Μην πας στην Αλβανία μόνος σου και αν πας να μην κυκλοφορείς έξω με κάμερες, γιατί μπορεί να έχεις μπλεξίματα με την αστυνομία ή με κάποιους μισέλληνες. Αυτές ήταν οι συμβουλές που μου έδιναν φίλοι από τη Βόρεια Ήπειρο, το 1999. Δεν θεωρούσα αδικαιολόγητες τις ανησυχίες τους∙ ήταν πρόσφατος ο ξεσηκωμός των πολιτών που ανακάλυψαν ότι είχε στηθεί ένα τεράστιο κόλπο από τις μαφίες, στις οποίες εμπλέκονταν και πολιτικοί, δικαστές και αστυνόμοι, που άρπαξαν τις οικονομίες τους με την παρατραπεζική πυραμίδα. Το 1997, τα Καλάσνικοφ είχαν λεηλατηθεί από τις αποθήκες του στρατού. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει στην επόμενη στροφή, έλεγαν. Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνοντας την πρώτη φορά στη Χιμάρα, στην ορεινή διαδρομή, έβλεπα πολλά προσκυνητάρια, καινούργια και με φρέσκα λουλούδια. Είχα απορήσει, πώς μπορεί να είχαν γίνει τόσα θανατηφόρα ατυχήματα με τόσα λίγα αυτοκίνητα. Δεν είναι από ατυχήματα, μου είπε ο οδηγός που μας είχε παραλάβει από τα σύνορα. Είναι σκοτωμένοι από τις συμμορίες που στήνανε καρτέρι για να σταματούν τα αυτοκίνητα και να ληστεύουν τους επιβάτες!
Άλλοι με παρότρυναν να πάω για να μεταφέρω στην Ελλάδα τις εικόνες από τη ζωή των Ελλήνων στη Βόρεια Ήπειρο. Έτσι κι αλλιώς το είχα αποφασίσει από τη στιγμή που είχα ακούσει ένα νεαρό κορίτσι να μιλάει σπαραχτικά για την ιδιαίτερη πατρίδα του στη Βουλή των Εφήβων, το 1996. Κι αυτή θα ήταν η ξεναγός μου σ’ αυτή την περιήγηση.
Επί Χότζα
Είχα ξαναπάει στην Αλβανία στο τέλος της δεκαετίας του 1970 όταν παρεισέφρησα σε μια αποστολή -στο πλαίσιο διακρατικών πολιτιστικών ανταλλαγών- υποδυόμενος τον ηχολήπτη σε ένα μεγάλο συγκρότημα με την Μαρίζα Κωχ, τον συνθέτη Γιάννη Γλέζο, τον ηπειρώτη τραγουδιστή Σάββα Σιάτρα και τον όμιλο ελληνικών χορών της Ελένης Τσαούλη. Ήταν μία μοναδική ευκαιρία να δω την Αλβανία στην εποχή του Ενβέρ Χότζα. Η χώρα ήταν κλειστή. Ούτε τουρίστες δεχόταν ούτε οι υπήκοοί της ταξίδευαν εύκολα στο εξωτερικό. Επί 16 μέρες γυρίζαμε από πόλη σε πόλη, 11 στο σύνολο, από το Αργυρόκαστρο μέχρι τη Σκόδρα στο Βορρά, δίνοντας παραστάσεις σε κατάμεστα θέατρα, με θεατές Έλληνες και Αλβανούς. Από την Αθήνα μάς είχαν δώσει οδηγίες να μην προκαλέσουμε τους Αλβανούς με συζητήσεις ή φωτογραφίσεις. Αυτό, όμως, δεν με σταμάτησε καθόλου. Και συζητήσεις έκανα, μερικές φορές με εντάσεις, με τους Ρωμιούς που ήταν εντεταλμένοι να συνοδεύουν το συγκρότημα και εκατοντάδες φωτογραφίες τράβηξα που αναπαύονται στο αρχείο μου. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία. Στο μετακομμουνιστικό καθεστώς, πήρα τους αλβανικούς δρόμους χωρίς επίσημη συνοδεία. Μόνοι μας έπρεπε να αποφύγουμε τις κακοτοπιές.
Τελικά, ακολούθησε κι άλλο ταξίδι χωρίς να πάψω ποτέ να παρακολουθώ τις υποθέσεις της ελληνικής μειονότητας. Κατέγραψα τις πολιτιστικές δραστηριότητες των Ελλήνων και τους ελληνικούς οικισμούς, σπίτια, μαγαζιά, κάστρα, πολιτιστικά κέντρα, σχολεία, εκκλησίες και νεκροταφεία, αλλά και συνομιλίες με δεκάδες Έλληνες στα παράλια, τα ορεινά και την ενδοχώρα. Το υλικό είναι πολύ πιο πλούσιο από τα αποσπάσματα που χρησιμοποίησα στα ντοκιμαντέρ που έδωσα στην ΕΡΤ το 2001 για τη Χιμάρα, τις Δρυμάδες, το Αργυρόκαστρο, τη Δερβιτσάνη, τους Βουλιαράτες και τις άλλες περιοχές που περιδιάβηκα με την πολύτιμη συνδρομή της Ελεονώρας Κοκαβέση.
Ξεριζωμός
Ο νότος της Αλβανίας είναι πολύ ωραίος, με τα άγρια βουνά που κατεβαίνουν δυτικά μέχρι κάτω στις υπέροχες ακτές, αλλά και τα χωριά της ενδοχώρας χτισμένα όλα από όμορφη πέτρα, τοίχοι, καλντερίμια, καμπαναριά. Αλλά η περιοχή ρημάζει από τη μείωση του πληθυσμού. Οι πολιτικές από την Ελλάδα δεν βοήθησαν τους Έλληνες να μείνουν στα μέρη τους. Αλλά μήπως έγινε κάτι για τα ηπειρώτικα χωριά επί ελληνικού εδάφους; Τώρα έστειλαν και τις πολυεθνικές με τα γεωτρύπανα για να καταστρέψουν και την παρθένα φύση. Η εγκατάλειψη δεν οφείλεται στην επιθετικότητα του αλβανικού εθνικισμού ο οποίος, βέβαια, καιροφυλακτεί για να δείξει τα δόντια του. Από το 1991, η μετανάστευση από την Αλβανία πήρε διαστάσεις γενικού φευγιού κυρίως προς την Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά και προς Τουρκία, Γερμανία, Ελβετία κι αλλού. Υπολογίζονται σε 650.000 οι κάτοικοι της Αλβανίας που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και κοντά 800.000 ζουν στην Ιταλία. Ως συνέπεια, σε μια χώρα με πληθυσμό 2,7 εκατομμυρίων, ολόκληρες περιοχές έμειναν έρημες. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ξεριζώθηκαν και οι Έλληνες με αποτέλεσμα πολλά από τα 103 ελληνικά χωριά να αδειάσουν.
Αντιθέσεις
Στη Χιμάρα ήταν πιο έντονη η αντίθεση με τους Αλβανούς που είχαν απαγορεύσει να υπάρχουν ελληνικά σχολεία επειδή είχε εξαιρεθεί από την «ελληνική μειονοτική ζώνη». Αντιθέτως, στη Δρόπολη και τις άλλες περιοχές οι ελληνοαλβανικές αντιθέσεις δεν είχαν την ίδια ένταση. Μετά τον πόλεμο, το 1947, άνοιξαν 82 σχολεία, ενώ στην προπολεμική εποχή ο βασιλιάς Αχμέτ Ζώγκου (Ζόγου) είχε δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία τους.
Δυστυχώς, εκδηλώθηκαν αντιθέσεις και ανάμεσα στους «μειονοτικούς» και τους μη αναγνωρισμένους ως μειονοτικούς Έλληνες. Οι «μειονοτικοί» που είχαν περισσότερα εθνικά προνόμια από τους Χιμαριώτες αντιμετωπίζονταν εχθρικά από μερίδα των συμπατριωτών τους. Βγήκαν και τα προηγούμενα, εθνικιστές-αντιφασίστες, κομμουνιστές-αντικομμουνιστές. Μάλιστα, βουλευτές, νομάρχες, δήμαρχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και όσοι είχαν κάνει μικτούς γάμους, καταγγέλλονταν από τους πιο αδιάλλακτους ως προδότες. Μερικοί τίτλοι σε πρωτοσέλιδα βορειοηπειρωτικών εντύπων ήταν ανατριχιαστικοί. Στην Ελλάδα, προβλήθηκαν υπέρμετρα οι αντιαλβανικές απόψεις επειδή ακούγονταν δυνατότερα από τα εθνικιστικά σωματεία που επιλέγουν την εχθρότητα από τη συμφιλίωση και τη συνύπαρξη. Όπως κάνουν και οι άλλοι από την αλβανική πλευρά, ιδίως αυτοί που εποφθαλμιούν τις ελληνικές περιουσίες.
Η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη από τις απλουστεύσεις. Οι συμπατριώτες μας αγαπούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, αλλά ξεριζώθηκαν για να ξεφύγουν από την κατάσταση ανασφάλειας και λεηλασίας που βίωναν και να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία που είναι πιο πλούσια, πιο ασφαλής και πιο σύγχρονη. Για τους ίδιους λόγους μετανάστευσαν και οι Αλβανοί, όχι μόνο οι εργάτες και οι αγρότες, αλλά και οι πιο μορφωμένοι. Οι διεθνείς στατιστικές επισημαίνουν ότι στην Αλβανία πραγματοποιήθηκε το μεγαλύτερο brain drain (διαρροή εγκεφάλων) από οποιαδήποτε άλλη χώρα που επλήγη από τη μετανάστευση. Σύμφωνα με το migrationinformation.org, στην περίοδο 1990-2003, έφυγε από τη χώρα το 45% του ακαδημαϊκού της δυναμικού!
Πολιτική επιφάνειας
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν είχε τα φόντα για να εφαρμόσει πολιτικές που θα κρατούσαν τους Βορειοηπειρώτες στα μέρη τους. Βασικά, τους εκμεταλλεύτηκε για προπαγανδιστικούς, οικονομικούς και ψηφοθηρικούς λόγους. Γνώστες της ελληνικής γλώσσας, φιλότιμοι, εγγράμματοι, τεχνίτες και ορεξάτοι αποτελούσαν θετική προσθήκη στο εντόπιο εθνικό δυναμικό, αν και η μεταχείρισή τους από την ελληνική γραφειοκρατία ήταν μάλλον ταπεινωτική. Και σημαντική μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας τους αντιμετώπισε ως ανεπιθύμητους ταυτίζοντας τους με τους Αλβανούς. Επίσης, ορισμένα μέτρα που είχαν ευεργετικό χαρακτήρα παραχωρούνταν χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παρενέργειές τους. Για παράδειγμα, οι χαμηλές αλλά όχι ευκαταφρόνητες συντάξεις που δόθηκαν σε ηλικιωμένους Βορειοηπειρώτες, ανάγκαζαν τους δικαιούχους να μετοικήσουν στην Ελλάδα για να τις πάρουν. Οι Βορειοηπειρώτες δεν είχαν το είδος υποστήριξης που θα τους κρατούσε στη Βόρεια Ήπειρο.
Επίσης, κρατήθηκαν στο περιθώριο της ελληνικής Διασποράς. Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία δεν υπάχθηκε στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού ούτε στο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, στα συνέδρια του οποίου, την εποχή που το ΣΑΕ είχε κύρος, οι Βορειοηπειρώτες συμμετείχαν μόνο ως παρατηρητές. Μερικοί ισχυρίζονται ότι αντί για την πολιτική διοίκηση περισσότερο με τους Βορειοηπειρώτες ασχολήθηκε η ΚΥΠ. Αποτελούσαν πρόβλημα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα και όχι πλεονέκτημα.
Δεν θα ξεχάσω από το πρώτο ταξίδι μου, που οι εκπρόσωποι του υπουργείου Εξωτερικών, Γιολάσης και Γκίκας λέγονταν, οι οποίοι συνόδευαν την καλλιτεχνική αποστολή, μου ζήτησαν να τους καλύψω για να μοιράσουν κρυφά τα δολάρια που είχαν σε ένα βαλιτσάκι σε ορισμένους Έλληνες στα μέρη που επισκεπτόμασταν. Δολάρια που αν τα έβρισκαν οι αρχές θα προκαλούσαν σοβαρά μπλεξίματα στους παραλήπτες∙ προφανώς δίνονταν σε κάποιους που δούλευαν υπονομευτικά για το καθεστώς. Αλλά με τέτοιου είδους αντιπαραγωγικές πολιτικές, ενίσχυαν την καχυποψία των τοπικών αρχών και δυσκόλευαν τη ζωή για το ελληνικό στοιχείο. Των ιδίων αντιλήψεων είναι και οι εθνικιστές στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν σαν εργαλείο την ελληνική μειονότητα, γιατί αν ενδιαφέρονταν πραγματικά δεν θα έριχναν λάδι που τροφοδοτεί τον αλβανικό εθνικισμό και στριμώχνει περισσότερο τον Ελληνισμό. Οι εθνικιστές διεγείρονται με τις δράσεις τους αδιαφορώντας πλήρως για τις επιπτώσεις τους. Από το 1990 και μετά, η πρόκληση όξυνσης έφερε μόνο αρνητικά αποτελέσματα. Η αντιπαράθεση περισσότερους Έλληνες έδιωξε παρά κράτησε στη Βόρεια Ήπειρο.
Πολιτικά, η Αλβανία απέχει πολύ από το να θεωρηθεί μία ευνομούμενη κυρίαρχη χώρα. Αλλά και η ελληνική πλευρά -με Σαμαρά, Πάγκαλο, Παπανδρέου ή Κοτζιά στο υπουργείο Εξωτερικών- δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει πολυδιάστατη πολιτική ουσίας με ιδιαίτερη μέριμνα για τον Ελληνισμό.
Γέφυρες
Αυτή η στείρα αντίληψη, από την ράθυμη κρατική γραφειοκρατία μέχρι τον αφιονισμό της άκρας Δεξιάς, εμπόδισε τη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής που θα αξιοποιούσε, προς όφελος και των δύο λαών, τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες που προσφέρει η σύγχρονη συγκυρία, αλλά και η διασύνδεση των δύο λαών από την αρχαία εποχή. Μισό εκατομμύριο Αλβανοί στην Ελλάδα, εγκαταστημένοι, βαφτισμένοι, με ελληνικά ονόματα οι περισσότεροι, εργατικοί στη συντριπτική πλειονότητα και με παιδιά που γεννήθηκαν στη χώρα μας και πηγαίνουν στα σχολεία μας, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν μια μεγάλη στέρεα γέφυρα. Το ίδιο εποικοδομητικοί θα ήταν και οι Βορειοηπειρώτες, που γνωρίζουν την αλβανική γλώσσα και κουλτούρα και σίγουρα -είτε ζουν στην Αλβανία είτε στην Ελλάδα- δεν θέλουν να αποκοπούν από τη γη των προγόνων τους και πρόθυμα θα έκαναν ό,τι είναι καλύτερο για την Ελλάδα και τη Βόρεια Ήπειρο. Αλλά η αξιοποίηση προϋποθέτει ανοιχτά μυαλά και σχέδιο.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικές επενδύσεις στην Αλβανία και το αμφίδρομο εμπόριο δεν είναι αμελητέο, οι δυνατότητες πολλαπλασιάζονται. Και, βεβαίως, στον πολιτιστικό-μορφωτικό τομέα, θα μπορούσαν να γίνουν θαύματα. Όχι μόνο από κρατικούς φορείς. Και όσα συντελούνται αθόρυβα θα μπορούσαν να προβάλλονται ως υποδείγματα. Πόσοι γνωρίζουν τη σπουδαία συμβολή των Αλβανών μουσικών όχι μόνο στις μπάντες που παίζουν στους δρόμους αλλά και στις κλασικές μας ορχήστρες; Ή την ανταπόκριση που είχε το παράρτημα του Αρσακείου στα Τίρανα;
Ο Αναστάσιος Αλβανίας θα έπρεπε να είναι παράδειγμα αυτής της συνύπαρξης, αλλά τέτοιες φωτεινές παρουσίες επικαλύπτονται και παραμερίζονται από τις εμπρηστικές εθνικιστές και ρατσιστικές αγριοφωνάρες των δεσποτάδων τύπου Καλαβρύτων και Κόνιτσας που συμπλέουν πολιτικά με τις φασιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις της άκρας Δεξιάς.
Ξέρουν οι Έλληνες, πέρα από τους ήρωες της Επανάστασης του ’21 που ήταν Αλβανοί ή αλβανόφωνοι, ότι Αλβανοί και Έλληνες Βορειοηπειρώτες πολέμησαν μαζί τους φασίστες στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κι ότι οι Ιταλοί, μετά τη γερμανική εισβολή, επανήλθαν στη νότια Αλβανία και εκτέλεσαν εν ψυχρώ πολλές εκατοντάδες Έλληνες και Αλβανούς αντιφασίστες κατεδαφίζοντας σπίτια και οικισμούς;
Εντάξει, η Δεξιά καπηλεύεται τον πατριωτισμό και καλλιεργεί τον εθνικισμό. Αυτή είναι παγκόσμια αλήθεια. Αλλά, στο βαθμό που της αναλογεί, δεν έχει ευθύνες και η Αριστερά, η οποία -πέρα από γενικόλογα σωστές τοποθετήσεις για τις σχέσεις μεταξύ των λαών, διαχειρίζεται με εμφανή ανεπάρκεια τα λεπτά και μεγάλα αυτά ζητήματα και μόνο όταν ξεσπούν σοβαρές κρίσεις και ακραία φαινόμενα τσαλαβουτάει σπασμωδικά και αμήχανα; Παρακολουθώ συστηματικά την απουσία της Αριστεράς από το χώρο της ελληνικής Διασποράς. Συμμετείχα ως παρατηρητής στο ολιγομελές τμήμα του Συνασπισμού-ΣΥΡΙΖΑ για τους «απόδημους» το οποίο συνεδρίαζε κάθε τρεις ή έξι μήνες χωρίς περιεχόμενο δουλειάς. Ούτε στις αριστερές οργανώσεις και στα έντυπα βρίσκεις κάποια ενασχόληση με τη μεγάλη μας Διασπορά. Καμία δραστηριότητα στις κοινότητες των απανταχού Ελλήνων. Εξαιρώντας κάποιους πανεπιστημιακούς, άγνοια, υποβάθμιση, αδιαφορία. Ένα πελώριο πεδίο, μεγάλης σημασίας, ιστορικής, πολιτικής και πολιτισμικής, που η Αριστερά άφησε ελεύθερο για τη χυδαία εκμετάλλευσή του από το πολιτικό κατεστημένο, από τη Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ μέχρι την άκρα Δεξιά.
Εθνικιστική τύφλωση
Ο νεαρός που σκοτώθηκε από αστυνομικούς στους Βουλιαράτες είναι άλλο ένα θύμα που δηλητηριάστηκε από την εθνικιστική προπαγάνδα και μισαλλοδοξία. Ανατρέχοντας στη σελίδα του στο facebook, με λύπη διαπιστώνει κανείς πως έχτισε την κοσμοθεωρία του γύρω από ένα ακραίο μιλιταριστικό μοντέλο που τον οδήγησε στη σύγκρουση απελπισίας και το θάνατο. Όταν έφυγε η οικογένεια του από τους Βουλιαράτες, στην παιδική του ηλικία, το χωριό είχε κοντά χίλιους κατοίκους, ενώ τώρα έχουν μόνο μερικές δεκάδες μεγάλης ηλικίας. Εδώ ήμασταν 200 οικογένειες και απομείναμε 20, έλεγαν μοιρολατρικά, οι Έλληνες που συνάντησα στους Βουλιαράτες, το 2001. Αμιγώς ελληνικό το χωριό δεν είχε Αλβανούς για να διώξουν τους Έλληνες. Ούτε κανείς σήμερα εμποδίζει τις ελληνικές σημαίες, όπως φάνηκε στο γιορτασμό της 28ης Οκτωβρίου στην περιοχή. Όπως κανένας δεν με εμπόδισε να μαγνητοσκοπήσω στον κάμπο, τα βουνά, τις πόλεις και τα χωριά, από καλύβες μέχρι δημόσια κτήρια.
Με φωτογραφίες κομάντος, εξύμνηση του ΜΑΒΗ και σλόγκαν άκρως εριστικά και επιθετικά, φιλοπολεμικά, μόνο ζημιά μπορεί κανείς να προκαλέσει στην ελληνική μειονότητα. Γιατί είναι εύκολο να λες ό,τι σου κατεβαίνει από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη χωρίς να σκέφτεσαι τη βλάβη που θα προκαλέσεις με τις πράξεις σου στους συμπατριώτες σου, πόσο θα τους κάνεις τη ζωή αφόρητη στην άλλη μεριά των συνόρων. Αλλά για τους εθνικιστές είναι θέμα προσωπικής δικαίωσης. Η αντιπαράθεση, η σύγκρουση και η εξόντωση του άλλου, του ξένου, είναι η πνευματική και ψυχολογική τους ανάγκη. Πόσο πατριωτικό είναι, αν ο πατριωτισμός δεν είναι ένα κόσκινο που το περιφέρεις κατά βούληση, να ντύνεσαι με στολή παραλλαγής, σαν καταδρομέας, να κρεμάς στο κέντρο του χωριού σημαίες με το σύνθημα «Η Βόρεια Ήπειρος είναι ελληνική» που ενεργοποιούν την εξουσία και κατατρομάζουν τους εναπομείναντες ντόπιους; Και ακόμα πιο ακραία, να εμφανιστείς με ένα Καλάσνικοφ σε ένα σχεδόν άδειο ημιορεινό χωριό στο οποίο δεν κατοικείς καν; Τι περιμένεις; Να αυτοκτονήσουν οι γιαγιάδες και οι παππούδες μαζί σου;
Καθεστώτα με αστυνομοκρατική κουλτούρα όπως το αμερικάνικο ή το αλβανικό δεν μπορούν να διαχειριστούν παρά μόνο με ωμή βία ένα νεαρό που φοράει στρατιωτική στολή εκστρατείας και τρέχει με ένα γεμάτο αυτόματο όπλο, στη Βόρεια Ήπειρο ή στο Σικάγο. Όμως, η εκτέλεση ενός μοναχικού ανθρώπου, έστω και οπλισμένου, αλλά ουσιαστικά εύθραυστου, είναι αποκρουστική και αποδοκιμαστέα, ακόμα κι αν είχε προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτό το ενδεχόμενο, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει από τις κραυγαλέες αναρτήσεις του που δείχνουν ότι η επιλογή του δεν ήταν στιγμιαία, δεν ήταν αυθόρμητη. Γράφει, ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για το μεγάλο άλμα στο κενό. Ο νέος αυτός είχε πυροβοληθεί διανοητικά από τους εθνικιστές που τον επηρέαζαν, πολύ πριν σκοτωθεί από τις σφαίρες του αλβανικού κράτους.
Αλλά κι εμείς, της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της συνύπαρξης, του πολιτισμού, αν είχαμε ασχοληθεί λίγο περισσότερο με την τύχη των συμπατριωτών μας που έμειναν εκεί ή αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τη Βόρεια Ήπειρο, μπορεί να παίζαμε κάποιο ρόλο ώστε το μυαλό αυτού του παιδιού να μην συνθλιβεί από την απόγνωση που ένιωθε από την απώλεια του παιδικού του κόσμου, του ιστορικού κόσμου που κουβάλαγε στην ψυχή του, του οικείου κόσμου που χάνεται μέσα σε γενική αδιαφορία. Ίσως, λέω…
Στέλιος Ελληνιάδης