Σε μια τόσο δύσκολη εποχή, σε «έναν κόσμο ανάποδα», αγωνιστές της Ζωής σαν τον Γκαλεάνο τους έχουμε απόλυτη ανάγκη
Της Νατάσας Ακριβάκη
Χωρίς υπερβολή, για μένα Μεγάλη Δευτέρα ήταν η Δευτέρα του Πάσχα, όταν έμαθα το θάνατο του Εδουάρδο Γκαλεάνο. Ένιωσα το ίδιο συναίσθημα που είχα νιώσει και πέρσι το Πάσχα –Μεγάλη Πέμπτη ήταν– μαθαίνοντας το θάνατο του άλλου μεγάλου δασκάλου, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Αλλά τι πιο ταιριαστό για Λατινοαμερικάνους να πεθαίνουν Άνοιξη, την εποχή που όλη η Φύση είναι ένας ύμνος στη Ζωή! Ίσως γιατί και ολόκληρη η δική τους ζωή, ειδικά των δύο αυτών μεγάλων συγγραφέων, είναι η εξύμνηση της Ζωής, της Φύσης και των ανθρώπων. Και με τον περίφημο σαρκασμό τους, μας βγάζουν τη γλώσσα και μας αποχαιρετάνε.
Αυτό που ένιωσα, λοιπόν, είναι το συναίσθημα της μοναξιάς. Νιώθω πιο μόνη σε έναν κόσμο που λείπει ο Γκαλεάνο. Σε μια τόσο δύσκολη εποχή, σε «έναν κόσμο ανάποδα», αγωνιστές της Ζωής σαν τον Γκαλεάνο τους έχουμε απόλυτη ανάγκη. Έχουμε ανάγκη όχι μόνο τα γραπτά τους, που έτσι κι αλλιώς θα μείνουν για πάντα και θα συνεχίζουν να μας καθορίζουν, αλλά και τη φυσική τους παρουσία. Επειδή ο Γκαλεάνο δεν έλειψε σχεδόν από κανένα μεγάλο αγώνα σε όλο τον κόσμο, από τον αγώνα κατά των δικτατοριών στην ήπειρό του έως τον αγώνα των Ζαπατίστας. Υπήρξε υποστηρικτής της κουβανέζικης επανάστασης και των αγώνων των ιθαγενών αλλά και όλης της προσπάθειας των μετανεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής μέχρι του κινήματος των Αγανακτισμένων στην Ισπανία. Πάλεψε σθεναρά για τη διάσωση του περιβάλλοντος. Με την παραδειγματική του δράση έδωσε θάρρος σε χιλιάδες αγωνιστές, τους έδωσε να καταλάβουν ότι η Ιστορία δεν τελείωσε, ο αγώνας συνεχίζεται.
Αλλά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τον χρειάζομαι, τον χρειαζόμαστε επειδή μας έδειχνε πάντα, επίμονα και καθημερινά, ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε όσοι αγωνιζόμαστε για έναν πιο δίκαιο κόσμο είναι να προσπαθούμε να ακούμε. Να ακούμε τους άλλους γύρω μας και κυρίως τους μικρούς, τους ξεχασμένους, τους χαμένους, τους πολλούς. Να τους ακούσουμε για να τους δώσουμε τη φωνή μας, για να τους βοηθήσουμε να αρθρώσουν τη δική τους φωνή. Αυτός, αυτό ακριβώς έκανε. Προικισμένος με ένα εκπληκτικό ταλέντο, μετέτρεπε τη θλιβερή πραγματικότητα των κολασμένων της γης σε ποίηση και πρόζα με λόγια απλά, αλλά αιχμηρά, για να τα καταλαβαίνουν όλοι. Έψαχνε την αλήθεια που πίστευε ότι κρύβεται στα μικρά και στα ταπεινά, την έκανε τέχνη και τη γύριζε πάλι στον κόσμο για να του δείξει με ποιο τρόπο αξίζει κανείς να ζει.
Πιστεύω ακόμη πως τον χρειαζόμαστε και για ένα άλλο μεγάλο θέμα που ανέδειξε μέσα από τα γραπτά του και τις πράξεις του: την ιδέα του ότι «Εγώ είμαι ένα άλλο Εσύ», την ιδέα ότι μέσα στους άλλους θα βρούμε τον εαυτό μας, την ιδέα της συλλογικότητας, της κοινής μοίρας, της συνέχειας. Έτσι δεν θα αισθανόμαστε αδύναμοι και μόνοι, εκτός ίσως από αυτές τις στιγμές, Εδουάρδο, που σε αποχαιρετάμε. Το λέει βέβαια και ο ίδιος με υπέροχο τρόπο:
«Αισθάνομαι ότι είμαστε σταγόνες κάποιου από τα πολλά ποτάμια που επιβιώνουν από τη συνεχή καταστροφή που φέρνει ο άνθρωπος, που επιμένει να καταστρέφει τον παράδεισο όπου του δίνεται η δυνατότητα να ζει. Είμαστε σαν τον άνεμο που δεν πεθαίνει όταν η ζωή τελειώνει. Και γι’ αυτό δεν πιστεύω σε άλλη αθανασία εκτός από αυτή, γιατί είμαι σίγουρος ότι επιβιώνουμε στη μνήμη και στις πράξεις των άλλων».
Εδουάρδο Γκαλεάνο, ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος
Σε ηλικία 74 ετών πέθανε την περασμένη Δευτέρα ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας, δημοσιογράφος, πολιτικός διανοητής και επαναστάτης Εδουάρδο Γκαλεάνο. Υπερασπιστής της αξιοπρέπειας, της κυριαρχίας και της απελευθέρωσης των λαών όχι μόνο της Λατινικής Αμερικής αλλά όλης της γης, αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για ένα δίκαιο και αλληλέγγυο κόσμο.Γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο το 1940 και πολύ νωρίς μπήκε στο κόσμο των ΜΜΕ ως σκιτσογράφος. Υπήρξε εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας Marcha (1961-1964) στην οποία συνεργαζόταν με ονόματα όπως ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και ο Μάριο Μπενεντέτι, έπειτα διευθυντής της εφημερίδας Epoca (1964-1966) και διευθυντής των εκδόσεων του Πανεπιστημίου της Ουρουγουάης (1964-1973). Το 1971 δημοσιεύεται το εμβληματικό του έργο-αναφορά για όλη τη λατινοαμερικάνικη Αριστερά «Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», στο οποίο περιγράφει την ιστορία της καταπίεσης και της δυστυχίας της ηπείρου έως εκείνη τη στιγμή.Το 1973 η δικτατορία που εγκαθίσταται στην Ουρουγουάη τον φυλακίζει, και αργότερα τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τη χώρα. Καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει και διευθύνει το περιοδικό Crisis. Εκεί τον βρίσκει το πραξικόπημα του Βιντέλα και, καθώς το όνομά του εμφανίζεται στη λίστα των καταδικασμένων από τα τάγματα θανάτου, αναγκάζεται να συνεχίσει την εξορία του στη Βαρκελώνη. Η κυκλοφορία του βιβλίου του για τη Λατινική Αμερική απαγορεύεται από όλες τις στρατιωτικές δικτατορίες της περιοχής. Κατά την περίοδο της ισπανικής εξορίας του έγραψε τη βραβευμένη τριλογία Μνήμη της Φωτιάς. Στην πατρίδα του γυρνά το 1985 με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.Έχει λάβει πολλά βραβεία και ήταν μέλος του Μόνιμου Δικαστηρίου των Λαών, το οποίο κρίνει τις πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, και ένας από τους υποστηρικτές της Επιτροπής για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ενάντια στους νόμους που αφήνουν ατιμώρητους τους δικτάτορες της Ουρουγουάης.