. Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα. Στο χωριό Μολόχα βρισκόταν το Αναρρωτήριο του Αρχηγείου, διάφορα συνεργεία, η επιμελητεία και μερικές οικογένειες καταδιωκόμενων. Η φρούρηση και η υπεράσπισή τους ανατέθηκε στον ουλαμό των υπαξιωματικών και σε μερικές σκόρπιες ομάδες του τμήματος πληροφοριών. Ο ουλαμός μοιράσθηκε στα προωθημένα υψώματα προς τη μεριά του κάμπου για να φυλάξουν τα περάσματα. Η ομάδα όπου ήταν και η Κατερίνα έπιασε το κεντρικό ύψωμα που δέσποζε μπροστά-μπροστά. Έντεκα άτομα όλα κι όλα, έξι κορίτσια και πέντε αγόρια, μέσα σ’ αυτά και ο «Τόμσον», ένα ξανθό γαλανομάτικο αγόρι απ’ τον Πλάτανο του Αλμυρού, εντελώς ξυπόλυτο, εκείνα τα πόδια του ήταν πάντα φουσκωμένα και κατακόκκινα, με μοναδικό όπλο το αυτόματο «Τόμσον». Το αγαπούσε τόσο, που δεν το αντάλλαζε με κανένα άλλο. Το μήκος βολής του ήταν πολύ μικρό, 25-30 μέτρα, μπορούσε, δηλαδή, να το χρησιμοποιήσει από κοντά, σχεδόν εξ επαφής. Τον έλεγαν Τάκη, αλλά με τον καιρό κανένας δεν τον φώναζε με τ’ όνομά του, του ‘μεινε το «Τόμσον».
Ήταν σούρουπο όταν η ομάδα ανέβηκε στο ύψωμα, έστησε το οπλοπολυβόλο στην πιο κατάλληλη θέση, όπως είχαν μάθει στη Σχολή και τοποθετήθηκαν οι ακροβολιστές. Το ύψωμα ήταν ογκώδες, απ’ τα δεξιά κατέληγε σ’ ένα καρόδρομο απ’ όπου μπορούσαν να εμφανισθούν τανκς και αυτοκίνητα με στρατό, κι απ’ την άλλη πλευρά συνεχίζονταν τα υψώματα χαμηλώνοντας ομαλά. Από εκεί υπήρχε ο κίνδυνος να αιφνιδιαστεί η ομάδα από τις ομάδες καταδρομών, τα ΛΟΚ. Η κατάσταση ήταν πραγματικά κρίσιμη, το παν στηριζόταν στην άγνοια του αντιπάλου για την αποχώρηση του Αρχηγείου, γι’ αυτό και οι 11 της ομάδας αποφάσισαν πως «πίσω δεν είχεν!».
Η νύχτα έπεσε πηχτή, συννεφιασμένη, αφέγγαρη, σκοτάδι μαύρο. Η Κατερίνα πήρε διαταγή να περιπολήσει μόνη της τη δεξιά πλευρά ως εκεί που ο δρόμος στρίβει και τυλίγει το ύψωμα. Θα ήταν 7-8 η ώρα όταν είπε εκείνο το «άι ιγώ φεύγου, άμα ακούσου κάτι θα ρίξου ν’ ακούσιτι», έστριψε και χάθηκε. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό κανενός πως η Κατερίνα που κατηφόριζε προς την κατεύθυνση του χωριού της θα μπορούσε να το σκάσει και να τους προδώσει. Αυτή η αγράμματη τσομπανοπούλα, το αγρίμι της ορφάνιας και της μιζέριας, που τώρα είχε γνωρίσει – έστω και μέσα απ’ τον πόλεμο – έναν άλλον κόσμο, που της έμαθε να γράφει, της άνοιξε τα μάτια, την ανέδειξε υπαξιωματικό και της πρόσφερε αδελφοσύνη, το είχε αποδείξει πως ποτέ των ποτών δεν θα πρόδιδε αυτό που είχε κερδίσει. Η ώρα ωστόσο περνούσε, τα αυτιά υπερτεντωμένα, τόσο που να πιάνουν και το φύλλο που το σήκωνε το αεράκι και το πετραδάκι που κατρακυλούσε, να πιάνουν και την ανάσα της γης. Πάνω στην κορυφή το κρύο περόνιαζε τους ακροβολιστές που κουνούσαν συνέχεια τα δάχτυλα των χεριών για να μην παγώσουν και να μπορούν να πατήσουν την σκανδάλη αν θα χρειαζόταν. Η ώρα έφτασε 10, 11, 12 μεσάνυχτα, επέστρεψε η περίπολος απ’ την άλλη πλευρά κι απ’ την Κατερίνα τίποτε, ούτε τουφεκιά, ούτε θόρυβος. Η ανησυχία στο… κόκκινο: Να χάθηκε; Να την έπιασαν και να μην πρόφτασε να πυροβολήσει; Όλες οι υποθέσεις ήταν πιθανές. Αποφάσισαν να κατέβει ο Τόμσον. Κατά τις τρεις το πρωί ακούστηκε η φωνή του σκοπού:
– Στάσου! Ποιος είσαι;
– Η Κατερίνα είμι.
– Σύνθημα! Παρασύνθημα! Προχώρα!
Τσαφ, τσαφ, τσαφ εμφανίσθηκε λαχανιασμένη.
– Μα τι έγινε, τι συνέβη κι άργησες τόσο;
– Δεν έγινε τίποτις! Πήρα του δρόμου-δρόμου απ’ την άκρη-άκρη κοντά στα κλαριά, έφτασα ικεί που γυρίζει, βρήκα ένα μονουπάτι, του πήρα κι προυχώρσα. Δεν άκσα, ούτε είδα τίποτις. Του μονουπάτι τραβούσι κουντά στου δρόμου. Είπα, κι δεν πάου πιου κάτ; Αν ίνι να ’ρθουν τι να τσι πιριμένου δω, να τσπάρου χαμπάρι απ’ την αρχή. Αφουγκράστηκα χίλιες φουρές, τίπουτις! Έσκυψα κάτου κι έβαλα τ’ αυτί στη γης. Καμιά βουή. Κατάλαβα πως η ώρα πέρασι κι αποφάσισα να γυρίσου πίσου. Τώρα κι να ξικινήσουν απού κει που πήγα γω, δεν προυλαβαίνουν να φτάσουν, τσ’παίρνει η αυγή. Ακούστι που σας του λέου γω. Απόψι δεν υπάρχει τίποτις! Τα μέτρησα ούλα. Απόψι είναι ησσσυχία!
1) Μ. Καραγάτσης, «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν», εκδ. Εστία.
* Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940. Γύρισε παράνομα στην Ελλάδα με την ομάδα Μπελογιάννη και μετά την πολιτική προσφυγιά, έγραψε τρία βιβλία: «Πέτρος Κόκκαλης» (εκδ. Εστία), «Τα απόπαιδα» (β΄ έκδ. Αλεξάνδρεια) και «Είναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2019).