του Gioacchino Toni
Αποφεύγοντας τόσο τις προσεγγίσεις εκείνες που τοποθετούν την τεχνολογία στο φόντο καταστροφικών δεινών τύπου αποκάλυψης, όσο και εκείνες που είναι τέλεια παραδομένες στον άκριτο ενθουσιασμό γι’ αυτήν, το δοκίμιο του Pessina ασχολείται με το ζήτημα απ’ την οπτική γωνία του χρήστη των νέων τεχνολογιών, διερευνώντας ειδικότερα την εμπειρία τού «να είσαι αλλού». Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μια τεκμηρίωση, τόσο, του τι μπορεί οι άνθρωποι να κάνουν με τις τεχνολογίες και τι κάνουν αυτές στους ανθρώπους, όσο μ’ έναν προβληματισμό σχετικά με το πώς αποκομίζεται η «εμπειρία του εαυτού» στις μέρες μας, σε μια κατάσταση όπου «παρουσία» και «απουσία» αλληλοδιαπλέκονται.
ΤΟ ΤΩΡΙΝΟ ιστορικό πλαίσιο βλέπει πράγματι, την ατομική εμπειρία σε πορεία συμφιλίωσης με την ενδόρρηξη αυτού, που βρίσκεται αλλού σε σχέση με την άμεση εμπειρία, όπως αυτή βιώνεται μέσα στα χωροχρονικά όρια της βιόσφαιρας. Πρέπει, λοιπόν, να συλλογιζόμαστε τον εαυτό μας και μέσα σ’ αυτόν τον νέο χώρο επικοινωνίας και σχέσεων που δημιουργούν οι Τεχνολογίες Πληροφορίας και επικοινωνιών (ΤΠΕ), εντός αυτού που ονομάζεται πληροφοριόσφαιρα. «Ο στοχασμός για το τι κάνουμε σήμερα, φέρνει μαζί του την απαίτηση για μια καλύτερη κατανόηση του τι πράττουν οι ΤΠΕ με την εμπειρία μας και τι επιφέρουν εντός της» (σ. 14). Το τεχνολογικό αυτό πλαίσιο, εκτός από ζητήματα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, περιλαμβάνει και ζητήματα ανθρωπολογικά, που τρόπον τινά επαναπροσδιορίζουν την ίδια την αναπαράσταση του ανθρώπινου όντος.
Πιάνοντας το νήμα από κάποιες επισημάνσεις της Hannah Arendt [«Η Ανθρώπινη Κατάσταση», 1958], αναφορικά με τη απογοήτευση του ανθρώπου απέναντι στην «αρχική φυσική» του κατάσταση, ο Pessina στοχάζεται πάνω στο ζήτημα της διάδοσης της πεποίθησης, πως το ατελές φυσικό μπορεί να βρει το πρότυπό του στο τεχνητό.
«Η ιδέα πως το δοσμένο, το φυσικό μπορεί να νοηθεί ως ατελές σε σχέση με το προϊόν της παραγωγής, με το τεχνητό, που γίνεται, τρόπον τινά, μέτρο του, μόνο ξένη δεν είναι προς τα σχέδια του άλλου εκείνου επαναστατικού μετασχηματισμού, που δεν είναι πλέον βιολογικός, αλλά ψηφιακός, και αφοσιωμένος σήμερα στη δημιουργία ενός τεχνητού κόσμου, μες στον οποίο θα μαθαίνουμε το πως να υπάρχουμε στον πραγματικό κόσμο, σύμφωνα με τα σχέδια της τεχνητής νοημοσύνης και του λεγόμενου “Metaverse”» (σ. 17).
Με αφετηρία τους προβληματισμούς του Günther Anders [«Η Απαρχαίωση του Ανθρώπου», 1956], ο οποίος βλέπει στην «ανισότητα επιπέδου» μεταξύ της ανθρώπινης κατάστασης και της δύναμης των τεχνολογικών κατασκευασμάτων την απώλεια νοήματος του ανθρώπου, ο Pessina αναρωτιέται, όσον αφορά την τεχνολογική εμπειρία, μήπως η πιο προβληματική «ανισότητα επιπέδου» σήμερα δεν έχει παρά κοινωνικό χαρακτήρα – έχοντας να κάνει με την κατοχή τεχνολογιών (να έχεις ή να μην έχεις το τελευταίο μοντέλο «έξυπνου κινητού», τις πιο προηγμένες εφαρμογές, μια γρήγορη σύνδεση κ.λπ.)
Το σύγχρονο ψηφιακό τοπίο επαναφέρει με ένταση το ζήτημα της «σχέσης μεταξύ της πραγματικότητας και της εικόνας που την αναπαριστά, μεταξύ λέξεων και πραγμάτων, αλλά και μεταξύ εξωτερικής και βαθύτερης ομοιότητας» (σ. 29) που με βαθιά ευαισθησία και επίγνωση έθεσε ο Βέλγος υπερρεαλιστής ζωγράφος René Magritte σε πολλά του έργα, αρχής γενομένης απ’ το περίφημο «La Trahison des Images» [«Η Προδοσία των Εικόνων», 1929], έναν πίνακα πάνω στον οποίο αναστοχάζεται ο Γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault.
«Η σπουδαιότητα, που αποδίδεται στην θέαση […] υπαγορεύεται, οπωσδήποτε, από το γεγονός ότι μοιάζει να εξαλείφει τη φυσική απόσταση ανάμεσα σ’ εμάς και στις διάφορες μορφές της πραγματικότητας, όμως μονάχα στη βάση πολιτισμικά προκαθορισμένων αντιλήψεων μπορούμε την αναλογία που τείνει να συνδέει την θέαση με τη γνώση, να τη μετατρέπουμε, σε υπεροχή της θέασης. Πάντοτε την πλάνη την κάνει πιο εύκολη η όποια απομείωση των πηγών της γνώσης και η επιθυμία μας να βγάλουμε, έστω και για λόγους πρακτικούς, γρήγορα συμπεράσματα. Η τεχνολογία, άλλωστε, είναι ταχύτητα και, σαν τέτοια, δεν μας βοηθά να πάρουμε τον χρόνο μας για να αξιολογήσουμε» (σ. 31).
Εξ ου και η ανάγκη «να περάσουμε απ’ την αμεσότητα της οπτικής αντίληψης και της απότοκής της γνώσης – η οποία πάντοτε αναφέρεται σ’ αυτό που φαίνεται – στον αναστοχασμό» (σ. 31).
ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ της πειστικότητας των σύγχρονων Τεχνολογιών Πληροφορίας και επικοινωνιών το βρίσκουμε, μάλλον, στην πρόταση, που αυτές κομίζουν, για ψηφιακά και εικονικά περιβάλλοντα, που μέσα τους προσομοιώνεται μια ουσιαστική πολυαισθητηριακή εμπειρία […]
Με την τηλεόραση, υποστηρίζει ο Anders, οι τεχνολογίες εισάγουν στην ανθρώπινη εμπειρία εικόνες, που αναφέρονται σε γεγονότα, και συμβάντα που βρίσκονται σε ένα «αλλού» σε σχέση με τον χωροχρόνο, μες στον οποίο τις απολαμβάνει κανείς: δεν μπορεί, όμως, να αναφερόμαστε σ’ αυτές ως «αναπαράσταση», εφόσον με τον όρο αυτόν εννοούμε τη λειτουργία τους ως «προσομοίωση». Είναι φανερό ότι οι εικόνες, που εμφανίζονται στις οθόνες, έχουν διαφορετική επίδραση πάνω στην εμπειρία μας, ανάλογα με το αν ερμηνεύονται ως «γεγονότα» ή ως «αναπαραστάσεις», ως περιεχόμενο «ντοκυμαντέρ» ή «μυθοπλασίας» […]
Το να γυρεύουμε στο διαδίκτυο αυτό που δεν μπορούμε να βρούμε στην πραγματικότητα και, αντίστροφα, το να διαμορφώνουμε την πραγματικότητα σύμφωνα με το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες, οδηγεί το δίχως άλλο σε απώλεια του ρεαλισμού. Μα και σε απώλεια της σάρκας και της μαγείας της ζωής, ίσως και της ανθρωπιάς ακόμη
Οι τεχνολογίες διευρύνουν αποφασιστικά τη σφαίρα των γνωστικών, συναισθηματικών και αισθητηριακών εμπειριών, αλλά τροποποιώντας την αρχική τους σημασία. Απουσιάζει, όντως, η γλώσσα, η κατάλληλη για τον ορισμό των εμπειριών που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες: ενώ ο όρος «αναπαράσταση» ξεκάθαρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, η έννοια του «φαντάσματος», στην οποία καταφεύγει ο Anders, φαίνεται κάπως διαισθητική και ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης παρερμηνειών.
Το άτομο έχει την εντύπωση πως μπορεί να χειριστεί τις «παρουσίες», που οι νέες τεχνολογίες θέτουν στη διάθεσή του, μα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια «καταστατική παθητικότητα», που δεν την έχει περιορίσει η στροφή στο ψηφιακό: οι τεχνολογικές αρχιτεκτονικές, με τις οποίες το άτομο αλληλεπιδρά, οπωσδήποτε δεν είναι ουδέτερες.
«Αν συλλογιστούμε, έπειτα, πώς το λεγόμενο “κοινωνικό” τείνει να μας κάνει να συμπεριλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας στις επικοινωνίες των διάφορων χρηστών, κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως “συμμετέχουμε” στις εμπειρίες τους, αντιλαμβανόμαστε πώς η διαστολή των “εικόνων” του κόσμου και της “πραγματικότητας” φέρνει μαζί της, κατά τρόπο παράδοξο, ένα είδος ριζικού φτωχέματος, αναφορικά με τη μοναδικότητα της προσωπικής εμπειρίας, αυτής της άμεσης εμπειρίας, της αδιαμεσολάβητης από άλλες ανθρώπινες οπτικές γωνίες, την οποία εξακολουθούμε να βιώνουμε» (σ. 39-40).
ΕΦ’ ΟΣΟΝ τα πάντα μετατρέπονται σε πληροφορία, εφ’ όσον το βιωμένο σώμα και το σώμα ως αντικείμενο της γνώσης μας, το ιδωμένο σώμα και το σώμα που αγγίζουμε γίνονται δυσδιάκριτα το ένα απ’ το άλλο, τότε «χάνεται και η διαφορά ανάμεσα σε μια παρούσα και αληθή πραγματικότητα, και σε μια μη αληθή πραγματικότητα, παρούσα στις οθόνες μας μόνο, χάρις στην πρωτοκαθεδρία του “απεικόνισης”» (σ. 40).
«Το πρότυπο της μάθησης και της χειραφέτησης στην εποχή της τεχνολογίας μοιάζει, λοιπόν, να αντιστρέφει τη διαδικασία, που υποδείκνυε ο Πλάτωνας. Αν θέλει κανείς να γνωρίσει και να κατανοήσει την πραγματικότητα, δεν πρέπει να στρέψει την πλάτη του στο μεγάλο θέατρο του κόσμου, που εμφανίζεται στις οθόνες, παρά, αντίθετα, πρέπει να στρέψει το βλέμμα του μακριά απ’ την άμεση πραγματικότητα και να κοιτάξει στο διαδίκτυο για να επιβεβαιώσει την ίδια της τη συνεκτικότητα, το νόημά της» (σ. 44).
Τόσο στον πλατωνικό μύθο όσο και στον τεχνολογικό, επισημαίνει ο Pessina, ο κόσμος των εικόνων μετατρέπεται σε «προδοσία των εικόνων», μονάχα εφ’ όσον έχουν αποδιωχτεί όλα τα επίπεδα αναστοχασμού από μέσα απ’ τη γνωσιακή εμπειρία.
Στην ψηφιακή εποχή, ο εξυπηρετητής (server) είναι «αλλού» σε σχέση με τον τεχνολογικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται, «αλλού» είναι οι αναμενόμενοι συνομιλητές, με τους οποίους μπορεί κανείς να αλληλεπιδράσει, και «αλλού» είναι οι πηγές των περιεχομένων, τα οποία απολαμβάνει […]
«Το να βρισκόμαστε εδώ κι αλλού, το να καταλαμβάνουμε με το σώμα μας έναν δεδομένο φυσικό τόπο και να βρισκόμαστε με το νου μας αλλού, είναι μια εμπειρία καθόλου ασυνήθιστη για τα ανθρώπινα όντα: ίσα-ίσα που μπορεί να είναι και το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα. Με το ξεπέρασμα του άμεσου γίνεται, στην πραγματικότητα, εφικτή η εμπειρία της σκέψης, της φαντασίας και της φαντασίωσης» (σ. 59).
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ υπερτεχνολογική εποχή, τονίζει ο Pessina, φανερώνεται σφοδρά αφοσιωμένη στην υπόθεση της αποσωματοποίησης του ανθρώπου.
«Η εποχή της αποσωματοποίησης είναι μια εποχή καινούρια, όπου η σημασιοδότηση του πόνου, της οδύνης, της χαράς και της δημιουργικής μοναξιάς καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη: δύσκολη, μα πάντοτε παρούσα, γιατί η ύπαρξη δεν αφανίζεται μες στις αναπαραστάσεις της. Η εποχή της αποσωματοποίησης καθιστά ρευστή την αντίληψη της ταυτότητας και φαίνεται πως κάνει τους ανθρώπους να χάνουν την αίσθηση του τραγικού, η οποία εντάσσεται στην προβληματοποίηση της ύπαρξης και του απώτερου νοήματός της. Αν η Ενσάρκωση εγγράφεται στη λογική της ελπίδας και της σωτηρίας, η αποσωματοποίηση έρχεται ντυμένη τη λεοντή της αποτελεσματικότητας και της άμεσης λύσης. Η ανθρώπινη νοημοσύνη, εκφράζει την πολυπλοκότητα της σωματικής ύπαρξης, που πρέπει να αντιμετωπίσει την ενδεχομενικότητα που πάντοτε προαναγγέλλει τον εαυτό της μες στην παροδικότητα όλων των προσωπικών, ατομικών εμπειριών. Η τεχνητή νοημοσύνη, απ’ την άλλη, εκφράζει τη δυνατότητα για απλοποίηση και για την απόδοση μονοσήμαντων απαντήσεων σε όλα τα ερωτήματα και τις ανάγκες που μπορούν να μετατραπούν σε μια τυπική καθολικότητα (σ. 122).
Η αδιαφορία της εποχής μας για πρωτότυπα και ριζοσπαστικά φιλοσοφικά και θεολογικά ερωτήματα δεν απορρέει από την απομάγευσή της, μα απ’ την αποσωματοποίησή της, άρα απ’ το ότι «δεν είναι πλέον ικανή να συλλάβει το νόημα του να γεννιέσαι και να πεθαίνεις, δηλαδή τα σημάδια εκείνης της ενδεχομενικότητας που εγείρει το ζήτημα της βαθύτατης αντίφασης μεταξύ του τέλους και των τιθέμενων από τα ανθρώπινα όντα σκοπών. Η είσοδος του πρακτικού και θεωρητικού σχήματος της αποσωματοποίησης στην ανθρώπινη ιστορία επιβεβαιώνει την αναδρομική δράση της δύναμης – αν μπορούμε να το πούμε έτσι – που ασκούν οι νέες τεχνολογίες όχι μόνο πάνω στην ανθρώπινη ζωή, μα και πάνω στην αυτο-αναπαράστασή της» (σ. 123).
Εφόσον η διαδικασία «εξοικείωσης» με την τεχνολογία έχει φτάσει στο σημείο ενσωμάτωσής της στις εμπειρίες και στις συνήθειες της καθημερινής ζωής, θα πρέπει, όμως, τονίζει ο μελετητής, «να χαμηλώσουμε τις προσδοκίες μας, αναφορικά με τις υποσχέσεις και τις λειτουργίες της. Το να γυρεύουμε στο διαδίκτυο αυτό που δεν μπορούμε να βρούμε στην πραγματικότητα και, αντίστροφα, το να διαμορφώνουμε την πραγματικότητα σύμφωνα με το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες, οδηγεί το δίχως άλλο σε απώλεια του ρεαλισμού. Μα και σε απώλεια της σάρκας και της μαγείας της ζωής, ίσως και της ανθρωπιάς ακόμη» (σ. 123). Τέτοιος αναστοχασμός πάνω στην ανθρώπινη εμπειρία, στην τεχνολογική εποχή, μας βοηθά να σκάψουμε βαθύτερα γι’ αυτό που μένει «αυθεντικό» και «απαραμείωτο» στα ανθρώπινα όντα. Αν θέλει κανείς στα αλήθεια να «παραμείνει άνθρωπος», η ανάγκη να προβαίνει σε τέτοιον αναστοχασμό είναι επιτακτική.
Παραπομπές
(*) Adriano Pessina, «L’essere altrove. L’esperienza umana nell’epoca dell’intelligenza artificiale» [«Το να είσαι αλλού. Η ανθρώπινη εμπειρία στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης»], Mimesis, Milano-Udine, 2023, σ. 126.