Εκατομμύρια έλληνες μικροκαταθέτες, που διατηρούν τις αποταμιεύσεις τους, κόπους μιας ζωής, στις τράπεζες με ουσιαστικά μηδενικά επιτόκια, πέρα από τις αγωνίες για την ασφαλιστική ή την εργασιακή τους επιβίωση, έχουν αποκτήσει άλλη μία: τι να κάνουν τις οικονομίες τους;
Ακούνε με δέος τα σενάρια για την αναπόφευκτη ελληνική χρεοκοπία ή για την επίσης αναπόφευκτη «αναδιάρθρωση» του ελληνικού χρέους, ακούνε τη φιλολογία για τα προβλήματα «ρευστότητας» των ελληνικών τραπεζών, ακούνε για τα 20 και πλέον δισ. που έχουν φυγαδεύσει στο εξωτερικό οι έλληνες «ραντιέρηδες», κι αναρωτιούνται αν πρέπει να τους μιμηθούν. Στις ελληνικές τράπεζες είναι κατατεθειμένα πάνω από 300 δισ. ευρώ, που στην πλειοψηφία τους αποτελούν αποταμιεύσεις λαϊκών ή μεσαίων νοικοκυριών. Είναι απολύτως λογική η αγωνία τους για την τύχη των οικονομιών τους σε περίπτωση μιας κρατικής ή τραπεζικής χρεοκοπίας και η αναζήτηση μιας ασφαλούς ατομικής λύσης, που ξεκινά από το παραδοσιακό «μαξιλάρι» ως μέσο φύλαξης του οικογενειακού «θησαυρού» και φτάνει στις πιο εξεζητημένες λύσεις του χρυσού, των λιρών ή ενός λογαριασμού στο εξωτερικό. Ωστόσο, οι χιλιάδες, τα εκατομμύρια ατομικές λύσεις μπορεί να προκαλέσουν ένα συλλογικό αποτέλεσμα: είναι η περίφημη «έφοδος στο γκισέ» της τράπεζας, το φαινόμενο του τραπεζικού πανικού, όταν χιλιάδες καταθέτες εφορμούν στις τράπεζες και απαιτούν να τους αποδοθούν οι αποταμιεύσεις τους. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η χρεοκοπία της τράπεζας. Γιατί χρεοκοπεί η τράπεζα; Γιατί, πολύ απλά, τα λεφτά δεν υπάρχουν. Το ασφαλές θησαυροφυλάκιο είναι κενό και η πίστη… άπιστη. Η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ένα πολύ μικρό ποσοστό αποθεματικού χρήματος, συνήθως όχι μεγαλύτερο από το 10%, στην κεντρική τράπεζα της χώρας. Το χρήμα του καταθέτη έχει γίνει δάνεια καταναλωτικά, στεγαστικά ή επιχειρηματικά, έχει γίνει ομόλογα κρατικά ή εταιρικά, έχει γίνει ακίνητα, μετοχές ή συμμετοχές της τράπεζας σε άλλες επιχειρήσεις και, κυρίως, έχει γίνει κέρδη και μερίσματα. Τα κέρδη και τα μερίσματα, που έχουν καταλήξει στις τσέπες των μετόχων-ιδιοκτητών της τράπεζας, είναι στην πραγματικότητα το μόνο εγγυημένο στοιχείο του ενεργητικού της. Η τράπεζα καταρρέει, αλλά όχι απαραίτητα και οι τραπεζίτες, που στο μεταξύ έχουν ενθυλακώσει τις υπεραξίες από τις καταθέσεις των πελατών της.
Έτσι, η έφοδος στο γκισέ, που γίνεται στο όνομα της διάσωσης της αποταμίευσης, εξελίσσεται στην πραγματικότητα σε ένα είδος οικονομικής αυτοχειρίας. Κάθε κατάθεση που αποσύρεται «καίει» πολλές άλλες, που, όταν θα απαιτηθούν, απλώς δεν θα υπάρχουν. Από την άποψη αυτή, όταν μια κρίση τραπεζικής ρευστότητας φτάνει στο κόκκινο, μέτρα αντιδημοφιλή, όπως η δέσμευση των καταθέσεων (με αυστηρό όριο μηνιαίων αναλήψεων), για να αποτραπεί μια αθρόα διαρροή κεφαλαίων από μια χώρα είναι ίσως η μόνη ελάχιστη προστασία για τις αποταμιεύσεις των φτωχομεσαίων στρωμάτων. Βεβαίως, ακόμη κι αυτό το έσχατο μέτρο είναι μάλλον απίθανο να αποδώσει, σε περίπτωση μιας απειλής χρεοκοπίας χωρίς κρατικό και κοινωνικό έλεγχο σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, τελικά, χωρίς εθνικοποίηση των σημαντικότερων τραπεζών.
Σάιλοκ