Ο Κώστας Στοφόρος διαβάζει και παρατηρεί, κινούμενος καθημερινά με τον Ηλεκτρικό
Ο δαίμων του τυπογραφείου μου τις έκανε Ηλεκτρονικές την προηγούμενη φορά! Εγώ όμως συνεχίζω να κινούμαι με τον Ηλεκτρικό καθημερινά, καθώς δεν έχει βρεθεί τρόπος να μετακινούμαι «Ηλεκτρονικά». Κι έτσι διαβάζω και παρατηρώ. Παρατηρώ και διαβάζω. Και κάθε μέρα το κλίμα γίνεται όλο και πιο βαρύ. 7 το πρωί, λίγοι ξεκινούν τη μέρα τους με αισιοδοξία.
…Κι όμως, βαμμένα κόκκινα τα σύννεφα, πάνω από τη Νερατζιώτισσα με κάνουν να ξεφεύγω. Διαβάζω: «…Κοιμήθηκα δέκα ολόκληρα χρόνια/ Δεν διεκδικώ το φάντασμα καμίας κοιμωμένης/ Και πιο πολύ της ωραίας…». Κρατάω στα χέρια μου τα ποιήματα της Χαριτίνης Ξύδη, Τα Όνειρα καπνίζουν (Γαβριηλίδης). Μια προικισμένη ποιήτρια που τη διαβάζω και… ηλεκτρονικά, αφού είναι και μπλόγκερ (Thalassa: https://hrtstvrs.blogspot.com/)
Κοιτάζω ξανά και ξανά τους στίχους, τα κόκκινα σύννεφα, τα υποψήφια θύματα του ΔΝΤ που πηγαίνουν στη δουλειά τους, χωρίς να ξέρουν καν αν θα την έχουν αύριο. Που οι μισθοί τους παίζονται σε τραπέζια διαπραγματεύσεων. Κι έτσι από την ποίηση, την άλλη μέρα προσγειώνομαι στο παλιό ασπρόμαυρο βιβλίο του Σεραφείμ Μάξιμου: Κοινοβούλιο ή Δικτατορία; (Στοχαστής) Μέσα στους πρωταγωνιστές άλλος ένας Θεόδωρος Πάγκαλος… Ποια είναι η φάρσα και ποια η τραγωδία; Οξυδερκέστατη ανάλυση, πάντως. Θα μάθει η Αριστερά να διαβάζει την ιστορία και το σήμερα;
Λέω να αποδράσω. Και το γεμάτο βαριές μυρωδιές, αληθινών ανθρώπων του μόχθου που στoιβάζονται όπως-όπως στα υπερχρεωμένα βαγόνια, γεμίζει από το άρωμα του δάσους. Ήχοι της νύχτας στο χωριό ξεπηδούν από τις σελίδες. Υπόγεια πάθη διασταυρώνονται. Αυτό το μικρό αριστούργημα της Ιρέν Νεμιρόβσκι, η Έξαψη (Πατάκης) ήταν σε ένα μπαούλο για 60 χρόνια! Η συγγραφέας το έγραψε εκτοπισμένη από τους ναζί. Δύο χρόνια αργότερα η ζωή της τέλειωσε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης…
…Ο θάνατος… Καθόλου ευχάριστο θέμα, δεν νομίζετε; Διαβάζω Τζούλιαν Μπαρνς και Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια-Δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά μου λείπει (Μεταίχμιο). Πανέξυπνο δοκίμιο για το φόβο του θανάτου. Όσο μεγαλώνω είναι όλο και πιο αδύνατο να συμβιβαστώ με την ιδέα. Θυμάμαι πάντα το τελευταίο σημείωμα που βρέθηκε στα χαρτιά του Κοσμά Πολίτη: «Έρχεται η μαύρη νύχτα η αξημέρωτη. Φοβάμαι». Δύσκολο να αντισταθείς στο εμπόριο της «μετά θάνατον ζωής» που πουλά η Εκκλησία – και γλιτώνει και από την εφορία!
…Μπορείς να κάνεις με όλα χιούμορ; Δεν ξέρω… Καθώς διάβαζα το Πού πάμε μπαμπά; Του Ζαν Λουί Φουρνιέ (Μελάνι) ώρες-ώρες γελούσα, μετά εκνευριζόμουνα, τα έβαζα με τον «άκαρδο» πατέρα κι ύστερα τον καταλάβαινα… Ένιωθα τα μάτια μου να δακρύζουν: Εξαιρετικά άβολο στον Ηλεκτρικό. Δύο παιδιά με βαριά αναπηρία. Το ένα δεν ζει πια… Πού βρίσκει το κουράγιο; Πού;
Κι εμείς, πού βαδίζουμε κύριοι; Από τη μια μεμψιμοιρούμε, γκρινιάζουμε και από την άλλη μένουμε απαθείς. Φαντάζομαι το τρένο γεμάτο κόκκινες σημαίες να διασχίζει την Αττική με ένα μήνυμα αντίστασης και ξαφνικά:
άρχισα να θυμάμαι το ψωμί που κλέβαμε απ’ το φούρνο ακόμη κι ελβιέλες απ’ τα ανοιχτά στη Θεμιστοκλέους, βιβλία απ’ τα υπόγεια, ροδάκινα απ’ τα καφάσια και τυλίγαμε το μωρό μ’ εφημερίδες να μην κρυώνει, τις άνοιξες σουρώναμε με μαυροδάφνη και απ’ τις νεραντζιές έκοβες τα λουλούδια τα ’ριχνες στα μαλλιά μου, σου άρεσε που σκαλώνανε – έβλεπες αστέρια, θυμήθηκα κι ήταν αργά για όλες τις μνήμες που σε φέρνανε πίσω, γιατί είναι ανυπόφορο να θυμάσαι όταν θες να ζήσεις… (Από το μπλογκ της Χαριτίνης Ξύδη ή Φαίδρας Φις).