Καθώς η ίδια η πραγματικότητα της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας υποχρέωσε τον ΣΥΡΙΖΑ να αφήσει στην άκρη το αντι-μνημονιακό αφήγημα, απέμεινε ως μόνο έρεισμα το «κοσμοπολίτικο κοσμοείδωλο» με το οποίο, άλλωστε, το μεγάλο μέρος των στελεχών του ήταν χρόνια εξοικειωμένο. Οι κοσμογυρισμένοι Βρυξελλιώτες, αυτό το μοντέρνο προοδευταριό, που πάντα έβλεπε με απέχθεια το Λαό και τον Τόπο, καθώς θεωρούσε τους γονείς του υπεύθυνους για την συγκαλυμμένη μειονεξία του, κατάφερε -υιοθετώντας ψευδεπίγραφα κρίσιμα στοιχεία του αντιστασιακού ήθους και παράδοσης του Λαού μας- να μπολιάσει μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος με ένα σχήμα-πάτερν συλλογικής μειονεκτικότητας.
Ως αποδεικτικά στοιχεία αυτής της περίπου εγγενούς νεολληνικής μειονεκτικότητας δεν ήταν πλέον ούτε οι παλαιότερες μετεμφυλιακές διαφημιστικές ρητορείες των προϊόντων που ήταν, επιτέλους, «εφάμμιλα των καλυτέρων ευρωπαϊκών», ούτε οι πρώϊμες νεοφιλελέ αντιλήψεις της «Δυστυχίας του να είσαι Έλληνας» του Ν. Δήμου, ούτε οι «Όψεις υπανάπτυξης» του Ν. Μουζέλη και του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, ούτε οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις του σπάταλου κράτους και του τεμπέλη και διεφθαρμένου Έλληνα που καλλιέργησαν όσοι αντιλαμβάνονταν το Μνημόνιο ως ευλογία.
Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των αφηγήσεων ήταν πάντα η αναγκαία «υπευθυνότητα» του Λαού. Δηλαδή, ένα προτεστάντικο τιμωρητικό και επικριτικό κήρυγμα που ξεκίνησε από εκείνα τα «καταναλώνουμε περισσότερο απ’ ό,τι παράγουμε» ή τα «είμαστε ένα απέραντο φρενοκομείο» του «Εθνάρχη» και κατέληξε στον «Τιτανικό» του ΓΑΠ. Όπως σε κάθε καπιταλιστική και προτεστάντικη κοινωνική πραγματικότητα, η όποια αρνητική εξέλιξη της ζωής είναι συνέπεια της μη υπεύθυνης στάσης του φορέα της, έτσι κι εδώ. Η φτώχεια, για παράδειγμα, είναι η εύλογη ποινή στους μη υπεύθυνους πολίτες, άσχετα με το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που την προκαλεί, με τον ίδιο τρόπο που η κόλαση είναι η εύλογη ποινή στους αποκλίνοντες και αμαρτωλούς πιστούς.
Η όποια κοινωνική νομιμοποίηση των Μνημονιακών προγραμμάτων πάτησε ακριβώς πάνω σ’ αυτή την προτεστάντικη ενοχοποίηση, που αντιλαμβανόταν την λιτότητα και όλα τα μνημονιακά επακόλουθα ως την εύλογη τιμωρία της ανευθυνότητας του Λαού. «’Ολοι μαζί τα φάγαμε»!
Ο συνδυασμός «συλλογικής μειονεξίας» και «τιμωρητικότητας» έφτιαχνε ένα ιδανικό για το σύστημα αλληλοτροφοδοτούμενο σπιράλ υποταγής, ορίζοντας έτσι την αυτο-ηττώμενη κοινωνία.
Η αυτο-ηττώμενη κοινωνία που «εκπαιδεύτηκε» να έλκεται από καταστάσεις στις οποίες θα υποφέρει, κάνοντας επιλογές που θα την οδηγούσαν στην ματαίωση, την αποτυχία και την κακοποίηση.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία επιχειρώντας να αντικρούσει αυτή την ενοχοποιητική κοινωνική μηχανική και να «αθωώσει» τα λαϊκά στρώματα από το «συστημικό φταίξιμο» που οδηγούσε στην παθητικοποίηση, στην αδράνεια και στην αυτο-ήττα. Γι’ αυτό άλλωστε επικρίθηκε έντονα από τους πολιτικούς αντιπάλους του για «χυδαίο λαϊκισμό».
Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ, απέρριπτε μόνον τον ένα ιμάντα της κοινωνικής μηχανικής, την «τιμωρητικότητα». Γιατί σε ό,τι αφορά στην «συλλογική μειονεξία», τα παλαιά στελέχη του, ως γνήσιοι «ριζοσπάστες», ήταν πάντα μπολιασμένα με τη σχετική απέχθεια προς τον Λαό και την «καθυστέρηση» του, που δεν χώραγε στο στενό ευρωπαϊκό ρουχαλάκι που εκείνοι ποθούσαν διακαώς.
Κάπως έτσι, όταν η τροϊκανή πραγματικότητα «άδειασε» το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ από τα όποια ουσιαστικά μέτρα με ταξικό και απελευθερωτικό πρόσημο, τόσο αυτό, αναγκαστικά, «γέμισε» με «μέτρα» αντιμετώπισης και αποκατάστασης αυτής της χρόνιας «συλλογικής μας μειονεξίας». Αφού δεν μπορούμε να δώσουμε ψωμί στο Λαό και αφού το παντεσπάνι το χρειαζόμαστε για μας, ας του δώσουμε τουλάχιστον ανέξοδο ριζοσπαστικό μοντερνισμό.
Με τον τρόπο αυτό, η αντιμετώπιση της εγγενούς εθνικής μας μειονεξίας, η αλλαγή αυτού του καταραμένου βαλκανικού και επαρχιώτικου dna μας, έλαβε για πρώτη φορά τη μορφή ενός «ολοκληρωμένου» πολιτικού αφηγήματος που «ξεδίπλωνε» τις πολιτικές του ώστε να απελευθερώσει την ελληνική κοινωνία από τις χρόνιες αυτές, περίπου, «μεσαιωνικές στρεβλώσεις και καθυστερήσεις», με 4 βασικούς άξονες.
α. Τα ατομικά δικαιώματα
Η κυβερνητική πολιτική άφησε στην άκρη τα νταούλια της γεωπολιτικής ρήξης με τις αγορές και την ξένη επιτροπεία και έπιασε τις παρελάσεις μαζί με αυτούς που ήταν ενάντια στις παρελάσεις, όπως εκείνη η παλιά διαφήμιση των αμερικάνικων τζιν που προμόταρε την ιδέα ότι είναι «η στολή όλων αυτών που δεν αγαπούν τις στολές». Τα δικαιώματα της LGBTQIκοινότητας, των γυναικών, των μεταναστών ή των ζώων, ήρθαν επιτέλους στην επικαιρότητα ετούτης της καθυστερημένης χώρας των βαλκάνιων ελληναράδων.
β. Τον αντι-εθνικισμό/αντιφασισμό
Άλλο τόσο η χρυσαυγίτικη σέχτα ήταν εκεί για να τρομάζει και να απειλεί το «δημοκρατικό» πολίτευμα και το φάντασμα του φασισμού άπλωνε τα φτερά του πάνω από την καθυστερημένη χώρα των βαλκάνιων ελληναράδων, που ήταν τόσο αγράμματοι και ακαλλιέργητοι, ώστε κινδύνευαν να υιοθετήσουν μαζικά τα ρατσιστικά και απάνθρωπα προτάγματα του.
γ. Τον αντι-κληρικαλισμό
Από την άλλη, το παπαδαριό με τους Άνθιμους και τους Αμβρόσιους, τις «ιερές παντόφλες» και τα «αγιασμένα στυλό», διαιώνιζαν χρόνιες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, κρατώντας την δέσμια στον θρησκόληπτο βυζαντινισμό και στον αντιεπιστημονικό μεσαίωνα.
δ. Την αλληλεγγύη
Μπορεί τα «γεμιστά» της κυρίας Φωτίου να θύμιζαν πιο πολύ την βασιλομήτορα Φρειδερίκη, αλλά το πλήθος των χρηματοδοτούμενων από την Ευρώπη ΜΚΟ και ο συστηματικός τρόπος παροχής των υπηρεσιών τους, έδειχνε το φωτεινό δρόμο της ευρωπαϊκής υπευθυνότητας και αλληλεγγύης, αποκρύπτοντας το ολοφάνερο ενός προτεστάντικου –και πάλι- φιλανθρωπισμού.
Βέβαια, η μικρή λεπτομέρεια, ότι οι άξονες αυτοί συγκροτούσαν εν πολλοίς και το πολιτικό πρόγραμμα που Δημοκρατικού Κόμματος των Ομπάμα, Κλίντον στην μητρόπολη του Καπιταλισμού, δεν έχει και τόσο σημασία μπροστά στην αφύπνιση του καθυστερημένου λαού.
Επιτέλους, η προοδευτική διανόηση είχε βρει τα αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας –βασικά τα ήξερε από χρόνια- που δεν ήταν άλλα από την πατριαρχία, τον φασισμό-εθνικισμό, το παπαδαριό και το έλλειμμα αλληλεγγύης. Αυτά μας κρατούσαν πίσω, αυτά δεν μας άφηναν να πάρουμε τη θέση μας στην πολιτισμένη Εσπερία, αυτά έφταιγαν για την χρεοκοπία, αυτά έφταιγαν για τα Μνημόνια. Εκεί έπρεπε να στρέψουμε το βάρος των προσπαθειών μας.
Και προφανώς, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, χρόνια εκπαιδευμένο πως για όλα έφταιγαν οι Ελληναράδες, η ανευθυνότητα και η «κωλο-νοοτροπία» μας, έσπευσε να υιοθετήσει την νέα συνταγή, όπως κάθε αυτο-ηττώμενη κοινωνία που αναπαράγει με συνέπεια το καταναγκαστικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο της.
Με τον τρόπο αυτό, η μπάλα από το πεδίο της Πολιτικής παιζόταν στην εξέδρα της συλλογικής νοοτροπίας που όφειλε επιτέλους να εκσυγχρονιστεί και να αφήσει στην άκρη τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που συνιστούσαν την μεγάλη ελληνική παθογένεια. Να μην παρκάρουμε επιτέλους στις ράμπες των αναπήρων, να είμαστε πολιτικά ορθοί στις εκφράσεις μας απέναντι στο άλλο φύλο, να μην είμαστε σεξιστές, να μην πετάμε τις τσίχλες μας στο πεζοδρόμιο και λοιπά ανάλογα «επαναστατικά», για πολίτες νήπια.
Για τις κοινωνικές ανισότητες, για τα μεγάλα ελλείμματα στη Δικαιοσύνη και στη Δημοκρατία, για την ακραία φτώχεια, για την ανεργία, για τις αυτοκτονίες και τον ξεριζωμό των νέων, για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, για την ολοσχερή κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, τσιμουδιά. Μίλα μου για ατομικά δικαιώματα, μίλα μου για αντι-εθνικισμό, μίλα μου ενάντια στο παπαδαριό, μίλα μου για αλληλεγγύη, μίλα μου για τα αυτονόητα και πάρε μου την «αριστερή» ψυχή μου.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μπουρμπουλίθρα ανάλογη με τα καθρεφτάκια που μοίραζαν οι αποικιοκράτες στους απολίτιστους ιθαγενείς και σε πλήρη απόσταση από τις πραγματικές ανάγκες του Λαού και του τόπου, χάριν των οποίων οφείλει να υφίσταται η Πολιτική.
Κι ύστερα, ένα απόγευμα, ήρθε ο θάνατος. Βουβός, αιφνίδιος, τρομαχτικός και πάντα ανεπαίσθητος. Σχεδόν από το πουθενά. Τι να πουν τα ατομικά δικαιώματα για να τον αντικρούσουν; Τι να πει ο αντι-εθνικισμός; Τι να ψελλίσει το προτεστάντικο παπαδαριό; Τι να πει ο ριζοσπαστικός μοντερνισμός; Ποιος μπορεί να μιλήσει για τον «συλλογικό θάνατο», καθώς το βασικό αίτιο είναι η απουσία φροντίδας της ίδιας της συλλογικής ζωής; Πως να απαντηθεί το «γιατί» του θανάτου όταν έχεις αναγάγει τη ζωή σε ατομικό δικαίωμα;
Τι να πει η «πολιτική» που δεν έσκυψε, ούτε στιγμή, στις πραγματικές ανάγκες των πολιτών για Ασφάλεια, Ελευθερία, Κοινωνική Δικαιοσύνη, Συλλογική αυτοέκφραση και δημιουργία, Αυτοεκτίμηση και Αξιοπρέπεια; Αυτή η «πολιτική», πάντα ξεκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων, ζούσε κάπου στις Βρυξέλλες παρα-σιτιζόμενη από το κράτος, ανυποψίαστη ακόμη και στην ιδέα του θανάτου.
Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό ξέρει, αυτό εμπιστεύεται και ως εκ τούτου είδαμε και πάλι την επικοινωνιακή πολιτική απάντησης στον θάνατο τόσων ανθρώπων να ξεδιπλώνεται πάνω στη γνωστή συνταγή: κριτική στους παπάδες που δεν ήταν εκεί, «αντιφασισμό» καθώς οι πλιατσικολόγοι ήταν χρυσαυγίτες, «φιλομεταναστευτισμό» καθώς οι ψαράδες που έσωσαν τον κόσμο ήταν Αιγύπτιοι, κριτική στους ελληναράδες που έχτισαν αυθαίρετα και μάντρες και παγίδεψαν τον κόσμο. Η συνταγή μπορεί να συμπεριλάβει και μια δόση αλληλεγγύης, ώστε να εκπληρωθεί και πάλι το αμερικανόπνευστο αφήγημα.
Κι’ όσο και αν κάθε ένα απ’ αυτά θα είχε μια σημασία να διερευνηθεί, στην πραγματικότητα γίνονται τώρα ο φερετζές του «αριστερού» νοεφιλελευθερισμού που παριστάνει την πρόοδο. Ο συλλογικός θάνατος δεν μπορεί παρά να αποκαλύπτει τη γυμνότητα των πραγματικά υπεύθυνων ελιτ.
Αλλά έτσι, καθώς κανένας από τους 4 άξονες του συριζέϊκου πολιτικού αφηγήματος δεν μπορούσε να απαντήσει στο εναγώνιο ερώτημα του συλλογικού θανάτου, καθώς ουδέποτε ασχολήθηκε επι της ουσίας με το εναγώνιο ερώτημα της συλλογικής ζωής και της οργάνωσης της, δεν απέμενε άλλος δρόμος από την εκ νέου ενεργοποίηση του δεύτερου μέλους του ενοχοποιητικού συστημικού σπιράλ: της τιμωρητικότητας. Όλοι μαζί τους κάψαμε! Όλοι μαζί φταίμε! Ο συλλογικός θάνατος είναι η εύλογη ποινή της συλλογικής μας ανευθυνότητας. Και απομένει έκπληκτος κανείς να αναρωτιέται αν αυτή ακριβώς η «λογική» δεν εμπεριέχει ακριβώς αυτά που ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε στο βασικό πολιτικό του αφήγημα. Δηλαδή, τόσο τη φθονερή τιμωρητικότητα του προτεστάντικου παπαδαριού, όσο και τη ναζιστική «λογική» της συλλογικής ευθύνης, αλλά και την αστειότητα του ατομικού δικαιωματισμού που χάσκει μπροστά στην ισχύ του συλλογικού θανάτου, που μόνο μια συλλογική πολιτική, δηλαδή μια Πολιτική με το Π κεφαλαίο, θα μπορούσε να άρει…