Της Βασιλικής Λάζου.

Λόγω της καίριας γεωγραφικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο η Κύπρος αποτέλεσε από την αρχαιότητα πεδίο πολλαπλών κατακτήσεων και εναλλαγών κυριαρχίας.

Οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κύπρο από τους Ενετούς το 1571 και διατήρησαν την κυριαρχία τους για τρεις αιώνες περίπου, έως το 1878, ώσπου στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου, παραχώρησαν τη νήσο στους Βρετανούς. Η Οθωμανική κατάκτηση επέφερε σημαντικές μεταβολές στην κουλτούρα, την κοινωνία, την οικονομία και τις πολιτικές εξελίξεις. Στην κληρονομιά της οθωμανικής περιόδου συγκαταλέγονται η εισαγωγή του Ισλάμ και της τουρκικής γλώσσας καθώς και η ενίσχυση του ρόλου και του γοήτρου της ορθόδοξης εκκλησίας στα πλαίσια του συστήματος των μιλλέτ. Κατά την περίοδο αυτή οι δύο θρησκευτικές και πολιτισμικές κοινότητες, η χριστιανική και η μουσουλμανική, συμβίωναν με την κάθε κοινότητα να έχει τη γλώσσα και τη θρησκεία της, σύστημα εκπαίδευσης και το δικό της οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο.
Η περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο ξεκίνησε το 1878, αν και ο Σουλτάνος διατήρησε την επικυριαρχία στο νησί έως το 1914. Τη χρονιά εκείνη με αφορμή το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, η Βρετανία προσάρτησε την Κύπρο. Στα πλαίσια της προσπάθειας να πειστεί η Ελλάδα να συμμετάσχει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Βρετανοί πρόσφεραν την Κύπρο ως αντάλλαγμα. Η προσφορά ωστόσο απορρίφθηκε από το φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος προέκρινε την ουδετερότητα της χώρας. Συζητήσεις για την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα είχαν γίνει και με τον Βενιζέλο κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Με τη Συνθήκη της Λοζάνης το 1923 επιλύθηκαν όλα τα εδαφικά και πολιτικά ζητήματα τα οποία είχαν παραμείνει σε εκκρεμότητα στην περιοχή. Η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε νομική αξίωση επί της Μεγαλονήσου και το 1925 η Κύπρος ανακηρύχθηκε αποικία του βρετανικού στέμματος.
Στην αρχική του μορφή το Κυπριακό πρόβλημα εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση για εθνική αυτοδιάθεση των λαών που τελούσαν υπό καθεστώς αποικιοκρατίας, σε συνδυασμό με τις γενικότερες ανακατατάξεις που επήλθαν στα Βαλκάνια με την παρακμή και πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ανάληψη της διακυβέρνησης του νησιού από τους Βρετανούς γέννησε ελπίδες για ένωση με τη μητέρα-πατρίδα κατά το πρότυπο των Ιονίων Νήσων ενώ τον 20ό αιώνα το πρότυπο αυτό έδωσε τη θέση του σε μία σταδιακή ένωση με την Ελλάδα σύμφωνα με το Κρητικό μοντέλο. Το κύριο επιχείρημα του ελληνοκυπριακού ενωτικού κινήματος ήταν ότι η Κύπρος αποτελούσε φυσικό τμήμα του ελληνισμού και ότι πλέον είχε έρθει η ώρα για ένωση με το  απελευθερωμένο ελληνικό κράτος.
Κατά τη διάρκεια της Αγγλοκρατίας η πολιτισμική διαφορά χριστιανών και μουσουλμάνων διατηρήθηκε και παγιώθηκε ως εθνοτική διαφορά. Από την αρχή η βρετανική αποικιακή διοίκηση αντιμετώπισε τους κατοίκους της Κύπρου όχι ως ενιαίο λαό αλλά ως δύο διαφορετικές κοινότητες με βάση το θρησκευτικό κριτήριο.  Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», η αντίθεση στην Ένωση, η υποστήριξη στους Τουρκοκύπριους, η εμπλοκή της Άγκυρας και η ιδέα της διχοτόμησης αποτέλεσαν βασικούς άξονες της βρετανικής πολιτικής έως το 1960.
Από την άλλη μεριά, οι ενέργειες των Βρετανών εδραίωσαν τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό. Αυτό πραγματοποιήθηκε μέσω τριών κυρίως ενεργειών: της συμμετοχής των Κυπρίων σε αντιπροσωπευτικά όργανα, την εκπαίδευση, η οποία προωθούσε μεγαλοϊδεατικές τάσεις και την κατάργηση των προνομίων της Εκκλησίας η οποία έως τότε λειτουργούσε με το σύστημα των μιλλέτ και κατείχε κοσμικές αρμοδιότητες. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης η Εκκλησία διατήρησε την πολιτική και πολιτιστική της επιρροή καθώς θεωρούνταν ο θεματοφύλακας της κουλτούρας και της κληρονομιάς της ελληνορθόδοξης κυπριακής κοινότητας. Ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, Μακάριος Γ΄, έγινε ο εθνάρχης-ηγέτης του κυπριακού ελληνισμού.  
Η πρώτη μαζική εκδήλωση του εθνικισμού των Ελληνοκυπρίων έγινε τον Οκτώβριο 1931 στη Λευκωσία. Με αφορμή ένα φορολογικό νομοσχέδιο αλλά κατ’ ουσία εξαιτίας της ελληνοκυπριακής ανυπομονησίας για την ένωση και της βρετανικής ακαμψίας ξέσπασαν εκτεταμένες ταραχές και διαδηλώσεις κατά τις οποίες οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν την ενσωμάτωση της Κύπρου την Ελλάδα. Οι ταραχές αυτές κατέδειξαν ότι το ενωτικό κάλεσμα συναντούσε την πλατιά νομιμοποίηση του ελληνοκυπριακού λαού, δεν ήταν δηλαδή περιορισμένο σε μια ελίτ ή σε εκκλησιαστικούς κύκλους. Από την άλλη οι Βρετανοί συνέχισαν να έχουν λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τις δυνατότητες δράσης και τα κίνητρα των Ελληνοκυπρίων, τα οποία θεωρούσαν ξενοκίνητα. Κατά τη βρετανική αντίληψη ο αγροτικός πληθυσμός είχε συμφέρον να υποστηρίζει τους Βρετανούς και όχι να επιθυμεί την προσάρτησή του στην οικονομικά υπανάπτυκτη και κακοδιοικούμενη Ελλάδα. Μετά τις ταραχές και έως το 1945 ακολούθησε περίοδος έκτακτων μέτρων.
Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Κύπρος αποτελούσε μαζί με τα Δωδεκάνησα και τη Βόρειο Ήπειρο μία από τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Το θέμα της Κύπρου ωστόσο δεν τέθηκε από την Ελλάδα στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων για να μην διαταραχθούν οι σχέσεις με τη Βρετανία. Από το 1950 και ύστερα η Κύπρος αποτέλεσε την αιχμή των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, ζήτημα το οποίο είχε ευρεία απήχηση σε ολόκληρο τον ελληνικό πολιτικό κόσμο.
Παρά την ευνοϊκή συγκυρία ωστόσο που είχε δημιουργήσει η συμμετοχή της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των νικητών και ο επαναπροσδιορισμός της βρετανικής αποικιακής πολιτικής, η βρετανική εργατική κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη να παραχωρήσει την Κύπρο η οποία αποτελούσε μία σημαντική και απαραίτητη στρατιωτική βάση στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ωστόσο, ο βρετανός υπουργός των αποικιών προχώρησε σε μια σειρά συνταγματικών μέτρων τα οποία δρομολογούσαν σύνταγμα «αυτοκυβέρνησης» και οδηγούσαν σε ομαλοποίηση της ελληνοβρετανικές σχέσεις. Παρόλο που κατά βάση η εξέλιξη αυτή σηματοδοτούσε την πορεία προς την ανεξαρτησία, τόσο η Εθναρχία όσο και το ΑΚΕΛ, για διαφορετικούς λόγους, απέρριψαν την πρόταση αυτοκυβέρνησης.
Οι εξελίξεις αυτές, η βρετανική πρωτοβουλία για αυτοκυβέρνηση, η άρνηση των Ελληνοκυπρίων και η προβολή της ενωτικής λύσης και από την άλλη η έντονη δραστηριοποίηση των Τουρκοκυπρίων με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κόμματος με σκοπό την αποτροπή της ένωσης και τη δραστηριοποίηση της Τουρκίας σηματοδότησαν τις απαρχές του Κυπριακού ζητήματος το 1947-48.
Η επόμενη φάση του Κυπριακού αρχίζει το 1947 και φτάνει έως το 1958. Αυτή χαρακτηρίζεται από τον αντιαποικιακό αγώνα των Ελληνοκυπρίων εναντίον της Βρετανίας, τη διακρατική σύγκρουση Ελλάδας, Βρετανίας και Τουρκίας και την εθνοτική σύγκρουση ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και στους Τουρκοκύπριους. Σε αυτή την περίοδο δύο ήταν οι ευκαιρίες για την αποφυγή της συγκρουσιακής επίλυσης του Κυπριακού: η Διασκεπτική (1947-1948) και οι συνομιλίες του Χάρντιγκ με τον Μακάριο (1955-1956).
Η πρόταση του βρετανού κυβερνήτη της Κύπρου Winster για Σύνταγμα το 1947 βρήκε αντίθετους τόσο την Εθναρχία όσο και το ΑΚΕΛ το οποίο αν και αρχικά είχε δεχθεί να συμμετέχει στη Διάσκεψη αποχώρησε τελικά από αυτή κάτω από το βάρος της κατηγορίας του προδότη της Ένωσης. Ως αποτέλεσμα, η βρετανική πρωτοβουλία δεν βρήκε αποτελεσματική ανταπόκριση και απέτυχε.
Την περίοδο 1950-1954 η κοινή γνώμη τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αθήνα βρίσκονταν σε αναβρασμό με κύριο αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου. Η βρετανική κυβέρνηση αντέδρασε με άκαμπτο τρόπο θεωρώντας ταραξίες όσους ζητούσαν την εφαρμογή των αρχών του ΟΗΕ. Η βρετανική δήλωση ότι ορισμένα εδάφη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν πλήρη ανεξαρτησία λόγω της πολιτικής τους σημασίας κορύφωσε την αντιπαράθεση και όξυνε τα πνεύματα στην Αθήνα και στην Κύπρο. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούσαν το κύριο κίνητρο το οποίο καθόριζε τη βρετανική πολιτική στο Κυπριακό. Αυτά υπαγορεύονταν από τη γεωγραφική θέση της Κύπρου, τη γειτνίαση της με τη διώρυγα του Σουέζ και σε μικρότερο βαθμό με τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, το αυτοκρατορικό γόητρο της Βρετανίας και μεταπολεμικά την προσπάθεια ανάσχεσης της Σοβιετικής  Ένωσης.
Το Σεπτέμβριο 1954 η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε προσφυγή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου, θεωρώντας το μέσο αυτό ως τον προσφυέστερο τρόπο πίεσης προς τη Βρετανία. Το Κυπριακό έγινε διεθνές ζήτημα η τροπή όμως που έλαβαν οι εξελίξεις ήταν επικίνδυνη. Η Βρετανία υπό την κυβέρνηση Τσόρτσιλ-Ήντεν υιοθέτησε μία ακόμα πιο άκαμπτη πολιτική ενώ η Τουρκία εισήλθε επίσημα στο παιχνίδι της διεκδίκησης της Κύπρου σε συμμαχία μάλιστα με τη Βρετανία και η δυνατότητα ενός κοινού ελληνοτουρκικού μετώπου απομακρύνθηκε.
Κατά τη διάρκεια της τουρκικής προσφυγής στον ΟΗΕ η Τουρκία κράτησε σκληρή στάση και κατηγόρησε την Ελλάδα ότι επιχειρούσε να ανατρέψει το πνεύμα της Συνθήκης της Λοζάννης, και για αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας. Η τουρκική στάση υπαγορεύονταν αφενός από γεωστρατηγικούς και οικονομικούς λόγους και αφετέρου από εθνοτική ταύτιση και αλληλεγγύη προς τους αριθμητικά λιγότερους Τουρκοκύπριους. Τυχόν ένωση της νήσου με την Ελλάδα θεωρούνταν από την τουρκική πλευρά απαράδεκτη ενέργεια που την έθιγε καίρια. Έως το 1960 η τουρκική πολιτική διαμορφώθηκε προς την κατεύθυνση είτε της διατήρησης του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος είτε της επιστροφής του νησιού στην Τουρκία ως διάδοχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1955 προβλήθηκε το σύνθημα «Η Κύπρος είναι τουρκική» το οποίο επικράτησε στα αντιμειονοτικά επεισόδια στην Πόλη ενώ από το 1956-1958 προκρίθηκε η λύση της διχοτόμησης. Όταν υπογράφτηκαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, η Τουρκία ενέμενε στην τήρησή τους χωρίς παρεκκλίσεις, στάση την οποία κράτησε έως το 1963.
Την ίδια περίοδο οι Ελληνοκύπριοι ήταν διχασμένοι ως προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσουν σχετικά με την Ένωση. Από τη μια το κομμουνιστικό ΑΚΕΛ στήριζε τη σταδιακή εξελικτική ένωση ενώ η εθνικιστική Δεξιά με την οποία συμπαρατάσσονταν η Εκκλησία υποστήριζε τη θέση «Ένωσις και μόνο Ένωσις», αίτημα το οποίο έπρεπε να ικανοποιηθεί άμεσα ή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Τελικά προκρίθηκε η δεύτερη στάση.
Παράλληλα, με τη διεθνοποίηση του Κυπριακού ο τότε έλληνας πρωθυπουργός Παπάγος δέχθηκε να ξεκινήσει ένοπλος αγώνας των ελληνοκυπρίων με τη μορφή δολιοφθορών και ανταρτοπολέμου. Ο ένοπλος αγώνας ξεκίνησε τον Απρίλιο 1955 με την υλική και ηθική στήριξη της Ελλάδας και υπό την ηγεσία της Ε.Ο.Κ.Α (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) η οποία είχε αρχηγό τον Κύπριο απόστρατο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα ή «Διγενή». Η ένοπλη ωστόσο δράση δεν έφερε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια της δράσης της ΕΟΚΑ έγιναν προτάσεις από τη Βρετανία για τη συνταγματική επίλυση του Κυπριακού από τις οποίες καμία δεν καρποφόρησε. Η πρώτη ήταν η Τριμερής Διάσκεψη Βρετανίας-Ελλάδας-Τουρκίας τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1955 οπότε για πρώτη φορά η Τουρκία εισήλθε ως συνομιλητής και ενδιαφερόμενος στο Κυπριακό.  
Μία δεύτερη προσπάθεια έγινε το 1955-56 στις συνομιλίες του στρατάρχη Χάρντιγκ, νέου κυβερνήτη της Κύπρου με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. Η Βρετανία πρότεινε διευρυμένη αυτοκυβέρνηση και την υπόσχεση να συζητήσει το μέλλον του νησιού με τους αντιπροσώπους του κυπριακού λαού όταν οι αυτοδιοικητικές αρχές αποδεικνύονταν ικανές να διαφυλάξουν τα συμφέροντα όλων των τμημάτων της κυπριακής κοινωνίας. Δεν επιτεύχθηκε ωστόσο κάποια συμφωνία και ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες το Μάρτιο 1956, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα ένα χρόνο αργότερα.
Μια τελευταία προσπάθεια ήταν το σχέδιο του Βρετανού πρωθυπουργού Μακμίλλαν το 1958. Το σχέδιο πρότεινε μία σειρά έντονα διαιρετικών διατάξεων, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη ότι στη διοίκηση της Κύπρου θα «συνεργάζονταν» για επτά χρόνια η Ελλάδα και η Τουρκία. Επιπλέον, για την εφαρμογή του δεν απαιτούνταν η συναίνεση των Ελληνοκυπρίων καθώς μπορούσε να εφαρμοστεί με τη συνεργασία μόνων των Τουρκοκυπρίων. Το αποτέλεσμα κατ’ ουσία ήταν είτε η διχοτόμηση είτε η τριμερής συγκυριαρχία στο νησί.
Το σχέδιο Μακμίλλαν, οι επανειλημμένες αλλά χωρίς αποτέλεσμα προσφυγές της Ελλάδας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ σχετικά με το δικαίωμα της Κύπρου για αυτοδιάθεση, οι ολοένα και πιο έντονες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο εθνοτικές κοινότητες και η ανησυχία των ΗΠΑ για ρήγμα στις σχέσεις ανάμεσα στις χώρες του ΝΑΤΟ οδήγησαν στην ανάληψη μυστικών ελληνοτουρκικών συνομιλιών. Αυτές με τη σειρά τους κατέληξαν στις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1959 οι οποίες προώθησαν την ανεξαρτησία της Κύπρου που κηρύχθηκε στις 16 Αυγούστου 1960. Μια νέα φάση του Κυπριακού Ζητήματος άρχιζε.

* Η Βασιλική Λάζου είναι ιστορικός, διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!