Kαλημέρα πελάτες μου συντρόφια του Δρόμου.
Μια βδομαδούλα έμεινε πελάτη μου και μετά θα… κάάάθεσαι ν’ απολαμβάνεις διακυβέρνηση. Μωρέ σου έχουν 1ο και 2ο πιάτο και ορντέβρ με ανάπτυξη της ανοιχτής παλάμης σαν εκείνη του Συντάγματος! Ακόμα αναπολώ τις ωραίες μούντζες, τα γαμοσταυρίδια και τα συνθήματα των αγανακτισμένων. Βέβαια, για να πας στο κουτί του Καλπογιάννη (κάλπη) πρέπει πρώτα να έχεις δει και καμιά τηλεμαχία (ντιμπέιτ)! Μια εβδομάδα πέρασε με την Όλγα να περιμένει τον Αντώνη στο ντιμπέιτ. Βιάζεται να τον ρωτήσει πώς θα βγάλει την κουκούλα από τους κουκουλοφόρους. Ο Αντώνης τα έχει πει στο Ζάππειο ένα, δύο, τρία… Ανάμεσα βέβαια στα νούμερα έγιναν και κάποιες «κολωτούμπες».
Χτες το βράδυ, χτυπάει το τηλέφωνο, «λες να είναι η μάνα»;
«Έλα παιδί μου Γιάννη», λέει με εκκωφαντική φωνή.
«Ρε μάνα, συμβαίνει τίποτα μες στα μεσάνυχτα»; ρωτάω.
«Όχι παιδί μου, είμαστε καλά. Αλλά κάπου στην τηλεόραση άκουσα για “κυβερνώσα αριστερά”, και σε πήρα να σε ρωτήσω».
«Τι»;
«Αυτή είναι που θα ψηφίσουμε, θα είμαστε κυβέρνηση»;
«Μάνα στην Αθήνα μ’ έστειλες να δουλέψω, όχι να κάνω πολιτικές επιστήμες. Σου το έχω εξηγήσει χίλιες φορές. Εμείς κυβερνήσαμε το ’89 με τον Χαρίλαο και τον Μητσοτάκη, τώρα είμαστε αντιπολίτευση, σε αγρανάπαυση».
«Καλά παιδί μου, δεν το θυμάμαι».
«Αλλά αν θέλεις να μάθεις τι είναι “κυβερνώσα αριστερά” σου δίνω το τηλέφωνο του συντρόφου Φώτη. Α! και μην ξεχάσεις να τον ρωτήσεις: “Ρε Φώτη, αφού η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι καβάλα στα γκάλοπ, τι τις θέλεις τις πράσινες ζάντες και πισωκάβαλο οι εκσυγχρονιστές του Σημίτη; Πως θα μπορέσει να σου κάνει κυβερνητική πρόταση ο Αλέξης”»;
Παρόλα αυτά ψηφίστε Αριστερά, Αριστερά που να τους πάρει ο διάολος!
Πάμε τώρα στα δικά μας.
Δύο ηλικιωμένες με καλούν στο Παγκράτι. Η μια λέει: «πρόσεξε να την πας καλά στο Μπουρνάζι».
«Μην ανησυχείς μαντάμ, είναι σε καλά χέρια. Από πού είστε κυρία μου»;
«Από την Αχαΐα. Εσύ»;
«Μισός Θηβαίος, μισός Μυτιληνιός».
«Ποιο χωριό της Θήβας»;
«Τα Βάγια».
«Τι μου θύμισες».
«Καμιά παλιά αγάπη», ρωτάω.
«Όχι, όχι παιδί μου. Εγώ λέγομαι Παριανού και τραγουδούσα στα πανηγύρια με τον άντρα μου. Πάνε χρόνια, δεν θα με θυμάσαι».
«Με ποιους»;
«Με όλους. Τον Σκαφίδα, τον Τσαούση, τον Μαϊντάνα, όλα τα καλά κλαρίνα, τον Σαλέα, τον Κονοντίνη, το Μάγκα κ.λπ. Ωραία, αξέχαστα χρόνια».
«Εγώ κυρία, από παιδάκι γύριζα στα πανηγύρια».
«Γιατί»;
«Ο πατέρας μου πουλούσε στα πανηγύρια και εγώ πήγαινα μαζί του. Θα σας έχω δει, αλλά δεν θυμάμαι το όνομα».
«Άκου τώρα να σου πω μια ιστορία από τα χωριά σας. Ήταν η εποχή της χούντας και ήμασταν στο Μαυρομάτη Θηβών. Αν θυμάμαι καλά ήταν ο Τσαούσης, εγώ, ο Κοκοντίνης, ο άντρας μου ακορντεόν και άλλοι. Γιορτή ήτανε ή γάμος, πάντως χειμώνας, γιατί το γλέντι γινόταν μέσα στο μαγαζί. Ζύγωνε ξημέρωμα και αφού μας είχαν τρελάνει να τραγουδάμε το «Γρίβα σε θέλει ο Βασιλιάς», ο Τσιαούσης λέει στοπ, καλημέρα σας. Τότε ένας θαμώνας πιωμένος, τραβάει το πιστόλι, ρίχνει στο ταβάνι και λέει: «Παίχτε ρε, εγώ διατάζω εδώ». Τι να κάνει το συγκρότημα ξαναρχίζει να παίζει μέχρι που χτύπησαν οι καμπάνες. Πήρα τέτοια τρομάρα που από τότε αγόρι μου αποτραβήχτηκα από τα χωριά σας. Και τραγουδούσα προς Αίγιο, Κιάτο κ.λπ. Οι σφαίρες έπεφταν βροχή! Αυτά τραβούσαμε τότε για το μεροκάματο».
Αφιερωμένο στη μνήμη του Μητροπάνου και σ’ αυτούς τους λαϊκούς καλλιτέχνες και στον πατέρα μου, που ξενυχτούσαν για το μεροκάματο στα πανηγύρια.
Ο Ταξιτζής του Δρόμου της Αριστεράς