Δημοσιεύουμε ένα άρθρο του Λιβανέζου δημοσιογράφου Αμπάς Αλ-Ζέιν, που εργάζεται στο παναραβικό ειδησεογραφικό-δορυφορικό δίκτυο Al-Mayadeen ως αναλυτής θεμάτων γεωπολιτικής και διεθνούς ασφάλειας. Το άρθρο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, επειδή ασχολείται με μία πλευρά των εξελίξεων στην πολύπαθη Μέση Ανατολή που ελάχιστα θίγεται: τη σχέση που έχει η Παλαιστινιακή και ευρύτερη περιφερειακή αντίσταση με τις προσπάθειες της Κίνας για αποτροπή του πλήρους ελέγχου της Μέσης Ανατολής (άρα και των εμπορικών διαδρόμων που τη διασχίζουν) από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Η μετάφραση έγινε από την αγγλόφωνη ιστοσελίδα του ανεξάρτητου συνεταιρισμού δημοσιογράφων The Cradle (thecradle.co), που ιδρύθηκε το 2021 και καλύπτει τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Δυτική Ασία – όπως αποκαλούν πολλοί πλέον τη Μέση Ανατολή. Ας σημειωθεί ότι πρόσφατα η βορειοαμερικάνικη πολυεθνική εταιρία Meta αποφάσισε τον αποκλεισμό του The Cradle από όλες τις διαδικτυακές πλατφόρμες της (βλ. «Φίμωση ενός ακόμη ανεξάρτητου ΜΜΕ», φύλλο 697). Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις 7/5/2025.
του Αμπάς Αλ-Ζέιν*
Ο πόλεμος στη Γάζα αποκάλυψε μια βαθιά αντίφαση μεταξύ των στρατηγικών συμφερόντων της Κίνας στη Δυτική Ασία και των κερδών που επιδιώκει το Ισραήλ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ. Ενώ το Πεκίνο εργάζεται για τη διασφάλιση της Πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI), η Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ αναδιαμορφώνουν ενεργά την περιοχή ώστε να περιθωριοποιήσουν την κινεζική επιρροή σε πολιτικό, οικονομικό και εφοδιαστικό επίπεδο.
Στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης βρίσκεται ο Οικονομικός Διάδρομος Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC), που ανακοινώθηκε κατά τη σύνοδο κορυφής του G20 το 2023 στο Νέο Δελχί[1]. Με τη συμμετοχή της Ινδίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και σημαντικών ευρωπαϊκών κρατών, ο IMEC στοχεύει να παρακάμψει τις παραδοσιακές εμπορικές οδούς της Κίνας, συνδέοντας την Ινδία με την Ευρώπη μέσω της Δυτικής Ασίας. Το λιμάνι της Χάιφα, που βρίσκεται στο κατοχικό κράτος, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο αυτού του σχεδίου.
Γάζα: Πύλη προς μια γεωπολιτική αναμέτρηση
Η προσπάθεια του Τελ Αβίβ να επιβάλει τον πλήρη έλεγχο της Γάζας – που βρίσκεται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τη διαδρομή του IMEC– δεν είναι απλώς ένας στρατιωτικός στόχος: είναι προϋπόθεση για την εξασφάλιση αυτού του εμπορικού αγωγού που ευθυγραμμίζεται με τους Δυτικούς σχεδιασμούς. Σύμφωνα με το περιοδικό The Diplomat, ο πόλεμος στη Γάζα έχει ήδη «καταστρέψει τον IMEC πριν καν ξεκινήσει»[2], ενώ μια έκθεση του Carnegie σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του διαδρόμου βρίσκεται σε αδιέξοδο μετά την επιχείρηση Πλημμύρα του Αλ-Άκσα και την παύση της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ[3].
Μια υποταγμένη Γάζα θα πρόσφερε στο Ισραήλ οικονομική επιρροή, περιφερειακή ολοκλήρωση και μια νέα γεωπολιτική λειτουργία, υπονομεύοντας την κεντρική θέση της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο. Όμως, όσο η αντίσταση συνεχίζεται στη Γάζα και στον νότιο Λίβανο, ο διάδρομος IMEC παραμένει ευάλωτος – δίνοντας έτσι χρόνο στο Πεκίνο να ενισχύσει τις δικές του στρατηγικές εναλλακτικές λύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παλαιστινιακή και η περιφερειακή αντίσταση εξυπηρετούν ακούσια τα συμφέροντα της Κίνας, διατηρώντας την υποδομή του Ισραήλ υπό απειλή και καθυστερώντας τα αμερικανοκίνητα έργα ενσωμάτωσης της περιοχής. Η Χάιφα και άλλα ισραηλινά λιμάνια αντιμετωπίζουν συνεχή ανασφάλεια, η οποία αποθαρρύνει τους επενδυτές και περιπλέκει τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό των υποδομών.
Σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβίβ, το Πεκίνο επωφελείται από μια πολυπολική καθυστέρηση – και η επιβίωση της αντίστασης γέρνει υπέρ του την ισορροπία στην περιοχή.
Τα σιωπηλά οφέλη της Κίνας από την αντίσταση
Παρόλο που η Κίνα δεν είναι άμεσα εμπλεκόμενη στον πόλεμο, η αποδυνάμωση της Παλαιστινιακής αντίστασης θα ενίσχυε τα ανταγωνιστικά δίκτυα που ευθυγραμμίζονται με τη Δύση, και θα μείωνε το περιθώριο ελιγμών του Πεκίνου. Έτσι, η διατήρηση μιας κατάστασης αβεβαιότητας στη Γάζα και τον Λίβανο προσφέρει στην Κίνα πολύτιμο χρόνο για να θωρακίσει το ενεργητικό της πρωτοβουλίας BRI μέσω ασφαλέστερων διαδρόμων.
Ένα παράλληλο μέτωπο σε αυτή την αντιπαράθεση ξεδιπλώνεται στην Ερυθρά Θάλασσα. Η στρατιωτική δραστηριότητα των ΗΠΑ και του Ισραήλ κοντά στο θαλάσσιο στενό Μπαμπ αλ-Μαντάμπ [μεταξύ Υεμένης από τη μια και Τζιμπουτί από την άλλη] σηματοδοτεί μια προσπάθεια μονοπώλησης του ελέγχου αυτού του στρατηγικού σημείου. Αν και αυτές οι επιχειρήσεις παρουσιάζονται ως αντίμετρα «απειλών για τη ναυσιπλοΐα», στην πραγματικότητα έχουν ως στόχο την εδραίωση της Δυτικής κυριαρχίας σε μια βασική παγκόσμια εμπορική αρτηρία.
Η Κίνα, η οποία ίδρυσε την πρώτη της ναυτική βάση στο εξωτερικό στο Τζιμπουτί το 2017 ακριβώς για να προστατεύσει τις θαλάσσιες οδούς της BRI, αντιμετωπίζει αυτή τη στρατιωτικοποίηση ως ευθεία πρόκληση. Σύμφωνα με την επιθεώρηση The Defense Post, οι ΗΠΑ στοχεύουν να «αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή»[4], επικαλούμενες τις κοινές ναυτικές ασκήσεις Κίνας-Ρωσίας-Ιράν και την κινεζική υποστήριξη των σκαφών που συμμετέχουν σε αυτές.
Τον Απρίλιο, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την κινεζική εταιρία Chang Guang Satellite Technology Co. ότι παρείχε δορυφορικές εικόνες στις ένοπλες δυνάμεις της Υεμένης που είναι συνδεδεμένες με το κίνημα Ανσαρουλά, προκειμένου να τις βοηθήσει στη στοχοθέτηση αμερικανικών και συμμαχικών ναυτικών μέσων στην Ερυθρά Θάλασσα[5]. Ενώ η εταιρεία αρνήθηκε τον ισχυρισμό αυτόν, χαρακτηρίζοντάς τον «κακόβουλη συκοφαντία»[6], η Ουάσιγκτον θεωρεί ότι το Πεκίνο αξιοποιεί ιδιωτικές εταιρείες για να διεξάγει έναν έμμεσο πόλεμο πληροφοριών.
Αυτή η τακτική επιτρέπει στην Κίνα να διατηρήσει μια εύλογη άρνηση ευθύνης, ενώ παράλληλα επωφελείται από τις διαταραχές στις ναυτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Η άρνηση του Πεκίνου να καταδικάσει τις επιθέσεις από την Υεμένη και η επιμονή του να θεωρεί τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα προϋπόθεση για την περιφερειακή σταθερότητα, συνάδει με την ευρύτερη στρατηγική του: να αποφεύγει την άμεση αντιπαράθεση, υπονομεύοντας παράλληλα τον αμερικανικό έλεγχο.
Σύμφωνα με το Ισραηλινό Ινστιτούτο Εθνικής Ασφάλειας, η Κίνα είναι «έτοιμη να υποστεί τις οικονομικές ζημίες που επιφέρει η κρίση» στην Ερυθρά Θάλασσα[7], με αντάλλαγμα να μην υιοθετήσει μια θέση η οποία συνάδει με τους ισραηλινοαμερικανικούς στόχους.
Καθώς το Τελ Αβίβ και η Ουάσινγκτον αναδιαμορφώνουν τον οικονομικό χάρτη της περιοχής, η Κίνα επωφελείται σιωπηλά από την αναστάτωση που προκαλεί η αντίσταση στους ανταγωνιστικούς εμπορικούς διαδρόμους και στον έλεγχο των θαλάσσιων οδών από τις ΗΠΑ
Ιράν, κυρώσεις και ενεργειακά σημεία πίεσης
Το Ιράν, ο στενότερος εταίρος της Κίνας στην περιοχή, διαδραματίζει εξίσου καθοριστικό ρόλο. Σχεδόν το 50% των εισαγωγών πετρελαίου της Κίνας προέρχεται από τη Δυτική Ασία, και το Ιράν παρέχει σημαντικό μερίδιο σε προνομιακές τιμές – μια σχέση που διαμορφώθηκε από τις κυρώσεις και τη στρατηγική αναγκαιότητα. Για το Πεκίνο, αυτός ο ενεργειακός διάδρομος είναι απαραίτητος για την αντιστάθμιση της χειραγώγησης της αγοράς από τις ΗΠΑ και τη διασφάλιση της αυτονομίας στην τιμολόγηση της ενέργειας.
Ωστόσο, η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει το Ιράν κεντρικό στόχο της στρατηγικής ανάσχεσης. Από το σαμποτάζ της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα έως την άσκηση πίεσης μέσω τρίτων και τον οικονομικό στραγγαλισμό, η πολιτική των ΗΠΑ επιδιώκει να απομονώσει την Τεχεράνη και να αναγκάσει τους εταίρους της –ιδίως την Κίνα– σε νέες εξαρτήσεις. Την 1η Μαΐου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή δευτερογενών κυρώσεων σε κάθε οντότητα που αγοράζει πετρέλαιο ή πετροχημικά προϊόντα από την Ισλαμική Δημοκρατία.
Η κλιμάκωση αυτή έχει ως στόχο να χτυπήσει την Κίνα εκεί που πονάει. Με την αποδυνάμωση της εξαγωγικής ικανότητας της Τεχεράνης, η Ουάσιγκτον περιορίζει τις επιλογές του Πεκίνου και το αναγκάζει να εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από τα κράτη του Περσικού Κόλπου, που είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο υπονομεύεται ο στόχος της Κίνας να αποαμερικανοποιήσει τις ροές ενέργειας, και τίθεται σε κίνδυνο η μακροπρόθεσμη προοπτική της Κίνας να είναι οικονομικά κυρίαρχη.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο ρόλος του Ισραήλ στην αποσταθεροποίηση της περιοχής –μεταξύ άλλων μέσω της υποδαύλισης του θρησκευτικού φανατισμού στη Συρία[8] και των κυβερνοεπιθέσεων κατά ιρανικών υποδομών– εξυπηρετεί τους στόχους των ΗΠΑ, καθιστώντας το Ιράν λιγότερο αξιόπιστο κόμβο στο δίκτυο BRI της Κίνας.
Στρατηγική αποσύνδεση ή άμεση σύγκρουση;
Η ευρύτερη επίπτωση όλων αυτών των τάσεων είναι ότι η Δυτική Ασία δεν ανήκει πλέον στα μετόπισθεν της αντιπαλότητας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας: βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Οι ΗΠΑ δεν αποσύρονται από την περιοχή για να στραφούν προς την Ανατολική Ασία. Αντίθετα, χρησιμοποιούν τη Δυτική Ασία ως όπλο για να στριμώξουν την Κίνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Έργα όπως ο διάδρομος IMEC, οι ναυτικές περιπολίες στην Ερυθρά Θάλασσα και οι αντιιρανικές κυρώσεις αποτελούν όλα επεκτάσεις αυτής της στρατηγικής λογικής.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα συνεχίζει να βαδίζει σε ένα διπλωματικό τεντωμένο σκοινί – διατηρώντας την ουδετερότητα, αποφεύγοντας τη στρατιωτική εμπλοκή και καλώντας αόριστα για αποκλιμάκωση. Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων της και της πολιτικής στάσης της γίνεται όλο και περισσότερο μη βιώσιμο. Καθώς το Ισραήλ πιέζει για να εξασφαλίσει με στρατιωτικά μέσα ένα εμπορικό καθεστώς που αποσκοπεί στην αντικατάσταση της κινεζικής BRI, το Πεκίνο πρέπει να αποφασίσει αν θα διατηρήσει την παθητική στάση του, ή θα αναγκαστεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του με πιο αποφασιστικό τρόπο.
Μια λεπτή ισορροπία που διαταράσσεται από την αντίσταση
Παρά την αυξανόμενη πίεση, μια σειρά δυνάμεις της αντίστασης σε όλη τη Δυτική Ασία εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του γεωπολιτικού πεδίου μάχης. Από τη Γάζα έως το Λίβανο, από το Ιράκ έως την Υεμένη, η ικανότητά τους να προκαλούν ανασφάλεια στις υποδομές των αντιπάλων τους –είτε πρόκειται για αεροδρόμια[9], είτε για αγωγούς ή θαλάσσιες οδούς– δημιουργεί τριβές που ωφελούν την Κίνα χωρίς να απαιτούν από το Πεκίνο να αναλάβει άμεση δράση.
Οι υπερηχητικοί βαλλιστικοί πύραυλοι της Σαναά[10], τα υπολείμματα του οπλοστασίου της Χεζμπολά ή οι πιθανές διασυνοριακές επιθέσεις της ιρακινής αντίστασης, όλα συμβάλλουν σε ένα περιβάλλον όπου οι αμερικανικοί σχεδιασμοί δυσκολεύονται να σταθεροποιηθούν. Είναι σημαντικό ότι αυτοί οι παράγοντες έχουν αποφύγει να στοχεύσουν τα κινεζικά συμφέροντα, ενισχύοντας την εικόνα του Πεκίνου ως ουδέτερου εμπορικού εταίρου και όχι ως ηγεμονικής στρατιωτικής δύναμης.
Αυτή η ισορροπία –όπου η αντίσταση διατηρεί την περιοχή αρκετά ασταθή ώστε να καθυστερεί τα σχέδια ενσωμάτωσης των ΗΠΑ, αλλά όχι τόσο χαοτική ώστε να βλάψει τις κινεζικές επενδύσεις– έχει μέχρι στιγμής λειτουργήσει υπέρ του Πεκίνου. Ωστόσο, καθώς το Ισραήλ επιδιώκει να επεκτείνει τον ρόλο του ως Δυτικού οικονομικού κόμβου και οι αμερικανικές κυρώσεις στοχεύουν να αποκόψουν την Κίνα από εναλλακτικές πηγές ενέργειας, το περιθώριο για την απραξία της Κίνας μειώνεται.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] «War of Economic Corridors: the India-Mideast-Europe ploy» (thecradle.co, 25/9/2023).
[2] «Is the India-Middle East-Europe Economic Corridor Dead on Arrival?» (thediplomat.com, 17/10/2023).
[3] «The India-Middle East-Europe Economic Corridor (IMEC): Too Little, Too Late?» (carnegieendowment.org, 12/12/2023).
[4] «In the Red Sea, the US Is Sending a Message – But Is It Loud Enough?» (thedefensepost.com, 14/4/2025).
[5] «US says Chinese company is helping Houthis target American warships» (www.ft.com, 18/4/2025).
[6] «Chinese satellite company refutes US accusation of supporting Houthi attack on US interests as ‘completely fabricated’» (www.globaltimes.cn, 19/4/2025).
[7] «The Limitations of Chinese Influence in the Middle East» (www.inss.org.il, 18/2/2024).
[8] «Druze vs Sunni: Israel’s sectarian game in Syria» (thecradle.co, 6/5/2025).
[9] «International airlines halt flights to Tel Aviv due to Yemeni air blockade» (thecradle.co, 5/5/2025).
[10] «Yemen launches hypersonic missile attack on Haifa for first time» (thecradle.co, 23/4/2025).