Της Έλενας Πατρικίου. Φημολογείται εσχάτως πως η τρισυπόστατη κυβέρνηση μελετά το ενδεχόμενο φορολόγησης των πτυχίων.
Μετά την ανεπανάληπτη επιτυχία της φορολόγησης των εκτάκτων ακινήτων επί ποινή συσκοτίσεως, μετά την ενδελεχή μελέτη της φορολόγησης της ακινησίας των ακινητοποιημένων αυτοκινήτων οχημάτων, ήρθε προφανώς η ώρα για την φορολόγηση της απραξίας των ακινητοποιημένων πνευμάτων. Ο Βεσπασιανός, που εγκαινίασε προ δύο χιλιετιών το λαμπρό αυτό στάδιον φορολογικής δόξης, επιβάλλοντας στους πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας φόρον κινητής αφοδεύσεως (από τον οποίο τεχνηέντως φοροδιεύφευγαν οι ακινήτως δυσκοίλιοι), το είχε πει με καταλυτική λιτότητα: «το χρήμα δεν μυρίζει».
Ο άοσμος χαρακτήρας του χρήματος ισχύει ασφαλώς όχι μόνο για τα νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα, αλλά και για τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια. Όμως φευ, ό,τι ισχύει για τα χάρτινα νομίσματα, δεν ισχύει αναγκαστικά για τα περγαμηνά διπλώματα, τα οποία προ πολλού δεν είναι πληρωτέα επί τη εμφανίσει και τα οποία όζουν πλέον ως μεταχειρισμένα χαρτιά τουαλέτας.
Είναι βέβαιον πως το νέο αυτό φορολογικό μέτρο θα στεφθεί με απαράμιλλη αίγλη, υλική πρωτίστως, ου μην αλλά και άυλη και πως όλος ο πεπολιτισμένος κόσμος, ειδικώς μάλιστα τα τμήματά του που διαθέτουν, όπως η ευρωζωνική Ελλάδα, υπερεπάρκεια πτυχιούχων, θα σπεύσει να το υιοθετήσει. Είναι όμως εξίσου βέβαιον πως πουθενά αλλού και αν εφαρμοστεί δεν πρόκειται να αγγίξει το απόλυτο ιδανικό του κλασικού προτύπου, όχι μόνο διότι η Ελλάς είναι εξ ορισμού προορισμένη να έχει πάντα στο τσεπάκι την κατάκτηση όλων των κλασικών αναλογιών και όλων των κλασικών μέτρων, αλλά κυρίως διότι πουθενά αλλού, ασφαλώς δε όχι στις άλλες ευρωζωνικές περιοχές, η πληθώρα αυτών των άδειων υποκαμίσων που είναι τα ελληνικά πτυχία δεν είναι τόσο πληθωρική.
Ως μικρή συμβολή επομένως στη θεόπνευστη ιδέα των θεοφόρων πτυχιούχων που μας κυβερνούν ελέω τρικομματικής πλην μονοφυσιτικής χάριτος, η στήλη θεωρεί ως άμεσο μεταπτυχιακό καθήκον της να προτείνει κάποιες αναγκαίες διακρίσεις. Καταρχήν, έχουν, ελπίζουμε, σκεφτεί οι μαστερούχοι ιθύνοντες των οικονομικών υπουργείων ότι είναι επιβεβλημένη η θέσπιση μίας φορολογικής κλίμακας, η οποία να διαφοροποιεί τα εγκεκριμένα πτυχία των δημοσίων πανεπιστημίων από τα άκριτα τοιαύτα των ιδιωτικών παραμάγαζων και η οποία θα τιμωρεί παραδειγματικώς τους κατόχους των πρώτων, εφόσον η είσοδος (και άρα η έξοδος) τους από αυτά επετεύχθη διά της προσφυγής σε φροντηστηριακά ιδρύματα αδρώς αμοιβόμενα από τα φοροδιαφεύγοντα εισοδήματα των γονέων. Ωσαύτως είναι επιβεβλημένη μία δίκαιη ισοτιμία μεταξύ πτυχιούχων ΑΕΙ και διπλωματούχων ΤΕΙ, ώστε να μην αποβούν φορολογικώς μάταιοι οι αγώνες για την εξίσωση των τίτλων σπουδών μεταξύ των ένθεν και ένθεν αποφοίτων όλων των ευαγών αυτών ιδρυμάτων. Κατά τρίτον, θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα καταστήσουν φορολογικώς εντελώς άδικη την ισοτιμία μεταξύ «κανονικών» σχολών και «ερζάτς» πανεπιστημιακών καταστημάτων – εδώ ως «κανονικές» εννοούμε τις κανονικές, ενώ ως «ερζάτς» όλες αυτές που κατά τα τελευταία χρόνια της δαψιλούς κρατικής γενναιοδωρίας ιδρύθηκαν και λειτούργησαν με σκοπό την ικανοποίηση των δικαίων αιτημάτων διαφόρων τοπικών κοινωνιών που, έχοντας υπερεπάρκεια σε γκαρσονιέρες, σε κάποιους, βρε αδερφέ, έπρεπε να τις νοικιάσουν.
Η φορολογική δικαιοσύνη μεταξύ πτυχιούχων ημεδαπών και αλλοδαπών ιδρυμάτων παροχής πτυχίων είναι επίσης ένα λεπτό ζήτημα, και είμαστε βέβαιοι πως το μετονομασθέν ΔΙΚΑΤΣΑ θα έχει να προσφέρει λεπτεπίλεπτες διακριτικές λύσεις προς την φορολογική του λύση. Τέλος, η αναγκαία διάκριση μεταξύ σκέτων πτυχιούχων, μαστερούχων και διδακτορούχων πολιτών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επισκιάσει την αυτονόητη διάκριση μεταξύ αυτών και των κατόχων διπλωμάτων από τεχνικές, καλλιτεχνικές και άλλες άτεχνες σχολές επαγγελματικής κατάρτισης, οι οποίοι δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξεφύγουν από τον αμείλικτο πέλεκυ και τους τυφλούς οφθαλμούς της φορολογικής Δικαιοσύνης.
Ο άοσμος χαρακτήρας του χρήματος ισχύει ασφαλώς όχι μόνο για τα νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα, αλλά και για τα χάρτινα τραπεζογραμμάτια. Όμως φευ, ό,τι ισχύει για τα χάρτινα νομίσματα, δεν ισχύει αναγκαστικά για τα περγαμηνά διπλώματα, τα οποία προ πολλού δεν είναι πληρωτέα επί τη εμφανίσει και τα οποία όζουν πλέον ως μεταχειρισμένα χαρτιά τουαλέτας.
Είναι βέβαιον πως το νέο αυτό φορολογικό μέτρο θα στεφθεί με απαράμιλλη αίγλη, υλική πρωτίστως, ου μην αλλά και άυλη και πως όλος ο πεπολιτισμένος κόσμος, ειδικώς μάλιστα τα τμήματά του που διαθέτουν, όπως η ευρωζωνική Ελλάδα, υπερεπάρκεια πτυχιούχων, θα σπεύσει να το υιοθετήσει. Είναι όμως εξίσου βέβαιον πως πουθενά αλλού και αν εφαρμοστεί δεν πρόκειται να αγγίξει το απόλυτο ιδανικό του κλασικού προτύπου, όχι μόνο διότι η Ελλάς είναι εξ ορισμού προορισμένη να έχει πάντα στο τσεπάκι την κατάκτηση όλων των κλασικών αναλογιών και όλων των κλασικών μέτρων, αλλά κυρίως διότι πουθενά αλλού, ασφαλώς δε όχι στις άλλες ευρωζωνικές περιοχές, η πληθώρα αυτών των άδειων υποκαμίσων που είναι τα ελληνικά πτυχία δεν είναι τόσο πληθωρική.
Ως μικρή συμβολή επομένως στη θεόπνευστη ιδέα των θεοφόρων πτυχιούχων που μας κυβερνούν ελέω τρικομματικής πλην μονοφυσιτικής χάριτος, η στήλη θεωρεί ως άμεσο μεταπτυχιακό καθήκον της να προτείνει κάποιες αναγκαίες διακρίσεις. Καταρχήν, έχουν, ελπίζουμε, σκεφτεί οι μαστερούχοι ιθύνοντες των οικονομικών υπουργείων ότι είναι επιβεβλημένη η θέσπιση μίας φορολογικής κλίμακας, η οποία να διαφοροποιεί τα εγκεκριμένα πτυχία των δημοσίων πανεπιστημίων από τα άκριτα τοιαύτα των ιδιωτικών παραμάγαζων και η οποία θα τιμωρεί παραδειγματικώς τους κατόχους των πρώτων, εφόσον η είσοδος (και άρα η έξοδος) τους από αυτά επετεύχθη διά της προσφυγής σε φροντηστηριακά ιδρύματα αδρώς αμοιβόμενα από τα φοροδιαφεύγοντα εισοδήματα των γονέων. Ωσαύτως είναι επιβεβλημένη μία δίκαιη ισοτιμία μεταξύ πτυχιούχων ΑΕΙ και διπλωματούχων ΤΕΙ, ώστε να μην αποβούν φορολογικώς μάταιοι οι αγώνες για την εξίσωση των τίτλων σπουδών μεταξύ των ένθεν και ένθεν αποφοίτων όλων των ευαγών αυτών ιδρυμάτων. Κατά τρίτον, θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα που θα καταστήσουν φορολογικώς εντελώς άδικη την ισοτιμία μεταξύ «κανονικών» σχολών και «ερζάτς» πανεπιστημιακών καταστημάτων – εδώ ως «κανονικές» εννοούμε τις κανονικές, ενώ ως «ερζάτς» όλες αυτές που κατά τα τελευταία χρόνια της δαψιλούς κρατικής γενναιοδωρίας ιδρύθηκαν και λειτούργησαν με σκοπό την ικανοποίηση των δικαίων αιτημάτων διαφόρων τοπικών κοινωνιών που, έχοντας υπερεπάρκεια σε γκαρσονιέρες, σε κάποιους, βρε αδερφέ, έπρεπε να τις νοικιάσουν.
Η φορολογική δικαιοσύνη μεταξύ πτυχιούχων ημεδαπών και αλλοδαπών ιδρυμάτων παροχής πτυχίων είναι επίσης ένα λεπτό ζήτημα, και είμαστε βέβαιοι πως το μετονομασθέν ΔΙΚΑΤΣΑ θα έχει να προσφέρει λεπτεπίλεπτες διακριτικές λύσεις προς την φορολογική του λύση. Τέλος, η αναγκαία διάκριση μεταξύ σκέτων πτυχιούχων, μαστερούχων και διδακτορούχων πολιτών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επισκιάσει την αυτονόητη διάκριση μεταξύ αυτών και των κατόχων διπλωμάτων από τεχνικές, καλλιτεχνικές και άλλες άτεχνες σχολές επαγγελματικής κατάρτισης, οι οποίοι δεν πρέπει επ’ ουδενί να ξεφύγουν από τον αμείλικτο πέλεκυ και τους τυφλούς οφθαλμούς της φορολογικής Δικαιοσύνης.
Σχόλια