Ο καθηγητής-υπουργός
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης σχολίασε τις απόψεις που έχει εκφράσει στο παρελθόν για το παράλληλο νόμισμα λέγοντας: «Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν ακαδημαϊκός. Οι ακαδημαϊκοί μπορούν να λένε πολλά πράγματα. Όταν όμως καλούνται να υλοποιήσουν πρόγραμμα, βλέπουν ότι κάποια πράγματα που έχουν πει μπορεί να είναι λάθος».
Προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω αυτή τη φράση. Τι σημαίνει ακριβώς; Ότι όταν εκφράζεσαι ως ακαδημαϊκός δεν έχεις αίσθηση ευθύνης; Ότι αντιλαμβάνεσαι τη δημόσια τοποθέτηση σαν κάτι που διατυπώνεται υπό τον όρο ότι κανείς δεν θα σε πάρει στα σοβαρά, γιατί αλλιώς θα χρειαστεί να σκεφτείς τις συνέπειες; Και τις συνέπειες τις σκέφτεσαι μόνο όταν σου προτείνουν υπουργείο, αλλιώς θεωρείς ότι απλώς «λες πολλά»; Και όταν φτάσεις στο σημείο που οι ιδέες σου έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα και ανακαλύπτεις ότι έλεγες ανοησίες (αν όντως αυτό πιστεύεις), μπορείς να αλλάξεις ρότα σαν να μη συνέβη τίποτα; Ομολογώντας απλώς ότι οι ακαδημαϊκοί «λένε διάφορα»; Και τι είναι αυτοί οι ακαδημαϊκοί; Έχουν τόσο λιγότερη ευθύνη από κάθε άλλον άνθρωπο που νιώθει το βάρος να μη λέει αρλούμπες τις οποίες θα αρνηθεί την πρώτη στιγμή που θα πιεστεί;
Δηλαδή παρουσιάζεις μια εικόνα φιλοσόφου που πέφτει στο πηγάδι διότι κοιτάζει τα αστέρια, αλλά αυτό το λες ο ίδιος για τον εαυτό σου, διασύροντας την πνευματική ευθύνη και περιγράφοντας αυτό που κάνεις όπως ο στρατηγός Αϊζενχάουζερ όταν έλεγε πως «διανοούμενος είναι αυτός που χρησιμοποιεί περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται για να πει περισσότερα απ’ όσα ξέρει»;
Ένα από τα πράγματα που με έχουν σοκάρει κατά την παρούσα φάση της «αριστερής λιτότητας» είναι η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι παραδέχονται ότι έσφαλαν ή ότι ναι μεν είχαν δίκιο αλλά τώρα θα κάνουν κάτι άλλο. Λέει ο άλλος «δεν υπολογίσαμε σωστά», «νομίζαμε ότι οι εταίροι θα υποχωρήσουν» και νομίζει ότι ξεμπέρδεψε. Ότι έτσι είναι αυτά: τώρα λες έτσι, αύριο γιουβέτσι, και προχωράει η ζωή.
Το ίδιο και με τον Μουζάλα, όταν ζητάει συγγνώμη από τον Δένδια ή όταν μιλάει στην εκπομπή του Παύλου Τσίμα για «αυτά που λέγαμε και που σε ένα επίπεδο ιδεολογικό (!) εξακολουθούμε να λέμε και που πρακτικά δεν ισχύουν. Ας πούμε αυτό με τα ανοιχτά σύνορα». Ο πρώτος διδάξας είναι βεβαίως ο πρωθυπουργός, ο οποίος σέρνει τον χορό του «δεν υπολογίσαμε καλά», «δεν περιμέναμε», «είχαμε αυταπάτες» κ.τ.ό. που δικαιολογούν πώς ξεκινήσαμε από τους ζουρνάδες και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Η μεγαλύτερη γελοιοποίηση της Αριστεράς είναι η ευκολία με την οποία τόσοι άνθρωποι εξηγούν ότι όσα έλεγαν παλιά λέγονταν υπό τον όρο ότι κανείς δεν θα τα πάρει στα σοβαρά. Αυτό συνιστά δικαίωση της βασικής κριτικής που της ασκείται, ότι «αυτά είναι ωραία στη θεωρία». Η διατύπωση μιας πρότασης στον δημόσιο διάλογο, ιδίως όταν γύρω μας άνθρωποι τρώνε από τα σκουπίδια και αυτοκτονούν, είναι πράξη σημαντικής ευθύνης.
Διάβαζα ένα πολύ πετυχημένο σύνθημα: «Ούτε σ’ εξορίες ούτε σε φύλακες, στα Eurogroup λυγάνε οι κομμουνιστές». Δεν μου αρέσει να τρέχω για ψύλλου πήδημα στο ηρωικό παρελθόν της Αριστεράς και να συγκρίνω με μια εποχή που κάποιος για να μην υπογράψει υπέμενε τα πάνδεινα. Καταλαβαίνω ότι όταν λέει ο Αλαβάνος πως οι αριστεροί αγώνες δεν προδόθηκαν ούτε με εξορίες και φυλακίσεις, υπάρχει μια αμετροέπεια στη σύγκριση με την εποχή μας. Δεν έχω από κανέναν την απαίτηση να γίνει με το στανιό ήρωας και να αντέξει βασανιστήρια. Αλλά εδώ δεν χρειάζεται να αντέχει βασανιστήρια. Μόνο κάτι πολύ απλούστερο: να εννοεί αυτά που λέει. Αν μπει κανείς στην ιστοσελίδα του Levy Institute θα δει τις δημοσιεύσεις του Δημήτρη Παπαδημητρίου μέχρι και φέτος, όπου ισχυρίζεται τα αντίθετα από όσα λέει ως υπουργός. Ακόμη κι όταν δεν ζητούμε από κανέναν ντε και καλά να βρει το θάρρος να αντέξει βασανιστήρια, μια που στην εποχή μας ο πήχης είναι ευτυχώς πολύ χαμηλότερα, ζητούμε τουλάχιστον να αντισταθεί στον πειρασμό να πει «αυτές είναι οι αρχές μου, και αν δεν σας αρέσουν έχω κι άλλες».
Αν κοιτάξουμε την ιστορία των χριστιανικών διωγμών, θα δούμε ότι κι εκεί, το όπλο δεν ήταν μόνο τα βασανιστήρια και οι θανατώσεις. Οι χριστιανοί που έθυαν στα είδωλα ανταμείβονταν επίσης με δώρα και εφοδιάζονταν με ειδικά έγγραφα, libelli persecutionis, δηλώσεις μετανοίας. Ήταν όμως μεγάλη χαρά για το κράτος να το καταφέρνει αυτό μόνο με τον εκμαυλισμό, διότι τότε απέφευγε τον κίνδυνο της ηρωοποίησης των θυμάτων.
Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου δεν έπαιξε κάποιον ρόλο στη δημόσια συζήτηση για το παράλληλο νόμισμα (εννοώ τη συζήτηση που ξεπερνά τα στενά όρια κάποιων επιστημονικών κύκλων). Φαντάζομαι ότι υπήρξε γνωστός μεταξύ των συναδέλφων του. Από αυτή την άποψη, οικονομολόγοι όπως ο Κώστας Λαπαβίτσας φέρουν πολύ μεγαλύτερη ευθύνη, διότι ενσάρκωσαν με την ατομική πορεία τους το πέρασμα από το όλα στο τίποτα.
Δεν συγκρίνω βεβαίως το παράλληλο νόμισμα με ιστορικά φαινόμενα κοσμογονικής σημασίας. Ακόμη όμως και για τον Παπαδημητρίου, αυτό που κρίνεται με κάθε τέτοια δήλωση είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την ατομική του αξιοπιστία ή τη δική του σχέση με την Αριστερά. Όταν λέμε ότι υπάρχει μια διέξοδος σε όσα συμβαίνουν, η αντανακλαστική απάντηση της Δεξιάς είναι να πει ότι αυτά είναι λόγια του αέρα, παρόλες δίχως περιεχόμενο, που σκορπίζονται την πρώτη στιγμή που θα έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα, όπως στεγνώνει η πάχνη στο χορταράκι. Λέγοντας ότι όσα έχει υποστηρίξει μέχρι σήμερα ο υπουργός ισχύουν μόνο από απόσταση, αλλά όχι μετά την ανάληψη θέσης ευθύνης, σημαίνει ότι παραχωρούμε στην άλλη πλευρά το σημαντικότερο όπλο, τη δυνατότητα να λέει ότι σαχλαμαρίζουμε, ότι μιλούμε εκτός πραγματικότητας, ότι τα λόγια μας είναι πάχνη στο χορταράκι, κι ότι εμείς το ξέρουμε και δεν τρέχει και τίποτα. Καιροσκόποι και εξουσιομανείς έχουν κάθε λόγο να το κάνουν αυτό, προφανώς. Αντιθέτως, όσοι διατηρούν κάποιας μορφής ηθική δέσμευση απέναντι στις ιδέες οφείλουν κατά την άποψή μου να προσυπογράφουν το «όσα είπαμε παλιά ισχύουν», διαφορετικά το κακό που κάνουν είναι βαθιά διαβρωτικό για οτιδήποτε ξεκινάμε να πούμε με την αξίωση να έχει κάποιο βάρος.