Ένα «ταξίδι» από το 1824 μέχρι τις μέρες μας
του Θωμά Παπακωνσταντίνου*
Τι είναι το δημόσιο χρέος; «Είναι το μόνο κομμάτι του εθνικού πλούτου που ανήκει σε όλο το λαό». Το δημόσιο χρέος είναι δημιούργημα των εμπόρων-τραπεζιτών των κρατών της Σικελίας, της Γένοβας και της Βενετίας κατά τα τέλη του Μεσαίωνα. Όταν τα κράτη αυτά παρήκμασαν, δάνεισαν πολλά χρήματα στην Ισπανία κατά τον 16ο αιώνα. Κατόπιν από το 17ο αιώνα δάνεισαν την Ολλανδία, και από τις αρχές ως τα μέσα του 18ου αιώνα η Ολλανδία δάνεισε πολλά χρήματα στην Αγγλία και αυτή στη συνέχεια δάνεισε στην Αμερική. Στην Ελλάδα το σύστημα του δημόσιου χρέους έχει τις ρίζες του στην επανάσταση του 1821.
Το Α΄ δάνειο της ανεξαρτησίας το 1824
Όταν οι Έλληνες επαναστάτησαν στα 1821 η αγγλική πολιτική ήταν εχθρική ως προς την επανάσταση. Οι Άγγλοι επέμεναν στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην ανακοπή της επιρροής της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Στα 1823 η Αγγλία με υπουργό Εξωτερικών τον Γεώργιο Κάνινγκ έκανε στροφή στην εξωτερική της πολιτική. Ο Κάνινγκ πίστευε ότι τα απελευθερωτικά κινήματα τα οποία θα επιτύγχαναν να συγκροτήσουν νέα κράτη θα είχαν την ανάγκη να αναπτύξουν τη βιομηχανία, τον εμπορικό στόλο και τα οικονομικά μέσα.
Αυτά τα διέθετε ήδη η Αγγλία και κατ’ επέκταση οι νέες χώρες θα προσέτρεχαν σ’ αυτή για να τα αποκτήσουν και ταυτόχρονα θα γίνονταν και προτεκτοράτα της. Στις 25 Μαΐου του 1823 η Αγγλία αναγνώρισε ότι η επαναστατημένη Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκονται σε «εμπόλεμη κατάσταση». Τον ίδιο μήνα ορίστηκε η επιτροπή που θα διαπραγματευόταν το δάνειο και η οποία αποτελούνταν από τους Ιωάννη Ορλάνδο, γαμπρό του Γεώργιου Κουντουριώτη, Ανδρέα Λουριώτη, έμπιστο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, και τον Ιωάννη Ζαΐμη, εκπρόσωπο των Μωραϊτών. Ο Μπάουριγκ πήρε την επιτροπή και την πήγε κατευθείαν στον τραπεζιτικό οίκο Λόγκμαν και Ο’ Μπράιαν και έκλεισε αμέσως το πρώτο δάνειο των Ελλήνων στις 15 Φεβρουαρίου του 1824. Το δάνειο αυτό είχε ονομαστική αξία 800.000 λίρες στερλίνες αλλά έκλεισε στο άρτιο του 59% όταν άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν δανειστεί με τιμές που έφταναν από το 70% ως το 85%. Έτσι η Ελλάδα έπρεπε να εισπράξει 472.000 λίρες στερλίνες. Η εκκαθάριση του δανείου αυτού ήταν εντελώς ληστρική και έγινε ως εξής:
α) Οι τραπεζίτες παρακράτησαν χρεολύσια δύο ετών ήτοι 96.000 λίρες. β) Επίσης παρακράτησαν για προμήθεια και ασφάλιστρα 25.746 λίρες. γ) Οι Ράλλης και Ρικάρδος έλαβαν προμήθειες για τη σύναψη του δεύτερου δανείου 26.576 λίρες. δ) Για την επιτροπή των Ελλήνων, τον λόρδο Βύρωνα και για διάφορα άλλα έξοδα διατέθηκαν 14.889 λίρες. ε) Αγοράστηκαν πολεμοφόδια για την Ελλάδα 10.063 λίρες. στ) Η ελληνική κυβέρνηση εισέπραξε σε μετρητά μόνο 298.726 λίρες.
Στις 24 Ιουλίου του 1824 το Εκτελεστικό Σώμα εισηγήθηκε στο Βουλευτικό τη σύναψη ενός δεύτερου δανείου από την Αγγλία για τις ανάγκες του αγώνα. Στις 17 Δεκεμβρίου του 1824 ο Διευθυντής της Δυτικής Ελλάδας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αφού προηγούμενα με εισήγησή του το στρατοδικείο καταδίκασε τον Καραϊσκάκη ως προδότη της πατρίδας, συγκάλεσε μια συνέλευση των καπεταναίων στο Αιτωλικό. Τότε ο Μέγα Πάνος ρώτησε τον Μαυροκορδάτο πού ξόδεψε τα χρήματα του πρώτου δανείου καθώς και τις εισπράξεις από τις προσόδους της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Ο τελευταίος απάντησε με την εξής αοριστία: «Τα εξώδευσα δια τας ανάγκας της Πατρίδος».
Το Β΄ δάνειο της ανεξαρτησίας το 1825
Στα 1825 ανακλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση ο Ι. Ζαΐμης και στη θέση του στάλθηκε ο Γ. Σπανιολάκης. Στις 7 Φεβρουαρίου του 1825 η επιτροπή της ελληνικής κυβέρνησης στο Λονδίνο έκλεισε συμφωνία με τον τραπεζιτικό οίκο των Ρικάρδων για τη χορήγηση εκ μέρους τους στην Ελλάδα ενός δεύτερου δανείου. Η ονομαστική αξία του δανείου αυτού ήταν 2.000.000 λίρες στερλίνες αλλά έκλεισε στο άρτιο του 55,5%, ήτοι θα παίρναμε 1.110.000 λίρες. Η εκκαθάριση του δανείου αυτού ήταν ακόμη πιο ληστρική από το πρώτο δάνειο και έχει ως εξής: α) Οι τραπεζίτες παρακράτησαν για τοκοχρεολύσια δύο ετών και για προμήθεια έκδοσης του δανείου 284.000 λίρες. β) Έγιναν παραγγελίες για ναυπήγηση δύο φρεγατών στην Αμερική 155.000 λίρες. γ) Επίσης για παραγγελίες 6 ατμόπλοιων στο Λονδίνο 160.000 λίρες. δ) Για εξαγορά ομολογιών του πρώτου και του δεύτερου δανείου 212.207 λίρες. ε) Για αγορά στρατιωτικών εφοδίων 83.679 λίρες. στ) Η ελληνική κυβέρνηση εισέπραξε σε μετρητά μόνο 216.114 λίρες. Οι επίτροποι Ι. Ορλάνδος και Α. Λουριώτης για τις επί μέρους καταχρήσεις των δύο δανείων καταδικάστηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο το 1834 ως χρεώστες για το ποσό των 28.768 λιρών.
Μετά τα δάνεια της ανεξαρτησίας, κατά την καποδιστριακή περίοδο, η μεν Ρωσία χορήγησε στον κυβερνήτη 1.100.000 χρυσά φράγκα, ο δε φιλέλληνας Εϋνάρδος στα 1829 χορήγησε 700.000 χρυσά φράγκα.
Τα οθωνικά και βαυαρικά δάνεια
Όταν οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία με τη διακήρυξη του Συνεδρίου του Λονδίνου στα 1823 επέβαλαν το θεσμό της βασιλείας στην Ελλάδα, χορήγησαν και ένα δάνειο στο Όθωνα για να στεριώσει η εξουσία του. Το δάνειο αυτό κλείστηκε από τον τραπεζιτικό οίκο των Ρότσιλντ στο Παρίσι, είχε ονομαστική αξία 60.000.000 χρυσά φράγκα και κλείστηκε στο άρτιο του 94%. Οι τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις εγγυήθηκαν για το ποσό των 57.239.040 χρυσών φράγκων. Το δάνειο αυτό λόγω της ληστρικότητας που επέδειξαν οι ξένοι κεφαλαιούχοι και της κατασπατάλησής του από τους Βαυαρούς ονομάστηκε από το λαό «βασιλοφάγον άμα και βασιλοποιόν». Το δάνειο εκκαθαρίστηκε ως εξής: α) Οι τραπεζίτες Ρότσιλντ παρακράτησαν για τόκους, προμήθειες, έξοδα δανείου και εξόφληση των πρώτων ομολογιών 29.239.040 χρυσά φράγκα. β) Για έξοδα του Όθωνα, της Αντιβασιλείας και του Βαυαρικού στρατού 14.167.282 χρυσά φράγκα. γ) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβε για την εξαγορά της Φθιώτιδας και της Εύβοιας 11.222.598 χρυσά φράγκα. δ) Η Ρωσία πήρε για τα καποδιστριακά δάνεια 1.215.949 χρυσά φράγκα. ε) Για τη Γαλλία, τον τραπεζίτη Εϋνάρδο και τα πρώτα δάνεια της ανεξαρτησίας καταβλήθηκαν 924.491 χρυσά φράγκα. στ) Η Ελλάδα δυστυχώς εισέπραξε μόνο 469.680 χρυσά φράγκα. Στα 1835 και στα 1836 ο πατέρας του βασιλιά Όθωνα Λουδοβίκος θέλοντας να δείξει «το προς το ελληνικόν έθνος και την ελληνικήν μοναρχίαν διηνεκές αυτού ενδιαφέρον» χορήγησε στον Όθωνα τρία δάνεια ύψους 2.917.711 χρυσών φράγκων.
Α’ Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) 1857
Με αφορμή την πρόθεση του τσάρου Νικόλαου Α΄ της Ρωσίας να θέσει υπό την προστασία του τους Αγίους Τόπους, η Τουρκία τον Οκτώβριο του 1853 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Στο πλευρό της Τουρκίας εισήλθαν η Αγγλία και η Γαλλία και ο πόλεμος γενικεύτηκε. Στην Ελλάδα κατά τις αρχές του 1854 με την ενθάρρυνση του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας στρατιωτικά σώματα μπήκαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία και επαναστάτησαν κατά των Τούρκων.
Τότε οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Αθήνα έστειλαν τελεσίγραφο στην κυβέρνηση να ανακαλέσει τα στρατιωτικά σώματα από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Παράλληλα ο αγγλογαλλικός στόλος προχώρησε πρώτα στο θαλάσσιο αποκλεισμό των ακτών της Ελλάδας και στις 13 Μαΐου του 1851 κατέλαβε τον Πειραιά υπό τη διοίκηση του Μ. Τινάν.
Τότε ο βασιλιάς Όθωνας αναγκάστηκε να υποχωρήσει και αντικατέστησε τον πρωθυπουργό Α. Κριεζή με τον Α. Μαυροκορδάτο. Τη νέα κυβέρνηση ο λαός ονόμασε «Υπουργείο της Κατοχής». Τα κατοχικά στρατεύματα επέβαλα λογοκρισία στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, κατέστρεψαν τα πιεστήρια της εφημερίδας Αιώνας, συνέλαβαν τον ιστορικό και δημοσιογράφο Ι. Φιλήμονα καθώς και τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας Ελπίδας Κ. Λεβίδη, και έκαναν συχνές στρατιωτικές παρελάσεις στους δρόμους της Αθήνας για να κάμψουν το φρόνημα του λαού. Κατά δυστυχή συγκυρία γάλλοι στρατιώτες ήταν φορείς της χολέρας και τη μετέδωσαν στο λαό και 3.000 Αθηναίοι πέθαναν την εποχή εκείνη. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1857 μετά από διαβήματα της Ρωσίας τα αγγλογαλλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Αθήνα και τον Πειραιά. Στις 18 Φεβρουαρίου του 1857 έφτασε στην Αθήνα η Επιτροπή των Προστάτιδων Δυνάμεων η οποία αποτελούταν από τους Οριές, Μοντερό και Οζέροφ, έργο της οποίας ήταν να διερευνήσει τις δυνατότητες που είχε η Ελλάδα να ξεπληρώσει τα δάνεια του Όθωνα.
Η Επιτροπή παρέμεινε στην Αθήνα δύο χρόνια μέχρι το 1859 και συνέταξε μια γενική έκθεση η οποία δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο στα 1860. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεπληρώσει τα δάνεια του Όθωνα δίνοντας στις Προστάτιδες Δυνάμεις κάθε χρόνο 900.000 χρυσά φράγκα. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε το συμβιβασμό.
Τα δάνεια της περιόδου από το 1863 μέχρι την πτώχευση του 1893
Στα 1862 εκθρονίστηκε ο Όθωνας και στα 1864 ενθρονίστηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ Γλύξμπουργκ. Από το 1862 μέχρι το 1877 οι κυβερνήσεις της Ελλάδας κατέφυγαν μόνο στον εσωτερικό δανεισμό. Στα 1878 η Ελλάδα ήρθε σε συμφωνία με τους ξένους ομολογιούχους για τα δάνεια της ανεξαρτησίας και συμβιβάστηκε στο ποσό ύψους 1.200.000 λιρών με επιτόκιο 5% και διάρκεια αποπληρωμής τα 33 χρόνια. Από το 1879 μέχρι το 1893 η Ελλάδα συνήψε από το εξωτερικό δάνεια που ανέρχονταν στο ονομαστικό ποσό των 584.739.000 χρυσών φράγκων ενώ εισέπραξε μόνο 382.122.000 χρυσά φράγκα. Το εσωτερικό δημόσιο χρέος σύμφωνα με τον άγγλο οικονομολόγο Ε. Λο στα 1893 ανερχόταν στο ποσό των 151.716.133 δραχμών. Η διάθεση ιδιαίτερα των εξωτερικών δανείων έγινε ως εξής: α) Για τοκοχρεολύσια διατέθηκαν 258.000.000 χρυσά φράγκα ήτοι 67,52%. β) Για πολεμικές δαπάνες 70.000.000 χρυσά φράγκα ήτοι 18,32%. γ) Για έργα οικονομικής ανάπτυξης μόνο 51.000.000 χρυσά φράγκα ήτοι 13,35% και δ) Για διάφορες δαπάνες 3.122.000 χρυσά φράγκα ήτοι 0,81%. Επειδή τα εξωτερικά δάνεια δεν πήγαν στις παραγωγικές δομές της χώρας για να αυξήσουν μακροπρόθεσμα το εθνικό εισόδημα και δαπανήθηκαν στα τοκοχρεολύσια και στις στρατιωτικές δαπάνες, γι’ αυτό, σε συνδυασμό με την πτώση των εξαγωγών της σταφίδας, στα 1893 ο Χ. Τρικούπης κήρυξε την Ελλάδα σε χρεοκοπία.
Β΄ Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) 1898
Στα 1897 ξέσπασε ένας ακόμη ελληνοτουρκικός πόλεμος κατά τον οποίο η Τουρκία κατέκτησε προσωρινά και πάλι τη Θεσσαλία. Οι Προστάτιδες Δυνάμεις εκβίαζαν τότε την Ελλάδα ότι θα έπρεπε να δεχτεί τον οικονομικό έλεγχο για να αποχωρήσουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία. Η ελληνική κυβέρνηση αποδέχτηκε τον εκβιασμό και συμφώνησε σε συνθήκη ειρήνης με τους Τούρκους με τον όρο να αποζημιωθεί η Τουρκία με 93.936.000 χρυσά φράγκα. Τον Οκτώβριο του 1897 έφτασαν στην Αθήνα έξι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων και των τραπεζιτών για να ελέγξουν την ελληνική οικονομία. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1898 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε το νόμο ΒΦΙΘ΄ που επέβαλε τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Οι ξένοι ελεγκτές έλαβαν μια χορηγία 150.000 χρυσά φράγκα για πέντε έτη και είχαν πλήρη εποπτεία σ’ όλες τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Ποιο ήταν το δημόσιο χρέος την εποχή αυτή; Το μεν εξωτερικό χρέος περιλαμβανομένων των τόκων ανερχόταν στο ποσό των 592.077.500 χρυσών φράγκων, το δε εσωτερικό χρέος στο ποσό των 173.069.157 δραχμών. Ο διακανονισμός που έγινε τότε μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της ΔΟΕ περιλάμβανε ότι το ονομαστικό κεφάλαιο των δανείων θα παρέμεινε όπως είχε και μόνο οι τόκοι θα μειώνονταν κατά 57%. Για την πληρωμή των εξωτερικών δανείων η ελληνική κυβέρνηση διέθεσε τα ακαθάριστα έσοδα από τα μονοπώλια αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, τσιγαρόχαρτων και σμυρίδας Νάξου, από τα δικαιώματα επί του καπνού, από τα τέλη χαρτοσήμου και από τους εισαγωγικούς δασμούς του τελωνείου του Πειραιά.
Όλα αυτά τα έσοδα ανέρχονταν στο ποσό των 39.600.000 δραχμών το χρόνο. Τα δάνεια που συνήψε η Ελλάδα από την εποχή του αγώνα της ανεξαρτησίας μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χώρα.
Η Ελλάδα εισέπραξε μόνο το 65% των δανείων ενώ το υπόλοιπο 35% το κατέβαλε σε προμήθειες και έξοδα στους τραπεζίτες. Από τα δάνεια αυτά μόνο το 6% κατευθύνθηκε για παραγωγικούς σκοπούς ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τα ελλείμματα των προϋπολογισμών και τις στρατιωτικές δαπάνες. Και τέλος, το σημαντικότερο, η Ελλάδα με τα δάνεια αυτά έχασε την εθνική της ανεξαρτησία.
Δάνεια της περιόδου 1898-1939
Κατά την περίοδο από το 1898 μέχρι το 1932 η Ελλάδα λόγω των αποζημιώσεων που κατέβαλλε στην Τουρκία, των πολεμικών δαπανών των βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής αναγκάστηκε να συνάψει από το εξωτερικό δάνεια ύψους 1,735 δισ. χρυσών φράγκων. Λόγω δε της κρίσης του 1929 η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου στα 1932 σταμάτησε να πληρώνει τα τοκοχρεολύσια του δημόσιου χρέους. Συνοψίζοντας, την περίοδο 1821-1939 η Ελλάδα συνήψε δάνεια ύψους 2,200 δισ. χρυσών φράγκων, κατέβαλε στους δανειστές της 2,383 δισ. χρυσά φράγκα και χρωστούσε και πάλι 1,963 δισ. χρυσά φράγκα.
Το κατοχικό δάνειο του 1942
Όταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί κατέλαβαν την Ελλάδα εκτός από τις ανθρώπινες και τις υλικές καταστροφές που προξένησαν (πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 10,4 δισ. δολαρίων), στα 1942 με τη Συμφωνία της Ρώμης άρπαξαν από την Τράπεζα της Ελλάδας δάνεια συνολικού ύψους 45 εκατομμυρίων χρυσών λιρών. Οι λίρες αυτές αντιστοιχούσαν σε 4,050 δισ. δολάρια εκ των οποίων τα 3,5 δισ. δολάρια αντιστοιχούσαν στη Γερμανία. Σύμφωνα με υπολογισμούς του καθηγητή Άγγελου Αγγελόπουλου το ποσό αυτό με ένα επιτόκιο σταθερό της τάξης του 3% το χρόνο ανερχόταν στα 1993 στα 13 δισ. δολάρια.
Επεκτείνοντας την εκτίμηση αυτή του Αγγελόπουλου στα 2010 το δάνειο αυτό ανέρχεται στο ποσό των 17,6 δισ. δολαρίων.
Στα 1947 οι Ιταλοί κατέβαλαν ως επανορθώσεις στην Ελλάδα 105 εκατομμύρια δολάρια ενώ οι Γερμανοί στα 1961 κατέβαλαν μόνο 115 εκατομμύρια μάρκα σε ελληνικές μειονοτικές ομάδες. Και μέχρι σήμερα αρνούνται πεισματικά να καταβάλουν το οφειλόμενο δάνειο χρησιμοποιώντας διάφορα νομικά επιχειρήματα.
Μεταπολεμική περίοδος 1950-2010
Μεταξύ των ετών 1946 και 1966 οι ελληνικές κυβερνήσεις σύναψαν δάνεια ύψους 551.400.000 εκατομμυρίων δολαρίων και στο διάστημα μεταξύ των ετών 1962-1967 το προπολεμικό εξωτερικό χρέος διακανονίστηκε με τους δανειστές μας. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας τα δάνεια που συνομολογήθηκαν ήταν μόνο εσωτερικά. Στα 1974 με τη Μεταπολίτευση το δημόσιο χρέος (κεντρικής κυβέρνησης) ανερχόταν στο 22,5% του ΑΕΠ.
Όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην κυβέρνηση το δημόσιο χρέος ήταν στο 26,4% του ΑΕΠ, όταν αποχώρησε στα 1988 έφτασε στο 53,4%. Στα 1989 η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-Συνασπισμού από το 55,9% το πήγε στο 64,9%. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το ανέβασε από 64,9% στο 99,4% του ΑΕΠ. Από το 1994 ως το 2004 επί κυβέρνησης και πάλι ΠΑΣΟΚ το δημόσιο χρέος με διακυμάνσεις έφτασε στο 98,6% του ΑΕΠ.
Και από το 2004 μέχρι το 2009 επί κυβέρνησης και πάλι της Νέας Δημοκρατίας το δημόσιο χρέος εκτινάχτηκε στο 113,4% του ΑΕΠ. Από το 2000 ως το 2009 η Ελλάδα κατέβαλε στους δανειστές της 300 δισ. ευρώ σε τοκοχρεολύσια και το 2010 χρωστάει πάλι 300 δισ. ευρώ.
* Ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου είναι οικονομολόγος – ιστορικός.