«Το δολάριο είναι δικό μας νόμισμα, αλλά δικό σας πρόβλημα», έλεγε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Νίξον στις ΗΠΑ, Τζον Κόναλι. Πρόσωπο μοιραίο, μια και μερικά χρόνια νωρίτερα, ήταν μάρτυρας της δολοφονίας του Κένεντι στο προεδρικό αυτοκίνητο. Η φράση του αυτή ήταν το σήμα έναρξης του νομισματικού πολέμου που κήρυξαν μονομερώς οι ΗΠΑ, έπειτα από τρεις δεκαετίες μεταπολεμικής νομισματικής σταθερότητας.
Εκμεταλλευόμενες την πολιτική και οικονομική τους ισχύ, οι ΗΠΑ εγκαινίασαν τότε μια πολιτική ελεγχόμενης υποτίμησης του δολαρίου, υποχρεώνοντας άλλους παγκόσμιους εταίρους τους με πλεονάσματα, όπως η Γερμανία ή η Ιαπωνία, να υποτιμήσουν το μάρκο και το γιεν αντίστοιχα, για να διευκολυνθούν οι αμερικανικές εξαγωγές.
Οι νομισματικοί πόλεμοι μέχρι και τη δεκαετία του ’90 διεξάγονταν, φυσικά, με όρους απόλυτης αμερικανικής ηγεμονίας, αφού το δολάριο ήταν το μοναδικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Το αποκορύφωμα αυτών των πολέμων ήταν μια «νομισματική Γιάλτα», η συμφωνία του Plaza, το 1985, οπότε η Ιαπωνία και η Γερμανία συμφώνησαν με μαζικές παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους. Το τίμημα το πλήρωσε λίγα χρόνια αργότερα η Ιαπωνία, όπου έσκασε η χρηματοπιστωτική φούσκα, βυθίζοντας την οικονομία της σε μια μακροχρόνια νάρκη.
«Είμαστε στο μέσο ενός νέου νομισματικού πολέμου», φώναξε πριν από δέκα μέρες ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας. Στην αρχή, οι ενδιαφερόμενοι έκαναν ότι δεν άκουσαν, αλλά τελικά ακόμη και ο επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι έχει αρχίσει να επεκτείνεται επικίνδυνα «η χρήση των νομισμάτων ως πολιτικών όπλων». Και εννοούσε τη διαρκή νομισματική επέκταση, σε συνδυασμό με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων, από σχεδόν όλους τους ισχυρούς παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας. Όλοι θέλουν υποτιμημένα τα εθνικά τους νομίσματα. Γιατί; Για να στηρίξουν ή να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους. Επί της ουσίας, ο νομισματικός πόλεμος είναι ένας πόλεμος για την κατάκτηση των αγορών. Ωστόσο, όπως κάθε πόλεμος, έτσι κι αυτός είναι αδύνατο να έχει μόνο νικητές.
Καθώς οι μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες είναι βυθισμένες σε στασιμότητα και χαμηλή ζήτηση (θυσία στη «σωτηρία» της διεθνούς τοκογλυφίας), προσπαθούν με το εργαλείο της ελεγχόμενης υποτίμησης των νομισμάτων να ανοίξουν δρόμο στα προϊόντα τους στις άλλες αγορές. Οι αναδυόμενες οικονομίες, που με πρώτη την Κίνα κάνουν αναπτυξιακό και εξαγωγικό πρωταθλητισμό, απαντούν στα πυρά συγκεντρώνοντας αποθεματικά νομίσματα, κυρίως δολάρια, ευρώ και γιεν (μόνο η Κίνα διαθέτει 2,5 τρισ. δολάρια, ίσα με το 30% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων). Οι πλούσιες χώρες ανταπαντούν στα πυρά εξαπολύοντας χείμαρρους κεφαλαίων που επενδύονται στα νομίσματα των αναδυόμενων χωρών. Ποιος θα την πληρώσει τελικά; Η Κίνα, με την ισχύ που έχει συγκεντρώσει, είναι αδύνατο να βρεθεί στην πλευρά των ηττημένων. Αντιθέτως, οικονομίες σαν τη Βραζιλία, την Ινδία και άλλες ασιατικές, που παρά το σημερινό σφρίγος τους δεν έχουν τη ρευστότητα να στηρίζουν επ’ άπειρον τα νομίσματά τους, ίσως βρεθούν στο -όχι απώτατο- μέλλον στη δίνη μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ανάλογης μ’ αυτή της Ιαπωνίας της δεκαετίας του ’90.
Σάιλοκ
Οι νομισματικοί πόλεμοι μέχρι και τη δεκαετία του ’90 διεξάγονταν, φυσικά, με όρους απόλυτης αμερικανικής ηγεμονίας, αφού το δολάριο ήταν το μοναδικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Το αποκορύφωμα αυτών των πολέμων ήταν μια «νομισματική Γιάλτα», η συμφωνία του Plaza, το 1985, οπότε η Ιαπωνία και η Γερμανία συμφώνησαν με μαζικές παρεμβάσεις στις αγορές συναλλάγματος να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους. Το τίμημα το πλήρωσε λίγα χρόνια αργότερα η Ιαπωνία, όπου έσκασε η χρηματοπιστωτική φούσκα, βυθίζοντας την οικονομία της σε μια μακροχρόνια νάρκη.
«Είμαστε στο μέσο ενός νέου νομισματικού πολέμου», φώναξε πριν από δέκα μέρες ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας. Στην αρχή, οι ενδιαφερόμενοι έκαναν ότι δεν άκουσαν, αλλά τελικά ακόμη και ο επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι έχει αρχίσει να επεκτείνεται επικίνδυνα «η χρήση των νομισμάτων ως πολιτικών όπλων». Και εννοούσε τη διαρκή νομισματική επέκταση, σε συνδυασμό με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων, από σχεδόν όλους τους ισχυρούς παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας. Όλοι θέλουν υποτιμημένα τα εθνικά τους νομίσματα. Γιατί; Για να στηρίξουν ή να ενισχύσουν τις εξαγωγές τους. Επί της ουσίας, ο νομισματικός πόλεμος είναι ένας πόλεμος για την κατάκτηση των αγορών. Ωστόσο, όπως κάθε πόλεμος, έτσι κι αυτός είναι αδύνατο να έχει μόνο νικητές.
Καθώς οι μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες είναι βυθισμένες σε στασιμότητα και χαμηλή ζήτηση (θυσία στη «σωτηρία» της διεθνούς τοκογλυφίας), προσπαθούν με το εργαλείο της ελεγχόμενης υποτίμησης των νομισμάτων να ανοίξουν δρόμο στα προϊόντα τους στις άλλες αγορές. Οι αναδυόμενες οικονομίες, που με πρώτη την Κίνα κάνουν αναπτυξιακό και εξαγωγικό πρωταθλητισμό, απαντούν στα πυρά συγκεντρώνοντας αποθεματικά νομίσματα, κυρίως δολάρια, ευρώ και γιεν (μόνο η Κίνα διαθέτει 2,5 τρισ. δολάρια, ίσα με το 30% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων). Οι πλούσιες χώρες ανταπαντούν στα πυρά εξαπολύοντας χείμαρρους κεφαλαίων που επενδύονται στα νομίσματα των αναδυόμενων χωρών. Ποιος θα την πληρώσει τελικά; Η Κίνα, με την ισχύ που έχει συγκεντρώσει, είναι αδύνατο να βρεθεί στην πλευρά των ηττημένων. Αντιθέτως, οικονομίες σαν τη Βραζιλία, την Ινδία και άλλες ασιατικές, που παρά το σημερινό σφρίγος τους δεν έχουν τη ρευστότητα να στηρίζουν επ’ άπειρον τα νομίσματά τους, ίσως βρεθούν στο -όχι απώτατο- μέλλον στη δίνη μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ανάλογης μ’ αυτή της Ιαπωνίας της δεκαετίας του ’90.
Σάιλοκ
Σχόλια