Η κατάσταση των εργαζομένων στη χώρα μας καθορίζεται τα τελευταία χρόνια από: α) Τις μνημονιακές υποχρεώσεις που μείωσαν σημαντικά μισθούς, συντάξεις, εργασιακές κατακτήσεις. β) Από τη διττή κρίση οικονομίας και πανδημίας που δημιούργησαν εντελώς νέες συνθήκες εργασίας, αμοιβής της εργασίας, επιδομάτων κ.λπ. γ) Από τις συνεχιζόμενες απαιτήσεις να περιοριστεί κι άλλο το «κόστος» εργασίας (δηλαδή το εισόδημα των εργαζομένων) και να ελαστικοποιηθεί στο έπακρο. δ) Από τις συστηματικές απολύσεις σε ευαίσθητους χώρους και όσων αντιδρούν.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πρώτον ότι το 2020 είχαμε μια περαιτέρω πτώση του ΑΕΠ κατά 8% που προστίθεται στις πτώσεις των μνημονιακών χρόνων. Επομένως ό,τι είχε «επιτευχθεί» με την εφαρμογή των μνημονίων ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους, πήγε χαμένο με τη διττή κρίση. Η πανδημία συγκάλυψε την οικονομική κρίση ή την επιδείνωσε και η κρατική παρέμβαση για στήριξη επιχειρήσεων και χορήγηση επιδομάτων διέσωσαν κάπως το τοπίο από μια μεγάλη κατάρρευση. Όμως ο προσανατολισμός του κεφαλαίου είναι να σταματήσει η κρατική επιχορήγηση/«αιμοδοσία» και να στηριχθεί η «οικονομία» στον υγιή «οικονομικό κύκλο».
Για να καταλάβουμε καλύτερα, χωρίς την αρωγή του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας σχεδόν δεν υπάρχει ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τους σχεδιαστές της οικονομίας, και για να γίνουν εκταμιεύσεις χρειάζονται προαπαιτούμενα. Πρώτο όλων είναι η μείωση του εργατικού κόστους και η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων. Όπερ και έπραξε η κυβέρνηση και τα άλλα φιλο-Ε.Ε. κόμματα. Τώρα έχει συνέχεια το ασφαλιστικό (επικουρικές κ.λπ.) και η παιδεία (που πρέπει να λειτουργήσει χωρίς καμία κρατική φροντίδα αλλά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ολόκληρο το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» κινείται σε αυτήν την τροχιά.
«Όσον αφορά το θέμα των αμοιβών, με βάση τα στοιχεία που έχουμε, στους μισθούς η Ελλάδα είναι… Βαλκάνια. Και όσον αφορά τον χρόνο εργασίας ή καλύτερα υπερεργασίας, είμαστε μόλις πίσω από την Τουρκία. Δηλαδή είμαστε μια χώρα που θέλουμε να είμαστε στην ευρωζώνη, πιθανόν να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ανάπτυξης), αλλά η αγορά εργασίας μας δεν θα θυμίζει καθόλου την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη αλλά μάλλον τον υπανάπτυκτο Νότο της Ευρώπης με στοιχεία απορυθμισμένων αγορών των πρώην ανατολικών χωρών»
(Γιώργος Αργείτης, διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας)
Ας δούμε ορισμένους δείκτες της διττής κρίσης
Σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ σε πρόσφατη έκδοσή του:
- Η Ελλάδα το 2020 είχε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη, με το πραγματικό ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 8,2%. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται κυρίως στην κάμψη των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 17 δισ. ευρώ (9,34% του ΑΕΠ του 2019) και της κατανάλωσης κατά 6 δισ. ευρώ.
- Οι άνευ προηγουμένου μειώσεις του χρόνου εργασίας που έγιναν στο πλαίσιο των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης έχουν αυξήσει δραματικά την επισφάλεια πολλών θέσεων εργασίας.
- Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ε.Ε. στο οποίο ο μέσος μισθός μειώθηκε σε σχέση με το 2010, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρξε περαιτέρω επιδείνωσή του. Η απόκλιση του μέσου μισθού από αυτόν του μέσου όρου της Ευρωζώνης είναι ακόμα πιο σημαντική αν συνυπολογιστεί ότι στα κράτη-μέλη της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων υπάρχει ισχυρή σύγκλιση, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα μια ειδική περίπτωση παλινδρόμησης της κοινωνικής ευημερίας.
- Η Ελλάδα είναι επίσης το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο για το ίδιο διάστημα υπήρξε απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού και ταυτόχρονα του κατώτατου μισθού.
- Για πρώτη φορά από το 2012, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν θετικές εξαιτίας της αποχής τους από την κατανάλωση λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
- Βέβαια, η ανισότητα πλούτου και εισοδήματος αποκρύπτει τον μεγάλο αρνητικό αντίκτυπο που είχε η πανδημία στα φτωχότερα νοικοκυριά, των οποίων η χρηματοοικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω της μείωσης του εισοδήματός τους.
Ο διευθυντής του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Αθήνας Γιώργος Αργείτης είναι αποκαλυπτικός για το τι συμβαίνει: «Αν προσπαθούσα να περιγράψω πώς θα είναι η χώρα μας τους επόμενους μήνες ή τα αμέσως επόμενα χρόνια θα σας έλεγα ότι στο μακροοικονομικό κομμάτι θα έχουμε μια χώρα που θα εμφανίζει μάλλον υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης […] η ανάπτυξη της χώρας μπαίνει μάλλον σε μια δυναμική πορεία. Το ερώτημα είναι αν η διάχυση του οφέλους θα είναι δίκαιη. Ας δούμε τα πράγματα συγκεκριμένα: Το τι θα συμβεί με την ανεργία είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, δεν μπορεί να γίνει εκτίμηση στην παρούσα φάση. Το αν, τώρα που η οικονομία επανέρχεται στην κανονικότητα, όσοι εντάχθηκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό επιστρέψουν στις δουλειές τους ή πάνε στην ανεργία, μένει να το δούμε. Όσον αφορά το θέμα των αμοιβών, με βάση τα στοιχεία που έχουμε, στους μισθούς η Ελλάδα είναι… Βαλκάνια. Και όσον αφορά τον χρόνο εργασίας ή καλύτερα υπερεργασίας, είμαστε μόλις πίσω από την Τουρκία. Δηλαδή είμαστε μια χώρα που θέλουμε να είμαστε στην ευρωζώνη, πιθανόν να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ανάπτυξης), αλλά η αγορά εργασίας μας δεν θα θυμίζει καθόλου την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη αλλά μάλλον τον υπανάπτυκτο Νότο της Ευρώπης με στοιχεία απορυθμισμένων αγορών των πρώην ανατολικών χωρών. Αυτό μας ανησυχεί. Μας ανησυχεί γιατί θεωρούμε ότι βαδίζουμε σε ένα υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο δεν το θεωρούμε βιώσιμο. Και σίγουρα δεν είναι δίκαιο».
Η πανδημία και η τηλεργασία
Μέσα στις συνθήκες της πανδημίας σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής (Δεκέμβρης 2020) ένα ποσοστό 46% των εργαζομένων (περίπου οι μισοί δηλαδή) αναγκάστηκαν να εργαστούν από το σπίτι ενώ μόνον ένας στους έξι (17%) Έλληνες είχε εμπειρία τηλεργασίας πριν από την πανδημία.
Η τηλεργασία θα μονιμοποιηθεί σαν μορφή οργάνωσης της εργασίας. Χαρακτηριστικά είναι όσα δηλώσει ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Μιχάλης Γλαμπεδάκης: «Με βάση παλαιότερες έρευνες, το ποσοστό των τηλεργαζομένων στην Ελλάδα καταγραφόταν περίπου 2% σε σταθερή βάση. Στη δική μας έρευνα, το 12% των εργαζομένων δήλωσε ότι ήθελε να συνεχίσει να τηλεργάζεται. Έχουμε, λοιπόν, μετά την εμπειρία, έναν εξαπλασιασμό από τότε που η τηλεργασία ήταν στα σπάργανα στην Ελλάδα. Υπήρχαν, ξέρετε, αμφισβητήσεις και από εργοδότες και από εργαζομένους. Οι μεν εργοδότες πίστευαν ότι είναι δύσκολο να ελέγξουν τους εργαζομένους, οι δε εργαζόμενοι θεωρούσαν ότι θα χάσουν κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα. Η αναγκαστική τηλεργασία έφερε σε επαφή εργαζομένους και εργοδότες με το πρόβλημα, και υπάρχουν πλέον δεδομένα, εμπειρία». Και συνεχίζει: «ένας στους τρεις δήλωσε ότι προτιμά την τηλεργασία, ενώ ένας στους πέντε εμφανίζεται εντελώς αντίθετος. Επίσης, τρεις στους δέκα βρήκαν την εργασία από απόσταση εύκολη έως πολύ εύκολη και σχεδόν τέσσερις στους δέκα τη βρήκαν δύσκολη έως αδύνατη. Εκτιμώ ότι ένα 20%-25% των εργαζομένων θα είναι με εργασία από το σπίτι» (Πηγή: Το Βήμα).