Όταν πρωτοπήγα στη Μαριούπολη, πάνε κοντά δεκαπέντε χρόνια, ένιωσα ότι ανακάλυπτα ξαφνικά ένα καινούριο κόσμο, πραγματικά θαυμαστό, σαν μαγική εικόνα. Στιγμή προς στιγμή, σπιθαμή προς σπιθαμή, ξεδιπλωνόταν μπροστά μου ένας καινούριος πλανήτης με ανθρώπους, τοπία, ιστορίες και κουλτούρες πρωτόγνωρες. Αυτό για κάποιον που ταξιδεύει σε μέρη απομονωμένα και εξωτικά ίσως να είναι φυσικό και αναμενόμενο. Αλλά δεν ήταν. Γιατί υπήρχε μια πολύ μεγάλη διαφορά: ο κόσμος αυτός, ο ζωντανός και άγνωστος, ήταν κόσμος ελληνικός!
Που δεν ανήκε στη μεγάλη ομάδα των Ποντίων των νότιων και ανατολικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας, που προέρχονται κυρίως από τη μικρασιατική πλευρά και απλώθηκαν μέσα στα χρόνια από τη νότια Ρωσία και τη Γεωργία ώς τα βάθη της Ανατολής, στο μακρινό Καζακστάν και την ακόμα πιο μακρινή Κιργιζία. Αυτός ο Ελληνισμός στη βόρεια πλευρά της Αζοφικής Θάλασσας, που απέχει περίπου διακόσια χιλιόμετρα (δια θαλάσσης) από τη Μαύρη Θάλασσα, στο νοτιοανατολικό άκρο της Ουκρανίας, ήταν όχι μόνο πολυπληθής, αλλά είχε και δική του ιστορία και κουλτούρα. Πολύ πλούσια και καθόλου μουσειακή. Κι έτσι, η μία εξαιρετική έκπληξη διαδεχόταν την άλλη με καταιγιστικό ρυθμό.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτή την εμπειρία, στην οποία έχω ήδη αναφερθεί με άλλες αφορμές στο Περίπτερο Ιδεών, παρά μόνο σ’ ένα απ’ αυτά τα απρόσμενα περιστατικά, που ξαναθυμήθηκα έντονα τις τελευταίες μέρες.
Στη δεκαετία του ’90, μου είχε μπει η ιδέα να οργανώσω ένα φεστιβάλ με καλλιτέχνες από τις απανταχού κοινότητες της Διασποράς. Φτάνοντας λοιπόν, στην Ουκρανία, με παρότρυνση του Βασίλη Σημαντηράκη, που τελούσε τότε χρέη γενικού προξένου στην περιοχή του Ντονμπάς, άρχισα να γυρίζω στα λεγόμενα «ελληνικά χωριά» που είναι διάσπαρτα στη στέπα της Αζοφικής, για να γνωρίσω τους ανθρώπους και την ιστορία τους, αλλά να βρω και τους καλλιτέχνες που είχα πληροφορηθεί ότι αφθονούν. Απίστευτο κι όμως, πέρα για πέρα αληθινό. Ήταν δε τόσο καλοί, που δυσκολευόμουν να διαλέξω για το Φεστιβάλ, για το οποίο –σε μια ευτυχή και σπάνια συγκυρία- είχα εξασφαλίσει το Ηρώδειο, το 1997. Τελικά, θαμπωμένος από την ποσότητα και την ποιότητα, κάλεσα την Ταμάρα Κατσή με το πολυμελές νεανικό συγκρότημα «Τα διαμάντια του Σαρτανά» από το ομώνυμο ρωμέικο χωριό και το συγκρότημα μουσικών «Περνέσο άστρο», που μεταφρασμένο από τη ρωμέικη διάλεκτο σημαίνει «Πρωινό αστέρι», από το ρωμέικο χωριό Μάλι Γιανισόλ.
Όταν ανακοίνωσα την επιλογή μου και είδα την έκπληξη και τον ενθουσιασμό τους για το απρόσμενο ταξίδι στην Ελλάδα, ρωτούσα τους μουσικούς, τι θα ήθελαν να δουν ή να κάνουν στην Ελλάδα. Κι εκεί που περίμενα τα συνηθισμένα, δηλαδή Ακρόπολη, Δελφούς ή Ολυμπία, πετάγεται ο Συμεών, οδηγός τρακτέρ στο κολχόζ επί τριάντα χρόνια, γυρίζει με φωτεινά μάτια και μου λέει «θέλω να συναντήσω τον Μανώλη Γλέζο, τον άνθρωπο που κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη»! Και μας πιάνουν τα κλάματα!
Όταν ο Συμεών ήρθε στην Αθήνα για το Φεστιβάλ, πήρα τηλέφωνο τον Μανώλη, αλλά τότε βρισκόταν στη Νάξο. Του εξήγησα. Πάρ’ τους και φέρ’ τους στ’ Απεράθου!, απάντησε αυθόρμητα. Δεν γινόταν, όμως, λόγω αεροπορικών εισιτηρίων και βίζας. Αλλά, ο Συμεών αποζημιώθηκε. Όταν τους πήγα στην Ακρόπολη, έμεινε για πολλή ώρα κοιτώντας τη σημαία να κυματίζει. Σαν να αναπαριστούσε την τολμηρή σκηνή εκείνη τη μέρα που ο Γλέζος και ο Σάντας ταπείνωναν τους Γερμανούς!
Με τον Συμεών γίναμε φίλοι. Μου έδειξε κι ένα παλιό φάκελο με ένα σοβιετικό γραμματόσημο, μάλλον του 1959, που απεικόνιζε τον Γλέζο. Έχω πάντα στ’ αυτιά μου τον ήχο του βιολιού του και τα λόγια του, όταν τραγουδούσε κι όταν απήγγειλε ρωμέικα ποιήματα. Όπως έχω μπροστά μου, από την Ολυμπιάδα του Πολιτισμού που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη Μαριούπολη, τη μικρή πανέμορφη μαθήτρια από την Κριμαία, ντυμένη στα ολόλευκα, με μία κορδέλα στο κεφάλι διακοσμημένη με το μαίανδρο, να απαγγέλει με αθωότητα, ζεστασιά και συγκίνηση:
«Υπάρχουν μηνύματα που μιλάνε για τις δυνατότητες που κρύβει ο άνθρωπος, όταν η ελευθερία και η δημοκρατία είναι τα ιδανικά της ζωής του… Δύο παλικαράκια που μόλις είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, βλέποντάς την να ρίχνει το βαρύ της ίσκιο πάνω στην Ακρόπολη, με τα πόδια φτερωμένα και την καρδιά τους σίδερο, σκαρφάλωσαν μέσα στη νύχτα και κατέβασαν το μισητό σύμβολο από το κοντάρι του… Την άλλη μέρα το πρωί, οι Αθηναίοι αγναντεύοντας το βράχο, ένιωσαν την καρδιά τους να τρέμει. Η σβάστικα δεν κυμάτιζε εκεί ψηλά. Ποιος τάχα ήτανε αυτός που έκανε τούτο το θαύμα; Ποιος τόλμησε; Κανένας δεν το ’ξερε. Περάσανε τα χρόνια, φύγανε οι Γερμανοί, και μονάχα στις 25 του Μάρτη του 1945, φανερώθηκε το όνομα των παλικαριών με την ατσάλινη ψυχή. Των παλικαριών που κάνανε την πρώτη αντιστασιακή πράξη σε όλη την Ευρώπη. Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα τους λέγανε.» Η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα!
Στη μετασοβιετική εποχή, στην παρευξείνια ζώνη, ο Λάκης Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος παραμένουν σημεία αναφοράς, και όχι μόνο στις ελληνικές κοινότητες που δεν ξεχνούν!
Αυτές οι εικόνες ήρθανε στο μυαλό μου, την ώρα που άκουγα τον Γλέζο να αποχαιρετάει τον Σάντα στο πρώτο νεκροταφείο. Να αποχαιρετάει με ένα μεστό αριστερό πατριωτικό λόγο τον σύντροφο ήρωα, χωρίς πατριδοκαπηλία και σωβινισμό. Γιατί αυτοί οι δύο εξέφρασαν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον εσωτερικό αλτρουιστικό δεσμό των Αριστερών με τον τόπο. Τον τόπο με το ένδοξο παρελθόν, που οι θυσιασθέντες οραματίστηκαν με ένα μέλλον ανθρωπιάς, ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο σ’ αυτή την εμπειρία, στην οποία έχω ήδη αναφερθεί με άλλες αφορμές στο Περίπτερο Ιδεών, παρά μόνο σ’ ένα απ’ αυτά τα απρόσμενα περιστατικά, που ξαναθυμήθηκα έντονα τις τελευταίες μέρες.
Στη δεκαετία του ’90, μου είχε μπει η ιδέα να οργανώσω ένα φεστιβάλ με καλλιτέχνες από τις απανταχού κοινότητες της Διασποράς. Φτάνοντας λοιπόν, στην Ουκρανία, με παρότρυνση του Βασίλη Σημαντηράκη, που τελούσε τότε χρέη γενικού προξένου στην περιοχή του Ντονμπάς, άρχισα να γυρίζω στα λεγόμενα «ελληνικά χωριά» που είναι διάσπαρτα στη στέπα της Αζοφικής, για να γνωρίσω τους ανθρώπους και την ιστορία τους, αλλά να βρω και τους καλλιτέχνες που είχα πληροφορηθεί ότι αφθονούν. Απίστευτο κι όμως, πέρα για πέρα αληθινό. Ήταν δε τόσο καλοί, που δυσκολευόμουν να διαλέξω για το Φεστιβάλ, για το οποίο –σε μια ευτυχή και σπάνια συγκυρία- είχα εξασφαλίσει το Ηρώδειο, το 1997. Τελικά, θαμπωμένος από την ποσότητα και την ποιότητα, κάλεσα την Ταμάρα Κατσή με το πολυμελές νεανικό συγκρότημα «Τα διαμάντια του Σαρτανά» από το ομώνυμο ρωμέικο χωριό και το συγκρότημα μουσικών «Περνέσο άστρο», που μεταφρασμένο από τη ρωμέικη διάλεκτο σημαίνει «Πρωινό αστέρι», από το ρωμέικο χωριό Μάλι Γιανισόλ.
Όταν ανακοίνωσα την επιλογή μου και είδα την έκπληξη και τον ενθουσιασμό τους για το απρόσμενο ταξίδι στην Ελλάδα, ρωτούσα τους μουσικούς, τι θα ήθελαν να δουν ή να κάνουν στην Ελλάδα. Κι εκεί που περίμενα τα συνηθισμένα, δηλαδή Ακρόπολη, Δελφούς ή Ολυμπία, πετάγεται ο Συμεών, οδηγός τρακτέρ στο κολχόζ επί τριάντα χρόνια, γυρίζει με φωτεινά μάτια και μου λέει «θέλω να συναντήσω τον Μανώλη Γλέζο, τον άνθρωπο που κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη»! Και μας πιάνουν τα κλάματα!
Όταν ο Συμεών ήρθε στην Αθήνα για το Φεστιβάλ, πήρα τηλέφωνο τον Μανώλη, αλλά τότε βρισκόταν στη Νάξο. Του εξήγησα. Πάρ’ τους και φέρ’ τους στ’ Απεράθου!, απάντησε αυθόρμητα. Δεν γινόταν, όμως, λόγω αεροπορικών εισιτηρίων και βίζας. Αλλά, ο Συμεών αποζημιώθηκε. Όταν τους πήγα στην Ακρόπολη, έμεινε για πολλή ώρα κοιτώντας τη σημαία να κυματίζει. Σαν να αναπαριστούσε την τολμηρή σκηνή εκείνη τη μέρα που ο Γλέζος και ο Σάντας ταπείνωναν τους Γερμανούς!
Με τον Συμεών γίναμε φίλοι. Μου έδειξε κι ένα παλιό φάκελο με ένα σοβιετικό γραμματόσημο, μάλλον του 1959, που απεικόνιζε τον Γλέζο. Έχω πάντα στ’ αυτιά μου τον ήχο του βιολιού του και τα λόγια του, όταν τραγουδούσε κι όταν απήγγειλε ρωμέικα ποιήματα. Όπως έχω μπροστά μου, από την Ολυμπιάδα του Πολιτισμού που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στη Μαριούπολη, τη μικρή πανέμορφη μαθήτρια από την Κριμαία, ντυμένη στα ολόλευκα, με μία κορδέλα στο κεφάλι διακοσμημένη με το μαίανδρο, να απαγγέλει με αθωότητα, ζεστασιά και συγκίνηση:
«Υπάρχουν μηνύματα που μιλάνε για τις δυνατότητες που κρύβει ο άνθρωπος, όταν η ελευθερία και η δημοκρατία είναι τα ιδανικά της ζωής του… Δύο παλικαράκια που μόλις είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, βλέποντάς την να ρίχνει το βαρύ της ίσκιο πάνω στην Ακρόπολη, με τα πόδια φτερωμένα και την καρδιά τους σίδερο, σκαρφάλωσαν μέσα στη νύχτα και κατέβασαν το μισητό σύμβολο από το κοντάρι του… Την άλλη μέρα το πρωί, οι Αθηναίοι αγναντεύοντας το βράχο, ένιωσαν την καρδιά τους να τρέμει. Η σβάστικα δεν κυμάτιζε εκεί ψηλά. Ποιος τάχα ήτανε αυτός που έκανε τούτο το θαύμα; Ποιος τόλμησε; Κανένας δεν το ’ξερε. Περάσανε τα χρόνια, φύγανε οι Γερμανοί, και μονάχα στις 25 του Μάρτη του 1945, φανερώθηκε το όνομα των παλικαριών με την ατσάλινη ψυχή. Των παλικαριών που κάνανε την πρώτη αντιστασιακή πράξη σε όλη την Ευρώπη. Μανώλη Γλέζο και Λάκη Σάντα τους λέγανε.» Η αίθουσα σείστηκε από τα χειροκροτήματα!
Στη μετασοβιετική εποχή, στην παρευξείνια ζώνη, ο Λάκης Σάντας και ο Μανώλης Γλέζος παραμένουν σημεία αναφοράς, και όχι μόνο στις ελληνικές κοινότητες που δεν ξεχνούν!
Αυτές οι εικόνες ήρθανε στο μυαλό μου, την ώρα που άκουγα τον Γλέζο να αποχαιρετάει τον Σάντα στο πρώτο νεκροταφείο. Να αποχαιρετάει με ένα μεστό αριστερό πατριωτικό λόγο τον σύντροφο ήρωα, χωρίς πατριδοκαπηλία και σωβινισμό. Γιατί αυτοί οι δύο εξέφρασαν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τον εσωτερικό αλτρουιστικό δεσμό των Αριστερών με τον τόπο. Τον τόπο με το ένδοξο παρελθόν, που οι θυσιασθέντες οραματίστηκαν με ένα μέλλον ανθρωπιάς, ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης.
Στέλιος Ελληνιάδης
Σχόλια