Τα πίσω-μπρος με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο Ρουπακιώτη από την κυβέρνηση είναι βέβαιο πως σχετίζονται με την ειδική ευαισθησία της Ν.Δ. απέναντι στη Χρυσή Αυγή, τις ιδιαίτερες τακτικές και τις υπόγειες σχέσεις που διατηρεί μαζί της.
Παρά τις κατά καιρούς κορώνες Δένδια για τη Χ.Α., η φασιστική οργάνωση αντιμετωπίζεται με χάδια. Οι περιπτώσεις δολοφονικών επιθέσεων όπου οι δράστες ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας μέλη της, αντιμετωπίστηκαν από κυβέρνηση και ΜΜΕ με εξαιρετικό… σεβασμό προς τα προσωπικά δεδομένα και τα δικαιώματα του κατηγορουμένων. Μια κυβέρνηση και ένα σύστημα που θα ήθελε να σαρώσει τη Χ.Α., είχε μέχρι σήμερα πολλές αφορμές να το κάνει.
Αντίστροφα, οι επιθέσεις της Χ.Α. στη Ν.Δ. είναι και αυτές εξαιρετικά προσεκτικές συγκριτικά με τις επιθέσεις σε άλλα κόμματα. Για παράδειγμα, η Χ.Α. κατήγγειλε ως προβοκάτσια την επίθεση δικών της μελών ενάντια στον Βορίδη, στη Λαμία πριν από ένα μήνα. Στις περασμένες εκλογές τα περίπτερα της Ν.Δ. ήταν τα μόνα στα οποία δεν είχε επιτεθεί. Αυτά ενδεικτικά.
Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε δύο πράγματα, σε αντίθετη κατεύθυνση. Από τη μια πλευρά εκτιμήσεις που χρεώνουν στους εμπνευστές του νομοσχεδίου μηδενική διάθεση να περιοριστεί η Χ.Α., δεν ευσταθούν. Πώς τότε μπορεί να εξηγηθεί η απροθυμία της Ν.Δ. να προχωρήσει το νομοσχέδιο και η διάθεσή της για τροποποιήσεις ακύρωσής του; Από την άλλη πλευρά, τα παραπάνω συνεπάγονται πως αν με την ήδη υπάρχουσα νομοθεσία η Χ.Α. χαϊδεύεται από το σύστημα και τη μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά, δεν υπάρχει κανείς λόγος να μη συνεχιστεί αυτό, ακόμη κι αν περάσει αυτούσιο το νομοσχέδιο. Το ζήτημα από την πλευρά της κυβερνητικής αδράνειας και ανοχής είναι κυρίαρχα και εμφανώς ζήτημα έλλειψης πολιτικής βούλησης και όχι έλλειψης νομικού πλαισίου.
Αντίθετα, όπως έχουν επισημάνει πολλοί και από διαφορετικές αφετηρίες, το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη περιέχει πολλές άκρως επικίνδυνες ρυθμίσεις που είτε στραφούν είτε όχι στην πράξη εναντίον της Χ.Α., είναι βέβαιο ότι ανοίγουν το δρόμο και την όρεξη για να στραφούν αργότερα άλλοι κατά της Αριστεράς, σε μονοπάτια εκτροπής. Τέτοιες ρυθμίσεις είναι, για παράδειγμα, η ποινικοποίηση ιστορικών απόψεων ή ακόμη χειρότερα το δικαίωμα διοικητικών αποφάσεων του υπουργού Δικαιοσύνης κατά κομμάτων.