Ο γερμανικός αστισμός διεκδικεί όλο και περισσότερα.
Ο ισχυρισμός ότι στην Ε.Ε. και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη η κρίση χρέους χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την επιβολή του γερμανικού οικονομικού imperium, ίσως σε κάποια αυτιά ηχεί ως εθνικιστική διολίσθηση. Και φυσικά, δίπλα στον εξαγωγικό, επενδυτικό και τραπεζικό ιμπεριαλισμό που επιβάλλει η γερμανική ελίτ σε 27 χώρες και 500 εκατομμύρια ανθρώπους, μπορεί κανείς να βρει συντεταγμένα ομοειδή ηγεμονικά συμφέροντα υπό πολλές σημαίες. Πρωτίστως τη γαλλική. Η επιλογή Σαρκοζί να αποτελεί τον σωματοφύλακα της Μέρκελ, αποφεύγοντας να αποκλίνει από τις κυρίαρχες επιλογές της εκφράζει προφανώς την προσδοκία… κοντά στον βασιλικό να ποτιστεί κι η γλάστρα. Και στην ίδια θέση μπορεί να βρεθούν οι επιχειρηματικές ελίτ πολλών άλλων χωρών. Ωστόσο, τα μεγέθη που έχουν διαμορφωθεί εμπεδώνουν τα αποτελέσματα της δεκαετίας του ευρώ και του Μάαστριχτ: η Γερμανία και τρεις – τέσσερις ακόμη χώρες αποτελούν μηχανές πλεονασμάτων, μαγνήτες των υπεραξιών, που μεταφέρονται ληστρικά από τις ελλειμματικές χώρες της περιφέρειας.
Η γερμανική άρχουσα τάξη δεν θέλει να χάσει με τίποτα αυτό το πλεονέκτημα. Αντιθέτως, θέλει να το φτάσει στα άκρα πιέζοντας κι άλλο τα εισοδήματα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Πράγμα που περνάει από μια βίαιη κατεδάφιση του κόστους εργασίας και όλων των θεσμών κοινωνικής διαπραγμάτευσης, τόσο στις άλλες χώρες της Ε.Ε. όσο και στην ίδια τη Γερμανία. «Η γερμανική ανταγωνιστικότητα απειλείται από χώρες, όπως η Κίνα, η Βραζιλία, η Ινδία», είπε προ ημερών η Άνγκελα Μέρκελ, σε μια εκδήλωση ειλικρινούς αγωνίας που αποκάλυπτε ποιο είναι το παραγωγικό και εργασιακό μοντέλο το οποίο ζηλεύει και θέλει να μιμηθεί όλη η Ε.Ε. Και σε μια αντίστοιχη έκρηξη κυνισμού και ειλικρίνειας, ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην τρόικα, Πολ Τόμσεν, μιλώντας προ διμήνου σε επενδυτικό ακροατήριο στο Λονδίνο, αποκάλυπτε ότι το χρέος ήταν το πρόσχημα για να εφαρμοστεί σε όλη την Ε.Ε. το γερμανικό σχέδιο για μαζική υποτίμηση της εργασίας και ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Ελέχθη, εγράφη (στα ψιλά) και ουδέποτε διεψεύσθη.
Ωστόσο, στην ταξική της αποστολή η πολιτική ελίτ είναι υποχρεωμένη να δίνει εξετάσεις. Οι άρχουσες τάξεις συχνά «σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν» ή όταν δεν τρέχουν καλά. Κάτι τέτοιο έχει συμβεί και με την κυβέρνηση του «σωτήρος» Γ. Παπανδρέου. Η οικονομική ελίτ χάνει ταχύτατα την εμπιστοσύνη της σ’ αυτή την κυβέρνηση.
Κατ’ αναλογία, η Άνγκελα Μέρκελ, πέρα από την ταξική αυταπάρνηση που επιδεικνύει όταν υπερασπίζεται ένα ηγεμονικό όραμα στην Ευρώπη για όλη τη γερμανική οικονομική ελίτ, τεστάρεται διαρκώς και για την ικανότητά της να διαχειριστεί την εντός Γερμανίας κοινωνική και πολιτική αντίδραση. Οι επτά εκλογικές αναμετρήσεις της χρονιάς σε επτά κρατίδια της Γερμανίας, η πρώτη ήττα στο Αμβούργο και οι επερχόμενες τρεις μέχρι το τέλος του Μαρτίου, είναι ίσως η πιο γερή δοκιμασία για «τις αντοχές του αλόγου». Το σύστημα πρέπει να διαθέτει εναλλακτικές λύσεις.
Ταυτόχρονα, το ίδιο σύστημα εξουσίας –τραπεζίτες, μεγαλομέτοχοι βιομηχανικών, εξαγωγικών επιχειρήσεων- επιθυμεί να ελέγξει την ορμή του αλόγου, όταν αυτό επιδεικνύει τάσεις αυτονόμησης. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εξαιρετική συνοχή που επιδεικνύει ο γερμανικός αστικός κόσμος στην άρνησή του να επιτραπεί σημαντική ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στήριξης και γενικώς στο να πληρώσει κάτι παραπάνω για τη διάσωση του ευρώ.
Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, οι επιχειρηματικές ενώσεις, οι χρυσοί μάνατζερ τα δίνουν όλα αυτή την περίοδο για να αποκλειστεί κάτι τέτοιο. Και, συχνά πυκνά… τραβούν τα γκέμια του αλόγου. «Ουδείς αναντικατάστατος» είναι το μήνυμα προς τη Μέρκελ, κι ίσως μια από τις εκφράσεις του είναι και η διαπόμπευση και ο εξοστρακισμός από την κυβέρνηση του εκλεκτού της καγκελαρίου και πιθανού διαδόχου της, του αγαπημένου των λαϊκών Μίντια Καρλ Τέοντορ τσου Γκούντεμπεργκ.
Γ.Κ.